Η σύνδεση του εμπορικού και του κλιματικού χάους

Ο βιοπορισμός των μικρών αγροτών σε όλο τον κόσμο υπονομεύεται από τις εισροές φτηνών εισαγόμενων τροφίμων, ενώ αναγκάζονται να εξάγουν τα τρόφιμά τους αντί να τα πουλούν τοπικά. Και παρ’ όλο που οι γεωργικές πρακτικές τους είναι ανθεκτικές στο κλίμα, αποθαρρύνονται ενεργά από τις συμφωνίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και του «ελεύθερου εμπορίου».

Ζούμε σε έναν κόσμο όπου τα τρόφιμα συστηματικά αποστέλλονται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά για να υποστούν επεξεργασία, για να αποσταλούν στη συνέχεια πίσω και να πωληθούν ακριβώς από όπου ξεκίνησαν. Για παράδειγμα, οι αγελάδες από το Μεξικό που τρέφονται με καλαμπόκι που εισάγεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες εξάγονται στη συνέχεια προς τις Ηνωμένες Πολιτείες για σφαγή και το κρέας τους μεταφέρεται πίσω στο Μεξικό όπου, τελικά, πωλείται.

Τα παραδείγματα «επανεισαγωγής» -δηλαδή της κατάστασης κατά την οποία οι χώρες μεταφέρουν τα δικά τους εμπορεύματα στο εξωτερικό, μόνο για να επιστρέψουν σε μεταγενέστερο στάδιο της αλυσίδας παραγωγής- είναι πολλά. Στα νερά στα ανοιχτά των ακτών της Νορβηγίας, ο μπακαλιάρος φτάνει κάθε χρόνο ύστερα από ένα εντυπωσιακό μεταναστευτικό ταξίδι, έχοντας διανύσει χιλιάδες μίλια γύρω από τον Αρκτικό Κύκλο σε αναζήτηση χώρων αναπαραγωγής.

Ωστόσο, αυτή η μετανάστευση παύει να είναι τόσο συγκλονιστική σε σύγκριση με αυτήν που υπόκεινται τα ψάρια μετά τη σύλληψή τους, αφού αποστέλλονται στην Κίνα για να γίνουν φιλέτα πριν επιστρέψουν στα σουπερμάρκετ στη Σκανδιναβία για να πουληθούν.

Αυτή η παγκοσμιοποίηση της αλυσίδας εφοδιασμού με θαλασσινά επεκτείνεται και στις ΗΠΑ, με περισσότερα από τα μισά από αυτά που αλιεύονται στην Αλάσκα να μεταποιούνται στην Κίνα και πολλά να στέλνονται πίσω στα ράφια των αμερικανικών σουπερμάρκετ.

Ενας συνδυασμός της παραφροσύνης της «επανεισαγωγής» είναι το εξίσου αινιγματικό φαινόμενο του πλεονάζοντος εμπορίου. Αυτή είναι μια κοινή πρακτική σύμφωνα με την οποία οι χώρες εισάγουν και εξάγουν τεράστιες ποσότητες πανομοιότυπων προϊόντων σε ένα δεδομένο έτος.

Ενα ιδιαίτερα εντυπωσιακό παράδειγμα αφορά τη Βρετανία, όταν το 2007 εισήγαγε 15.000 τόνους σοκολάτας επικαλυμμένης με βάφλες, ενώ παράλληλα εξήγαγε 14.000 τόνους. Το 2017, οι ΗΠΑ εισήγαγαν και εξήγαγαν περίπου 1,5 εκατ. τόνους βοδινού και σχεδόν μισό εκατομμύριο τόνους πατάτας. Το 2016, 213.000 τόνοι υγρού γάλακτος έφτασαν στη Βρετανία, αλλά κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους 545.000 τόνοι γάλακτος επίσης έφυγαν από τη χώρα.

Ελεύθερο εμπόριο

Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αυτό το είδος του εμπορίου δεν έχει οικονομική λογική. Γιατί θα άξιζε το τεράστιο κόστος -τόσο σε χρήμα όσο και σε καύσιμα- για την αποστολή τροφίμων στο εξωτερικό μόνο για την επανεισαγωγή τους; Η απάντηση έγκειται στον τρόπο με τον οποίο δομείται η παγκόσμια οικονομία.

Οι συμφωνίες του «ελεύθερου εμπορίου» δίνουν τη δυνατότητα στους πολυεθνικούς ομίλους να έχουν πρόσβαση σε εργασία και πόρους σχεδόν οπουδήποτε, επιτρέποντάς τους να επωφεληθούν από τα φορολογικά κενά και τις εθνικές διαφορές στις εργασιακές και περιβαλλοντικές νομοθεσίες.

Εν τω μεταξύ, οι άμεσες και έμμεσες επιδοτήσεις για ορυκτά καύσιμα, της τάξεως των 5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως σε παγκόσμιο επίπεδο, επιτρέπουν το κόστος της ναυτιλίας να επιβαρύνει σε μεγάλο βαθμό τους φορολογούμενους και το περιβάλλον, αντί για τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Κι αυτά συμβαίνουν μόνο και μόνο για την ανύψωση των εταιρικών κερδών.

Οι συνέπειες αυτής της κατάστασης είναι ήδη σοβαρές και θα επιδεινωθούν στις επόμενες δεκαετίες. Ο βιοπορισμός των μικρών αγροτών σε όλο τον κόσμο υπονομεύεται από τις εισροές φτηνών εισαγόμενων τροφίμων, ενώ αναγκάζονται να εξάγουν τα τρόφιμά τους αντί να τα πουλούν τοπικά. Και παρ’ όλο που οι γεωργικές πρακτικές τους είναι ανθεκτικές στο κλίμα, αποθαρρύνονται ενεργά από τις συμφωνίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και του «ελεύθερου εμπορίου».

Η επεξεργασία και η συσκευασία τροφίμων -τόσο κρίσιμης σημασίας για τα τρόφιμα που πρόκειται να αποσταλούν μακριά από το σημείο παραγωγής τους- αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου του παγκόσμιου συστήματος τροφίμων. Ακόμα και αν στη συνέχεια αυτή τη συσκευασία καταλήξει στον πλησιέστερο κάδο ανακύκλωσης, συνήθως υφίσταται ένα ακόμη ταξίδι μεγάλων αποστάσεων προτού υποβληθεί σε επεξεργασία.

Πριν να απαγορεύσει η Κίνα τις εισαγωγές ξένων αποβλήτων το 2018, μόνο οι βρετανικές εταιρείες είχαν αποστείλει περισσότερους από 2,7 εκατομμύρια τόνους πλαστικών απορριμμάτων στην Κίνα και στο Χονγκ Κονγκ από το 2012. Με την απαγόρευση που ισχύει πλέον, τα περισσότερα πλαστικά απόβλητα της Βρετανίας αποστέλλονται απλώς κάπου αλλού.

Αυτό το είδος υπερβολικού εμπορίου υλικών είναι ο λόγος για τον οποίο οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από τις διεθνείς μεταφορές αυξάνονται σχεδόν τρεις φορές πιο γρήγορα από τις εκπομπές από άλλες πηγές.

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι διεθνείς εμπορικές συμφωνίες έδωσαν ακόμη ένα ισχυρό όπλο στα χέρια των πολυεθνικών. Οι συμβάσεις αυτές περιλαμβάνουν συχνά διατάξεις που συνδέονται με τον «μηχανισμό επίλυσης διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών», γνωστό ως ISDS, οι οποίες δίνουν στις πολυεθνικές τη δυνατότητα να μηνύσουν τις εθνικές κυβερνήσεις, μεταξύ άλλων, για τη θέσπιση περιβαλλοντικών κανονισμών που θα μπορούσαν να περιορίσουν τα μελλοντικά αναμενόμενα κέρδη τους.

Για παράδειγμα, η εταιρεία Rockhopper, που εδρεύει στη Βρετανία, ασκεί σήμερα προσφυγή στην Ιταλία για ζημιές ύψους 350 εκατομμυρίων δολαρίων και «χαμένα μελλοντικά κέρδη», επειδή η Ιταλία απαγόρευσε τις νέες εργασίες υποθαλάσσιων εξορύξεων το 2015, εξαιτίας των κοινωνικών αντιδράσεων. Αυτό είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα του μηχανισμού ISDS που νομιμοποιεί τις πολυεθνικές να προχωρούν σε καταχρήσεις εξουσίας εις βάρος της πλανητικής υγείας.

Ωστόσο, οι αρμόδιοι για τη χάραξη πολιτικής έχουν σήμερα ελάχιστα κίνητρα για τη μείωση του διεθνούς εμπορίου, διότι, κατά παράδοξο επίσης τρόπο, οι εκπομπές από το παγκόσμιο εμπόριο δεν εμφανίζονται στη λογιστική του συστήματος εμπορίου ρύπων οποιουδήποτε κράτους.

Το αποτέλεσμα είναι μια κατάσταση στην οποία οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής υπόσχονται να μειώσουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, ενώ παράλληλα εργάζονται για την επέκταση του παγκόσμιου εμπορίου μέσω της φιλελευθεροποίησης, παρ’ όλο που αυτά τα δύο είναι παντελώς ασυμβίβαστα.

● Με πληροφορίες από τον ιστότοπο «The Ecologist»


πηγή ΕΦ.ΣΥΝ.

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 14/06/2013 - 23:54