Νέες ευνοϊκές αποφάσεις για δανειολήπτες
του Θωμά Σίδερη
Με τις υπ’ αριθμ 594/2015 και 595/2015 αποφάσεις του, το Ειρηνοδικείο Κορίνθου ακυρώνει τις πληγείσες Διαταγές Πληρωμής, λόγω παράνομης τοκοφορίας και ανατοκισμού της εισφοράς του Ν. 128/75. Πρόκειται για αποφάσεις που φέρνουν στο φως τις χιλιάδες παράνομες συμβάσεις που υπέγραψαν Έλληνες δανειολήπτες υπό την πίεση των τραπεζών, χωρίς να γνωρίζουν επί της ουσίας τους παράνομους και καταχρηστικούς όρους που εμπεριέχονταν στις συμβάσεις αυτές.
Με τις αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Κορίνθου επαναλαμβάνεται η αιτιολογία για την απόρριψη της πιο αγαπημένης τραπεζικής ένστασης, της ένστασης αοριστίας. Η αιτιολογία αυτή φαίνεται να αποτελεί νέα νομολογιακή τάση των πρωτοβάθμιων Δικαστηρίων.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί, ότι την ένσταση αοριστίας έχει αναγάγει σε τραπεζικό υπερόπλο η παράνομη, ατυχής και άστοχη νομολογία του Αρείου Πάγου. Το ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, με αποφάσεις τουλάχιστον αντιφατικές, υποστηρίζει, αφενός μεν, ότι ο δανειολήπτης οφείλει να προσδιορίζει στην ανακοπή του, τα ποσά των υπερβάσεων από την τραπεζική αυθαιρεσία, επιφορτίζοντας με τον τρόπο αυτό ΠΑΡΑΝΟΜΑ τον δανειολήπτη με το βάρος της απόδειξης, κατά ευθεία παραβίαση του Ν. 2251/1994, τη στιγμή που ο δανειολήπτης παραπονείται για καταχρηστικότητα χρεώσεων και αοριστία της διαταγής πληρωμής.
Αφετέρου, την ίδια ώρα, η πρόσφατη νομολογία του, αντιτείνει ότι σε περίπτωση αοριστίας της παροχής και εφαρμογής του 371ΑΚ, ο προσδιορισμός της παροχής γίνεται από το Δικαστήριο. Με αυτή την a la carte νομολογία, τελικά, το ανώτατο Δικαστήριο, όχι μόνο εκτίθεται ανεπανόρθωτα, διότι έρχεται σε αντίθεση με την “αναπτύσσουσα ισχύ έναντι πάντων” υπ’ αριθμ 1219/2001 απόφασή του αλλά και εκθέτει τον Δικαστή της ουσίας, ο οποίος καλείται να δικαιοδοτήσει, πελαγοδρομώντας ανάμεσα στη νομολογιακή αντιφατικότητα και την σπουδή της φορμαλιστικής νομιμοποίησης του συστήματος.
Ένα από τα σημαντικά και νέα στοιχεία των αποφάσεων είναι η σαφής αναφορά της Προέδρου του δικαστηρίου στην αρχή του 255ΑΚ, σύμφωνα με την οποία, κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα. Αναφέρεται ρητά, ότι από τον δανειολήπτη ζητείται να προβεί σε μαθηματικούς και λογιστικούς υπολογισμούς, τους οποίους είναι αδύνατο να διεξαγάγει.
Το Ειρηνοδικείο Κορίνθου ακολουθώντας, μέχρις ενός σημείου, την παράνομη, άτυχη και άστοχη νομολογία του Αρείου Πάγου (430/2005 ΑΠ) καταλήγει ότι η μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/75 δεν απαγορεύεται. Ωστόσο, σωστά διαπιστώνει, ότι πρόκειται περί δημοσιονομικής εισφοράς, δηλαδή, περί φόρου.
Εάν, λοιπόν, ήθελε υποληφθεί ως ορθή η Αρεοπαγιτική νομολογία τότε, θα μπορούσε, σε μια υπόθεση εργασίας και υπό την κλίμακα της επικράτειας, να προκύψει το εξής άτοπο: Οι πολίτες της χώρας, έχοντας τη δυνατότητα να μετακυλήσουν συμβατικά τους φόρους τους, θα μπορούσαν να τους μετακυλήσουν (ακόμα κι έναντι συμφωνημένης αμοιβής, όπως ακριβώς συμβαίνει στις έντοκες τραπεζικές συμβάσεις, όπου ο τόκος αποτελεί εμπορικό κέρδος της τράπεζας) σε κάποιον… καταδικασμένο σε ισόβια, για οποιοδήποτε έγκλημα. Έτσι, ο ήδη καταδικασμένος, θα φερόταν νόμιμα να οφείλει τους φόρους όλων των πολιτών και των νομικών προσώπων όλης της χώρας, ενώ ταυτόχρονα δεν θα φοβόταν μια ενδεχόμενη σύλληψή του, ως οφειλέτη του Ελληνικού Δημοσίου με τη διαδικασία του αυτοφώρου. Το ίδιο θα μπορούσε, εξάλλου, να συμβεί και με την ίδρυση και λειτουργία ενός νομικού προσώπου, υπό κάποιες -λίγο διαφορετικές- προϋποθέσεις.
Σε αυτή την υπόθεση εργασίας, λοιπόν, οι πολίτες θα καθίσταντο ουσιαστικά αφορολόγητοι και τους φόρους τους θα όφειλε ο ένας, τελικός φορολογούμενος, που θα είχε προκύψει από μια διαδικασία αδιανόητη: Από τη μετατροπή του φόρου σε αντικείμενο συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου. Κάτι τέτοιο, όσο παράλογο και αν ακούγεται, σύμφωνα με τη νομολογία του Αρείου Πάγου, θα ήταν απολύτως νόμιμο.
Η Ιταλία αναζητά την εφαρμογή μέτρων που θα επιτρέψουν σε τράπεζες να διώξουν από πάνω τους κόκκινα δάνεια καθώς τα χαμηλά επιτόκια εξακολουθούν να προκαλούν πιέσεις στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Η κυβέρνηση θέλει να δημιουργήσει έναν φορέα για μη εξυπηρετούμενα δάνεια αλλά έχει υιοθετήσει και νομικές μεταρρυθμίσεις που επιτρέπουν στις τράπεζες να προχωρούν πιο σύντομα σε κατασχέσεις και να αφαιρούν τις ζημιές από τις φορολογικές τους υποχρεώσεις.
Τα κόκκινα δάνεια έφτασαν τον Ιούνιο στη χώρα το ποσό ρεκόρ των 195,8 δισ. ευρώ, πλήττοντας την ικανότητα των τραπεζών να δανείζουν και να παρέχουν στήριξη στην προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας από την ύφεση.
treno.gr
Με τις υπ’ αριθμ 594/2015 και 595/2015 αποφάσεις του, το Ειρηνοδικείο Κορίνθου ακυρώνει τις πληγείσες Διαταγές Πληρωμής, λόγω παράνομης τοκοφορίας και ανατοκισμού της εισφοράς του Ν. 128/75. Πρόκειται για αποφάσεις που φέρνουν στο φως τις χιλιάδες παράνομες συμβάσεις που υπέγραψαν Έλληνες δανειολήπτες υπό την πίεση των τραπεζών, χωρίς να γνωρίζουν επί της ουσίας τους παράνομους και καταχρηστικούς όρους που εμπεριέχονταν στις συμβάσεις αυτές.
Με τις αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Κορίνθου επαναλαμβάνεται η αιτιολογία για την απόρριψη της πιο αγαπημένης τραπεζικής ένστασης, της ένστασης αοριστίας. Η αιτιολογία αυτή φαίνεται να αποτελεί νέα νομολογιακή τάση των πρωτοβάθμιων Δικαστηρίων.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί, ότι την ένσταση αοριστίας έχει αναγάγει σε τραπεζικό υπερόπλο η παράνομη, ατυχής και άστοχη νομολογία του Αρείου Πάγου. Το ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, με αποφάσεις τουλάχιστον αντιφατικές, υποστηρίζει, αφενός μεν, ότι ο δανειολήπτης οφείλει να προσδιορίζει στην ανακοπή του, τα ποσά των υπερβάσεων από την τραπεζική αυθαιρεσία, επιφορτίζοντας με τον τρόπο αυτό ΠΑΡΑΝΟΜΑ τον δανειολήπτη με το βάρος της απόδειξης, κατά ευθεία παραβίαση του Ν. 2251/1994, τη στιγμή που ο δανειολήπτης παραπονείται για καταχρηστικότητα χρεώσεων και αοριστία της διαταγής πληρωμής.
Αφετέρου, την ίδια ώρα, η πρόσφατη νομολογία του, αντιτείνει ότι σε περίπτωση αοριστίας της παροχής και εφαρμογής του 371ΑΚ, ο προσδιορισμός της παροχής γίνεται από το Δικαστήριο. Με αυτή την a la carte νομολογία, τελικά, το ανώτατο Δικαστήριο, όχι μόνο εκτίθεται ανεπανόρθωτα, διότι έρχεται σε αντίθεση με την “αναπτύσσουσα ισχύ έναντι πάντων” υπ’ αριθμ 1219/2001 απόφασή του αλλά και εκθέτει τον Δικαστή της ουσίας, ο οποίος καλείται να δικαιοδοτήσει, πελαγοδρομώντας ανάμεσα στη νομολογιακή αντιφατικότητα και την σπουδή της φορμαλιστικής νομιμοποίησης του συστήματος.
Ένα από τα σημαντικά και νέα στοιχεία των αποφάσεων είναι η σαφής αναφορά της Προέδρου του δικαστηρίου στην αρχή του 255ΑΚ, σύμφωνα με την οποία, κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα. Αναφέρεται ρητά, ότι από τον δανειολήπτη ζητείται να προβεί σε μαθηματικούς και λογιστικούς υπολογισμούς, τους οποίους είναι αδύνατο να διεξαγάγει.
Το Ειρηνοδικείο Κορίνθου ακολουθώντας, μέχρις ενός σημείου, την παράνομη, άτυχη και άστοχη νομολογία του Αρείου Πάγου (430/2005 ΑΠ) καταλήγει ότι η μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/75 δεν απαγορεύεται. Ωστόσο, σωστά διαπιστώνει, ότι πρόκειται περί δημοσιονομικής εισφοράς, δηλαδή, περί φόρου.
Εάν, λοιπόν, ήθελε υποληφθεί ως ορθή η Αρεοπαγιτική νομολογία τότε, θα μπορούσε, σε μια υπόθεση εργασίας και υπό την κλίμακα της επικράτειας, να προκύψει το εξής άτοπο: Οι πολίτες της χώρας, έχοντας τη δυνατότητα να μετακυλήσουν συμβατικά τους φόρους τους, θα μπορούσαν να τους μετακυλήσουν (ακόμα κι έναντι συμφωνημένης αμοιβής, όπως ακριβώς συμβαίνει στις έντοκες τραπεζικές συμβάσεις, όπου ο τόκος αποτελεί εμπορικό κέρδος της τράπεζας) σε κάποιον… καταδικασμένο σε ισόβια, για οποιοδήποτε έγκλημα. Έτσι, ο ήδη καταδικασμένος, θα φερόταν νόμιμα να οφείλει τους φόρους όλων των πολιτών και των νομικών προσώπων όλης της χώρας, ενώ ταυτόχρονα δεν θα φοβόταν μια ενδεχόμενη σύλληψή του, ως οφειλέτη του Ελληνικού Δημοσίου με τη διαδικασία του αυτοφώρου. Το ίδιο θα μπορούσε, εξάλλου, να συμβεί και με την ίδρυση και λειτουργία ενός νομικού προσώπου, υπό κάποιες -λίγο διαφορετικές- προϋποθέσεις.
Σε αυτή την υπόθεση εργασίας, λοιπόν, οι πολίτες θα καθίσταντο ουσιαστικά αφορολόγητοι και τους φόρους τους θα όφειλε ο ένας, τελικός φορολογούμενος, που θα είχε προκύψει από μια διαδικασία αδιανόητη: Από τη μετατροπή του φόρου σε αντικείμενο συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου. Κάτι τέτοιο, όσο παράλογο και αν ακούγεται, σύμφωνα με τη νομολογία του Αρείου Πάγου, θα ήταν απολύτως νόμιμο.
Ιταλική «bad bank» για τα «κόκκινα» δάνεια
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση της Ιταλίας βρίσκεται στο τελικό στάδιο συνομιλιών με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη δημιουργία κακής τράπεζας (bad bank) στην οποία θα μεταφερθούν κόκκινα δάνεια και άλλα προβληματικά στοιχεία ενεργητικού, σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών της χώρας Πιερ Κάρλο Παντοάν.Η Ιταλία αναζητά την εφαρμογή μέτρων που θα επιτρέψουν σε τράπεζες να διώξουν από πάνω τους κόκκινα δάνεια καθώς τα χαμηλά επιτόκια εξακολουθούν να προκαλούν πιέσεις στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Η κυβέρνηση θέλει να δημιουργήσει έναν φορέα για μη εξυπηρετούμενα δάνεια αλλά έχει υιοθετήσει και νομικές μεταρρυθμίσεις που επιτρέπουν στις τράπεζες να προχωρούν πιο σύντομα σε κατασχέσεις και να αφαιρούν τις ζημιές από τις φορολογικές τους υποχρεώσεις.
Τα κόκκινα δάνεια έφτασαν τον Ιούνιο στη χώρα το ποσό ρεκόρ των 195,8 δισ. ευρώ, πλήττοντας την ικανότητα των τραπεζών να δανείζουν και να παρέχουν στήριξη στην προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας από την ύφεση.
treno.gr