Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι ο αγροτικός τομέας δεν είναι προνομιούχος, ειδικά στην Ελλάδα
Φορολόγηση των αγροτών σημαίνει ασφυξία
Συντάκτης: Βένια Καρολίδου, Εφη Κωτσάκη, Πάνος Παπαϊωάννου, Κώστας Στεφανάκης*
Η εμπειρία από τη βίαιη αποδιοργάνωση του αγροτικού τομέα της Ανατολικής Ευρώπης τη δεκαετία του ’90 είναι άκρως ανησυχητική.
Τότε υπονομεύτηκε και τελικά καταστράφηκε η επισιτιστική επάρκεια των χωρών αυτών και καταστράφηκαν οι κρισιμότεροι αγροδιατροφικοί τομείς τους σε όφελος των αθρόων εισαγωγών από τη Δύση, καθεστώς που ακόμη συνεχίζεται.
Στις παραγωγικότερες περιοχές, η παραγωγή συνεχίστηκε από πολυεθνικές που εξασφάλισαν εφόδια και μηχανήματα
Το νέο στοιχείο του επερχόμενου Μνημονίου είναι αδιαμφισβήτητα η φορολόγηση του αγροτικού κόσμου.
Αν αυτό πρόκειται να εφαρμοστεί, θα προκαλέσει πολλά και βαριά προβλήματα στην ελληνική αγροτιά και κατ’ επέκταση στην ελληνική οικονομία.
Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι ο αγροτικός τομέας δεν είναι προνομιούχος, ειδικά στην Ελλάδα, παρότι στον Τύπο και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης καλλιεργούνται σχετικά αφηγήματα για δεκαετίες.
Ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ο κόσμος της υπαίθρου υποστηρίζεται, διότι εξασφαλίζει επισιτιστική επάρκεια στις χώρες.
Υποστηρίζεται, γιατί συντηρεί το φυσικό περιβάλλον στην ύπαιθρο. Υποστηρίζεται ως θεματοφύλακας παμπάλαιας καλλιεργητικής γνώσης και εμπειρίας.
Μπορεί να ειπωθεί ότι η επίπτωση από τα νέα φορολογικά μέτρα στην αγροτική παραγωγή, μιας και αυτή είναι σχετικά περιορισμένη, δεν μπορεί να έχει τραγικά αποτελέσματα στο ΑΕΠ της χώρας.
Είναι όμως δυνατόν να αποδεχτούμε ακόμη και αυτή την περιορισμένη μείωση του ΑΕΠ, όταν η πτώση του αθροιστικά τα τελευταία 8 χρόνια προσεγγίζει το 30%; Πολύ δύσκολο.
Επίσης θα πρέπει να αποτιμηθεί η επίπτωση από τη μείωση της παραγωγής των βιομηχανιών που σχετίζονται με τον πρωτογενή τομέα, την επίδραση του περιορισμού της ζήτησης των αγροτών, το χαμένο μελλοντικό προϊόν από τη χαμηλή κεφαλαιακή σώρευση.
Φορολόγηση των αγροτών λοιπόν, ώστε να συγκεντρωθούν ποσά ίσα με 2 δισ. ευρώ (το 20% περίπου του αγροτικού εισοδήματος της χώρας) από έναν κλάδο που συνεισφέρει τα τελευταία έτη περίπου 10 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ και μάλιστα με φθίνουσα τάση, σημαίνει πλήρη άγνοια των κινδύνων που ελλοχεύουν για ένα τόσο πολυσύνθετο οικονομικό και κοινωνικό οικοσύστημα, όπως η ελληνική γεωργία. Σημαίνει ασφυξία.
Η ασφυξία αυτή επιβάλλεται σε έναν αγροτικό τομέα που χρόνια τώρα έχει μείνει χωρίς κατεύθυνση και προσανατολισμό εκ μέρους του κράτους, έχει χάσει σημαντικές αγορές -π.χ. εμπάργκο στη Ρωσική Ομοσπονδία- και αντιμετωπίζει προβλήματα αυξημένου κόστους πρώτων υλών που εισάγονται.
Οι κεφαλαιακοί έλεγχοι πλήγωσαν ακόμη περισσότερο τον τομέα, που σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από εισαγωγές, για να ολοκληρώσει την παραγωγή του.
Φάρμακα, λιπάσματα, είδη συσκευασίας, καύσιμα και λιπαντικά, ανταλλακτικά, σπόροι και άλλο πολλαπλασιαστικό υλικό, ζώα αναπαραγωγής εισάγονται στη χώρα.
Επιπλέον, το πλήγμα επιβάλλεται σε συνθήκες μείωσης της εσωτερικής ζήτησης, αλλά και της ζήτησης των γειτονικών και λοιπών ευρωπαϊκών χωρών.
Δεν πρέπει να υποτιμηθεί η έλλειψη αγροτικής πίστης, μετά την πώληση της ΑΤΕ και τα απαγορευτικά υψηλά επιτόκια.
Σε αυτές τις συνθήκες:
● Η αύξηση του φορολογικού συντελεστή, η προκαταβολή φόρου και η φορολόγηση επιδοτήσεων θα μειώσει κάθετα και δραστικά το διαθέσιμο εισόδημα της αγροτικής εκμετάλλευσης, χωρίς καν το σύστημα να δέχεται το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η ελληνική γεωργία δεν μπορεί να εξασφαλίσει ούτε καν την αμοιβή της απασχολούμενης οικογενειακής και προσωπικής εργασίας, επιβιώνει -δε- σε βάρος του εγκατεστημένου εγγείου κεφαλαίου και του ίδιου του φυσικού περιβάλλοντος.
Θα υπάρξει ένα σαφώς συρρικνωμένο κυκλοφορούν κεφάλαιο για τη νέα καλλιεργητική περίοδο. Κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε αποφάσεις για μειωμένη χρήση λιπασμάτων, εγγειοβελτιώσεων, μικρότερο αριθμό εργατοωρών, ακόμη και σε πρόσληψη λιγότερο αξιόπιστων και έμπειρων αγροτοεργατών, με φυσικό αποτέλεσμα τη μείωση της αγροτικής παραγωγής αρχικά. Παράλληλα η σχεδόν βέβαιη αύξηση της μαύρης εργασίας θα μειώσει περαιτέρω τα κρατικά έσοδα και τις ασφαλιστικές εισφορές.
● Οι μεγαλύτερες και επιχειρηματικής μορφής μονάδες πιθανόν θα μειώσουν την παραγωγή τους, πολλές όμως μονάδες θα αναγκαστούν να διακόψουν τη λειτουργία τους. Παρόμοια θα ενεργήσει η αποδυνάμωση στον τουριστικό τομέα που εμπλουτίζεται και εμβαθύνεται από ένα πλούσιο και ποικίλο αγροτικό προϊόν και από μια πολιτιστικά χαρακτηριστική κοινωνία της υπαίθρου.
● Αναμένεται να ενισχυθεί η διακίνηση παράνομα εισαγόμενων ανεξέλεγκτων πρώτων υλών και προϊόντων από γειτονικές χώρες με εξειδίκευση στο λαθρεμπόριο και την παραγωγή παράνομων ουσιών. Ομοια θα οδηγήσει στην υποτιμολόγηση ή απόκρυψη συναλλαγών και την ενίσχυση της παραοικονομίας. Παρόμοια δρα και η κατάργηση της επιστροφής του φόρου πετρελαίου.
● Ειδική περίπτωση αποτελεί η αύξηση ασφαλιστικών εισφορών που θα οδηγήσει σε αποφυγή δήλωσης των καλλιεργειών και συνεπακόλουθη μείωση των εσόδων του συστήματος ασφάλισης της παραγωγής και ταυτόχρονη ανεπιθύμητη ενίσχυση της αδήλωτης παραγωγής και της γκρίζας οικονομίας.
Η εμπειρία από τη βίαιη αποδιοργάνωση του αγροτικού τομέα της Ανατολικής Ευρώπης τη δεκαετία του ’90 είναι άκρως ανησυχητική.
Τότε υπονομεύτηκε και τελικά καταστράφηκε η επισιτιστική επάρκεια των χωρών αυτών και καταστράφηκαν οι κρισιμότεροι αγροδιατροφικοί τομείς τους σε όφελος των αθρόων εισαγωγών από τη Δύση, καθεστώς που ακόμη συνεχίζεται.
Στις παραγωγικότερες περιοχές η παραγωγή συνεχίστηκε από πολυεθνικές που εξασφάλισαν εφόδια και μηχανήματα. Οι νέες γενιές μετανάστευσαν και οι παλαιότερες περιορίζονται σε ιδιοπαραγωγή και τοπική ανταλλαγή προϊόντων και υπηρεσιών.
Από την πενταετή εμπειρία της υλοποίησης των συμφωνιών μεταξύ ελληνικών κυβερνήσεων και δανειστών, είναι εξαιρετικά πιθανό να μην αποδώσουν αυτά τα μέτρα, λόγω του γνωστού ρητού «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος».
Η επερχόμενη αποδυνάμωση της ελληνικής γεωργίας θα θέσει σε κίνδυνο το υπάρχον ιδιοκτησιακό καθεστώς της αγροτικής γης.
Σε αυτήν την περίοδο αβεβαιότητας σχετικά με το μέλλον των ελληνικών τραπεζών που διατηρούν υποθήκες σε μεγάλο ποσοστό της αγροτικής γης, η γη αυτή θα αποτελέσει εύκολο στόχο, άλλοτε σαν γη υψηλής παραγωγικότητας, άλλοτε σαν φιλέτο για αστική ανάπτυξη και άλλοτε σαν περιοχή τουριστικά αξιοποιήσιμη.
Ο ρυθμός εγκατάλειψης της γης θα ενταθεί.
Οι παραπάνω επισημάνσεις δεν έχουν σκοπό να απαλλάξουν τον τομέα της υπαίθρου από τη συνεισφορά του στη δημοσιονομική εξυγίανση ούτε να διατηρήσουν τις παθογένειές του.
Αντίθετα, γίνονται για να επισημάνουν το παράλογο των μέτρων που επιβάλλονται σε μια μικρή και αδύναμη χώρα από τους εταίρους της.
Το ότι αυτά συμβαίνουν σε παγκόσμιες συνθήκες αύξησης της ζήτησης για αγροτικά προϊόντα διατροφής και βιομηχανικά, αύξησης των τιμών της καλλιεργήσιμης γης σε αναπτυγμένες χώρες, καθώς και σε καθεστώς ελάχιστων επιτοκίων διεθνώς, επιτείνει τον ήδη έντονο προβληματισμό -αν όχι βεβαιότητα- για τους σκοπούς και στόχους των εταίρων μας.
Διά στόματος του πρωθυπουργού, στην πρόσφατη επίσκεψή του στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, διακηρύχθηκε η πρόθεση της κυβέρνησης να διαπραγματευτεί σκληρά για την ελάφρυνση των παραπάνω αγροτοκτόνων μέτρων.
Η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να επιτύχει σε αυτήν τη διαπραγμάτευση, γιατί η επιβίωση της ελληνικής γεωργίας είναι κρίσιμη για την όλη ελληνική οικονομία και κοινωνία.
*Από την Ατυπη Ομάδα Προβληματισμού για τα Αγροτικά Θέματα
● Βένια Καρολίδου, οικονομολόγος (μέλος του Τμήματος Αγροτικής Ανάπτυξης του ΣΥΡΙΖΑ)
● Εφη Κωτσάκη, οικονομολόγος
● Πάνος Παπαϊωάννου, οικονομολόγος αγροτικού τομέα
● Κώστας Στεφανάκης, γεωπόνος
πηγή:efsyn.gr
Η εμπειρία από τη βίαιη αποδιοργάνωση του αγροτικού τομέα της Ανατολικής Ευρώπης τη δεκαετία του ’90 είναι άκρως ανησυχητική.
Τότε υπονομεύτηκε και τελικά καταστράφηκε η επισιτιστική επάρκεια των χωρών αυτών και καταστράφηκαν οι κρισιμότεροι αγροδιατροφικοί τομείς τους σε όφελος των αθρόων εισαγωγών από τη Δύση, καθεστώς που ακόμη συνεχίζεται.
Στις παραγωγικότερες περιοχές, η παραγωγή συνεχίστηκε από πολυεθνικές που εξασφάλισαν εφόδια και μηχανήματα
Το νέο στοιχείο του επερχόμενου Μνημονίου είναι αδιαμφισβήτητα η φορολόγηση του αγροτικού κόσμου.
Αν αυτό πρόκειται να εφαρμοστεί, θα προκαλέσει πολλά και βαριά προβλήματα στην ελληνική αγροτιά και κατ’ επέκταση στην ελληνική οικονομία.
Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι ο αγροτικός τομέας δεν είναι προνομιούχος, ειδικά στην Ελλάδα, παρότι στον Τύπο και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης καλλιεργούνται σχετικά αφηγήματα για δεκαετίες.
Ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ο κόσμος της υπαίθρου υποστηρίζεται, διότι εξασφαλίζει επισιτιστική επάρκεια στις χώρες.
Υποστηρίζεται, γιατί συντηρεί το φυσικό περιβάλλον στην ύπαιθρο. Υποστηρίζεται ως θεματοφύλακας παμπάλαιας καλλιεργητικής γνώσης και εμπειρίας.
Μπορεί να ειπωθεί ότι η επίπτωση από τα νέα φορολογικά μέτρα στην αγροτική παραγωγή, μιας και αυτή είναι σχετικά περιορισμένη, δεν μπορεί να έχει τραγικά αποτελέσματα στο ΑΕΠ της χώρας.
Είναι όμως δυνατόν να αποδεχτούμε ακόμη και αυτή την περιορισμένη μείωση του ΑΕΠ, όταν η πτώση του αθροιστικά τα τελευταία 8 χρόνια προσεγγίζει το 30%; Πολύ δύσκολο.
Επίσης θα πρέπει να αποτιμηθεί η επίπτωση από τη μείωση της παραγωγής των βιομηχανιών που σχετίζονται με τον πρωτογενή τομέα, την επίδραση του περιορισμού της ζήτησης των αγροτών, το χαμένο μελλοντικό προϊόν από τη χαμηλή κεφαλαιακή σώρευση.
Φορολόγηση των αγροτών λοιπόν, ώστε να συγκεντρωθούν ποσά ίσα με 2 δισ. ευρώ (το 20% περίπου του αγροτικού εισοδήματος της χώρας) από έναν κλάδο που συνεισφέρει τα τελευταία έτη περίπου 10 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ και μάλιστα με φθίνουσα τάση, σημαίνει πλήρη άγνοια των κινδύνων που ελλοχεύουν για ένα τόσο πολυσύνθετο οικονομικό και κοινωνικό οικοσύστημα, όπως η ελληνική γεωργία. Σημαίνει ασφυξία.
Η ασφυξία αυτή επιβάλλεται σε έναν αγροτικό τομέα που χρόνια τώρα έχει μείνει χωρίς κατεύθυνση και προσανατολισμό εκ μέρους του κράτους, έχει χάσει σημαντικές αγορές -π.χ. εμπάργκο στη Ρωσική Ομοσπονδία- και αντιμετωπίζει προβλήματα αυξημένου κόστους πρώτων υλών που εισάγονται.
Οι κεφαλαιακοί έλεγχοι πλήγωσαν ακόμη περισσότερο τον τομέα, που σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από εισαγωγές, για να ολοκληρώσει την παραγωγή του.
Φάρμακα, λιπάσματα, είδη συσκευασίας, καύσιμα και λιπαντικά, ανταλλακτικά, σπόροι και άλλο πολλαπλασιαστικό υλικό, ζώα αναπαραγωγής εισάγονται στη χώρα.
Επιπλέον, το πλήγμα επιβάλλεται σε συνθήκες μείωσης της εσωτερικής ζήτησης, αλλά και της ζήτησης των γειτονικών και λοιπών ευρωπαϊκών χωρών.
Δεν πρέπει να υποτιμηθεί η έλλειψη αγροτικής πίστης, μετά την πώληση της ΑΤΕ και τα απαγορευτικά υψηλά επιτόκια.
Σε αυτές τις συνθήκες:
● Η αύξηση του φορολογικού συντελεστή, η προκαταβολή φόρου και η φορολόγηση επιδοτήσεων θα μειώσει κάθετα και δραστικά το διαθέσιμο εισόδημα της αγροτικής εκμετάλλευσης, χωρίς καν το σύστημα να δέχεται το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η ελληνική γεωργία δεν μπορεί να εξασφαλίσει ούτε καν την αμοιβή της απασχολούμενης οικογενειακής και προσωπικής εργασίας, επιβιώνει -δε- σε βάρος του εγκατεστημένου εγγείου κεφαλαίου και του ίδιου του φυσικού περιβάλλοντος.
Θα υπάρξει ένα σαφώς συρρικνωμένο κυκλοφορούν κεφάλαιο για τη νέα καλλιεργητική περίοδο. Κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε αποφάσεις για μειωμένη χρήση λιπασμάτων, εγγειοβελτιώσεων, μικρότερο αριθμό εργατοωρών, ακόμη και σε πρόσληψη λιγότερο αξιόπιστων και έμπειρων αγροτοεργατών, με φυσικό αποτέλεσμα τη μείωση της αγροτικής παραγωγής αρχικά. Παράλληλα η σχεδόν βέβαιη αύξηση της μαύρης εργασίας θα μειώσει περαιτέρω τα κρατικά έσοδα και τις ασφαλιστικές εισφορές.
● Οι μεγαλύτερες και επιχειρηματικής μορφής μονάδες πιθανόν θα μειώσουν την παραγωγή τους, πολλές όμως μονάδες θα αναγκαστούν να διακόψουν τη λειτουργία τους. Παρόμοια θα ενεργήσει η αποδυνάμωση στον τουριστικό τομέα που εμπλουτίζεται και εμβαθύνεται από ένα πλούσιο και ποικίλο αγροτικό προϊόν και από μια πολιτιστικά χαρακτηριστική κοινωνία της υπαίθρου.
● Αναμένεται να ενισχυθεί η διακίνηση παράνομα εισαγόμενων ανεξέλεγκτων πρώτων υλών και προϊόντων από γειτονικές χώρες με εξειδίκευση στο λαθρεμπόριο και την παραγωγή παράνομων ουσιών. Ομοια θα οδηγήσει στην υποτιμολόγηση ή απόκρυψη συναλλαγών και την ενίσχυση της παραοικονομίας. Παρόμοια δρα και η κατάργηση της επιστροφής του φόρου πετρελαίου.
● Ειδική περίπτωση αποτελεί η αύξηση ασφαλιστικών εισφορών που θα οδηγήσει σε αποφυγή δήλωσης των καλλιεργειών και συνεπακόλουθη μείωση των εσόδων του συστήματος ασφάλισης της παραγωγής και ταυτόχρονη ανεπιθύμητη ενίσχυση της αδήλωτης παραγωγής και της γκρίζας οικονομίας.
Η εμπειρία από τη βίαιη αποδιοργάνωση του αγροτικού τομέα της Ανατολικής Ευρώπης τη δεκαετία του ’90 είναι άκρως ανησυχητική.
Τότε υπονομεύτηκε και τελικά καταστράφηκε η επισιτιστική επάρκεια των χωρών αυτών και καταστράφηκαν οι κρισιμότεροι αγροδιατροφικοί τομείς τους σε όφελος των αθρόων εισαγωγών από τη Δύση, καθεστώς που ακόμη συνεχίζεται.
Στις παραγωγικότερες περιοχές η παραγωγή συνεχίστηκε από πολυεθνικές που εξασφάλισαν εφόδια και μηχανήματα. Οι νέες γενιές μετανάστευσαν και οι παλαιότερες περιορίζονται σε ιδιοπαραγωγή και τοπική ανταλλαγή προϊόντων και υπηρεσιών.
Από την πενταετή εμπειρία της υλοποίησης των συμφωνιών μεταξύ ελληνικών κυβερνήσεων και δανειστών, είναι εξαιρετικά πιθανό να μην αποδώσουν αυτά τα μέτρα, λόγω του γνωστού ρητού «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος».
Η επερχόμενη αποδυνάμωση της ελληνικής γεωργίας θα θέσει σε κίνδυνο το υπάρχον ιδιοκτησιακό καθεστώς της αγροτικής γης.
Σε αυτήν την περίοδο αβεβαιότητας σχετικά με το μέλλον των ελληνικών τραπεζών που διατηρούν υποθήκες σε μεγάλο ποσοστό της αγροτικής γης, η γη αυτή θα αποτελέσει εύκολο στόχο, άλλοτε σαν γη υψηλής παραγωγικότητας, άλλοτε σαν φιλέτο για αστική ανάπτυξη και άλλοτε σαν περιοχή τουριστικά αξιοποιήσιμη.
Ο ρυθμός εγκατάλειψης της γης θα ενταθεί.
Οι παραπάνω επισημάνσεις δεν έχουν σκοπό να απαλλάξουν τον τομέα της υπαίθρου από τη συνεισφορά του στη δημοσιονομική εξυγίανση ούτε να διατηρήσουν τις παθογένειές του.
Αντίθετα, γίνονται για να επισημάνουν το παράλογο των μέτρων που επιβάλλονται σε μια μικρή και αδύναμη χώρα από τους εταίρους της.
Το ότι αυτά συμβαίνουν σε παγκόσμιες συνθήκες αύξησης της ζήτησης για αγροτικά προϊόντα διατροφής και βιομηχανικά, αύξησης των τιμών της καλλιεργήσιμης γης σε αναπτυγμένες χώρες, καθώς και σε καθεστώς ελάχιστων επιτοκίων διεθνώς, επιτείνει τον ήδη έντονο προβληματισμό -αν όχι βεβαιότητα- για τους σκοπούς και στόχους των εταίρων μας.
Διά στόματος του πρωθυπουργού, στην πρόσφατη επίσκεψή του στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, διακηρύχθηκε η πρόθεση της κυβέρνησης να διαπραγματευτεί σκληρά για την ελάφρυνση των παραπάνω αγροτοκτόνων μέτρων.
Η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να επιτύχει σε αυτήν τη διαπραγμάτευση, γιατί η επιβίωση της ελληνικής γεωργίας είναι κρίσιμη για την όλη ελληνική οικονομία και κοινωνία.
*Από την Ατυπη Ομάδα Προβληματισμού για τα Αγροτικά Θέματα
● Βένια Καρολίδου, οικονομολόγος (μέλος του Τμήματος Αγροτικής Ανάπτυξης του ΣΥΡΙΖΑ)
● Εφη Κωτσάκη, οικονομολόγος
● Πάνος Παπαϊωάννου, οικονομολόγος αγροτικού τομέα
● Κώστας Στεφανάκης, γεωπόνος
πηγή:efsyn.gr