Η ΕΕ αλλάζει, γίνεται πιο κτηνώδης
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΕΛΑΣΤΙΚ*
Εκστασιασμένος είναι ο Γερμανός δημοσιογράφος της εβδομαδιαίας εφημερίδας της σοσιαλδημοκρατικής διανόησης, Ντι Τσάιτ, Ματίας Κρούπα, στο ολοσέλιδο άρθρο που γράφει εναντίον της Ελλάδας. «Η σκληρότητα και η αποφασιστικότητα που μαθαίνει τώρα η ΕΕ συνιστούν πρόοδο για την κοινότητα, η οποία συχνά πάσχει από την έλλειψη αυτών των αρετών», γράφει ενθουσιασμένος. «Ποτέ μέχρι τώρα μια σύγκρουση στο εσωτερικό της ΕΕ δεν είχε διεξαχθεί τόσο σκληρά όσο αυτή», τονίζει συνεπαρμένος. «Ποτέ ως τώρα δεν είχε φανεί η πιθανότητα σχίσματος στην ΕΕ, όπως τις προηγούμενες μέρες. Αυτό καταστρέφει πολλά. Φίλοι και εχθροί φαντάζονται για μια ακόμη φορά στο δρόμο προς το γκρεμό» προσθέτει.
Έξω φρενών είχαν γίνει οι Γερμανοί και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι δανειστές με την απόφαση του Έλληνα πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα να προκηρύξει δημοψήφισμα για τις προτάσεις των δανειστών, με την κυβέρνησή του να προτείνει την απόρριψή τους. Δεν είναι ότι οι Γερμανοί και οι άλλοι θα θεωρούσαν εμπόδιο στην υλοποίηση της γραμμής τους την επικράτηση του «Όχι» στο ελληνικό δημοψήφισμα με το συντριπτικό ποσοστό του 61,3%. Το κατάτμησαν αδίστακτα, όπως είδαμε ήδη.
Η καγκελαρία όμως γνωρίζει ότι σε πολιτικό επίπεδο τέτοιες κινήσεις έχουν βαρύτατο πολιτικό κόστος, καθώς αυξάνουν κατακόρυφα τον αντιγερμανισμό. Όπως γράφει ο αρθρογράφος της Ντι Τσάιτ, οι Γερμανοί θεώρησαν …«προδοσία» (!) τη στάση του Τσίπρα. Τονίζει σχετικά: «Στα μάτια της Μέρκελ, του Γιούνκερ και της κομπανίας (σ.σ. η απόφαση του Έλληνα πρωθυπουργού για τη διοργάνωση δημοψηφίσματος) αυτό ήταν μια προσπάθεια εκβιασμού. Θεώρησαν την πράξη του Τσίπρα ωςπροδοσία. Ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν παραβίασε μόνο τους άγραφους κανόνες της ευρωπαϊκής διαδικασίας εξεύρεσης συμβιβασμού. Πολλοί από τους συμμετέχοντες αισθάνονται επίσης και προσωπικά απογοητευμένοι. Είναι η στιγμή που η ΕΕ μεταλλάσσεται καθώς βρίσκεται σε σύγκρουση».
Εννοείται, κατά τον Γερμανό σοσιαλδημοκράτη δημοσιογράφο, ότι για όλα αυτά δεν φταίει καθόλου ηγερμανική πολιτική. Αποκλειστικά και μόνο υπεύθυνος είναι ο «προδότης» Αλέξης Τσίπρας! «Η ελληνική κυβέρνηση υποχρέωσε την ΕΕ σε μια μέχρι τώρα άγνωστη σκληρότητα, η οποία πέφτει δύσκολη στην καλόβολα μετριοπαθή κοινότητα», υπογραμμίζει ο αρθρογράφος και συνεχίζει συνεπαρμένος από τον γερμανικό θρίαμβο: «Την ευθύνη γι’ αυτό τη φέρει ο ίδιος ο Τσίπρας. Οι διαστάσεις της ήττας ανταποκρίνονται στο μέγεθος της αντιπαράθεσης που επεζήτησε». Όχι, γράφει, η εξήγηση της στάσης των Ευρωπαίων ηγετών δεν είναι η αναζήτηση εκδίκησης, την οποία ο Πολ Κρούγκμαν απέδωσε στην καγκελάριο Μέρκελ, αλλά η αποτροπή του κινδύνου μετάδοσης της …ΣΥΡΙΖίτιδας στην υπόλοιπη ευρωζώνη: «Κάθε σπιθαμή υποχώρησης στον εξτρεμιστή αριστερό Τσίπρα, θα μπορούσε να ενθαρρύνει άλλους εξτρεμιστές σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες να τον μιμηθούν» επισημαίνει ο αρθρογράφος. Εφιστώντας την προσοχή και αναλύοντας τη στάση των ηγετών της Γερμανίας και της υπόλοιπης Ευρωζώνης. «Αν και κανένας δεν το φωνάζει ανοιχτά, η ήττα του Τσίπρα έπρεπε να αποβεί τόσο καθαρή ώστε να αποτρέπει τρομοκρατώντας δυνητικούς μιμητές του. Σοκ και δέος, μόνο χωρίς όπλα» υπογραμμίζεται στο άρθρο της γερμανικής εφημερίδας. «Ακόμη και πολλοί που δεν συμπαθούν την ελληνική κυβέρνηση, βρήκαν το έγγραφο (σ.σ. του Σόιμπλε αναφορικά με προσωρινή αποβολή της Ελλάδας από την Ευρωζώνη) ως ταπείνωση», ομολογεί ο αρθρογράφος.
«Τα πράγματα είναι πιο μπερδεμένα για τη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ» γράφει και συνεχίζει, αναφερόμενος στο γεγονός ότι οφείλει να κρύβει τη γερμανική δύναμη όσο ισχυρότερα ασκεί τον ηγετικό της ρόλο:
«Σε αυτή την περίπτωση δεν της πέτυχε». Αγανάκτησε ακόμη και ο πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας Μισέλ Ροκάρ, ο οποίος σε άρθρο που έγραψε στη γαλλική εφημερίδα Λε Μοντ αναφέρει μεταξύ άλλων: «Αφού τα δύο πρώτα προγράμματα βοήθειας προκάλεσαν μείωση της οικονομικής δραστηριότητας κατά 25% του ΑΕΠ και εκτόξευση της ανεργίας και της φτώχειας, χωρίς παράλληλα να μειωθεί το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, ποιος μπορεί να πιστέψει ότι αυτό το τρίτο πρόγραμμα θα οδηγήσει την Ελλάδα σε έξοδο από την κρίση;». Ως Γάλλος σοσιαλιστής, ο Ροκάρ δεν μπορεί να μην παίξει και μια υποκριτική παράσταση συμπόνιας στον ελληνικό λαό, αφού μάλιστα δεν συμμετέχει στη σοσιαλιστική κυβέρνηση του Φρανσουά Ολάντ.
«Πώς μπορείς να κλείσεις τα μάτια στον πόνο των Ελλήνων που είδαν τις συντάξεις τους, με τις οποίες βοηθούσαν παιδιά και εγγόνια, να μειώνονται κατά 30% και 40%; Πώς να επικροτήσεις μια συμφωνία λογιστών, όταν βλέπεις ότι χιλιάδες Έλληνες δεν έχουν πρόσβαση σε βασικά αγαθά;» αναρωτιέται.
Πού καταλήγει όμως ο Ροκάρ; «Από την άλλη πλευρά όμως πώς να μην κατανοήσεις και τους Γερμανούς που δεν επιθυμούν να πληρώνουν;… Είμαστε όλοι Έλληνες και Γερμανοί! Θέλουμε να είμαστε αλληλέγγυοι, αλλά δεν θέλουμε να πληρώνουμε! Πώς μπορούμε να απαλλαγούμε από αυτή τη σχιζοφρένεια;» γράφει ο πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας Μισέλ Ροκάρ.
Αξίζει να κλείσουμε κι εμείς όπως κλείνει το άρθρο της Ντι Τσάιτ: «Στην αντιπαράθεση με την Ελλάδα, η ΕΕ έμαθε μια νέα αποφασιστικότητα η οποία της έλειπε μέχρι τώρα. Από την αποφασιστικότητα όμως ως την υπεροψία πολλές φορές η απόσταση είναι μόνο ένα βήμα»!
*Δημοσιεύθηκε στο ΠΡΙΝ
Εκστασιασμένος είναι ο Γερμανός δημοσιογράφος της εβδομαδιαίας εφημερίδας της σοσιαλδημοκρατικής διανόησης, Ντι Τσάιτ, Ματίας Κρούπα, στο ολοσέλιδο άρθρο που γράφει εναντίον της Ελλάδας. «Η σκληρότητα και η αποφασιστικότητα που μαθαίνει τώρα η ΕΕ συνιστούν πρόοδο για την κοινότητα, η οποία συχνά πάσχει από την έλλειψη αυτών των αρετών», γράφει ενθουσιασμένος. «Ποτέ μέχρι τώρα μια σύγκρουση στο εσωτερικό της ΕΕ δεν είχε διεξαχθεί τόσο σκληρά όσο αυτή», τονίζει συνεπαρμένος. «Ποτέ ως τώρα δεν είχε φανεί η πιθανότητα σχίσματος στην ΕΕ, όπως τις προηγούμενες μέρες. Αυτό καταστρέφει πολλά. Φίλοι και εχθροί φαντάζονται για μια ακόμη φορά στο δρόμο προς το γκρεμό» προσθέτει.
Έξω φρενών είχαν γίνει οι Γερμανοί και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι δανειστές με την απόφαση του Έλληνα πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα να προκηρύξει δημοψήφισμα για τις προτάσεις των δανειστών, με την κυβέρνησή του να προτείνει την απόρριψή τους. Δεν είναι ότι οι Γερμανοί και οι άλλοι θα θεωρούσαν εμπόδιο στην υλοποίηση της γραμμής τους την επικράτηση του «Όχι» στο ελληνικό δημοψήφισμα με το συντριπτικό ποσοστό του 61,3%. Το κατάτμησαν αδίστακτα, όπως είδαμε ήδη.
Η καγκελαρία όμως γνωρίζει ότι σε πολιτικό επίπεδο τέτοιες κινήσεις έχουν βαρύτατο πολιτικό κόστος, καθώς αυξάνουν κατακόρυφα τον αντιγερμανισμό. Όπως γράφει ο αρθρογράφος της Ντι Τσάιτ, οι Γερμανοί θεώρησαν …«προδοσία» (!) τη στάση του Τσίπρα. Τονίζει σχετικά: «Στα μάτια της Μέρκελ, του Γιούνκερ και της κομπανίας (σ.σ. η απόφαση του Έλληνα πρωθυπουργού για τη διοργάνωση δημοψηφίσματος) αυτό ήταν μια προσπάθεια εκβιασμού. Θεώρησαν την πράξη του Τσίπρα ωςπροδοσία. Ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν παραβίασε μόνο τους άγραφους κανόνες της ευρωπαϊκής διαδικασίας εξεύρεσης συμβιβασμού. Πολλοί από τους συμμετέχοντες αισθάνονται επίσης και προσωπικά απογοητευμένοι. Είναι η στιγμή που η ΕΕ μεταλλάσσεται καθώς βρίσκεται σε σύγκρουση».
Εννοείται, κατά τον Γερμανό σοσιαλδημοκράτη δημοσιογράφο, ότι για όλα αυτά δεν φταίει καθόλου ηγερμανική πολιτική. Αποκλειστικά και μόνο υπεύθυνος είναι ο «προδότης» Αλέξης Τσίπρας! «Η ελληνική κυβέρνηση υποχρέωσε την ΕΕ σε μια μέχρι τώρα άγνωστη σκληρότητα, η οποία πέφτει δύσκολη στην καλόβολα μετριοπαθή κοινότητα», υπογραμμίζει ο αρθρογράφος και συνεχίζει συνεπαρμένος από τον γερμανικό θρίαμβο: «Την ευθύνη γι’ αυτό τη φέρει ο ίδιος ο Τσίπρας. Οι διαστάσεις της ήττας ανταποκρίνονται στο μέγεθος της αντιπαράθεσης που επεζήτησε». Όχι, γράφει, η εξήγηση της στάσης των Ευρωπαίων ηγετών δεν είναι η αναζήτηση εκδίκησης, την οποία ο Πολ Κρούγκμαν απέδωσε στην καγκελάριο Μέρκελ, αλλά η αποτροπή του κινδύνου μετάδοσης της …ΣΥΡΙΖίτιδας στην υπόλοιπη ευρωζώνη: «Κάθε σπιθαμή υποχώρησης στον εξτρεμιστή αριστερό Τσίπρα, θα μπορούσε να ενθαρρύνει άλλους εξτρεμιστές σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες να τον μιμηθούν» επισημαίνει ο αρθρογράφος. Εφιστώντας την προσοχή και αναλύοντας τη στάση των ηγετών της Γερμανίας και της υπόλοιπης Ευρωζώνης. «Αν και κανένας δεν το φωνάζει ανοιχτά, η ήττα του Τσίπρα έπρεπε να αποβεί τόσο καθαρή ώστε να αποτρέπει τρομοκρατώντας δυνητικούς μιμητές του. Σοκ και δέος, μόνο χωρίς όπλα» υπογραμμίζεται στο άρθρο της γερμανικής εφημερίδας. «Ακόμη και πολλοί που δεν συμπαθούν την ελληνική κυβέρνηση, βρήκαν το έγγραφο (σ.σ. του Σόιμπλε αναφορικά με προσωρινή αποβολή της Ελλάδας από την Ευρωζώνη) ως ταπείνωση», ομολογεί ο αρθρογράφος.
«Τα πράγματα είναι πιο μπερδεμένα για τη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ» γράφει και συνεχίζει, αναφερόμενος στο γεγονός ότι οφείλει να κρύβει τη γερμανική δύναμη όσο ισχυρότερα ασκεί τον ηγετικό της ρόλο:
«Σε αυτή την περίπτωση δεν της πέτυχε». Αγανάκτησε ακόμη και ο πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας Μισέλ Ροκάρ, ο οποίος σε άρθρο που έγραψε στη γαλλική εφημερίδα Λε Μοντ αναφέρει μεταξύ άλλων: «Αφού τα δύο πρώτα προγράμματα βοήθειας προκάλεσαν μείωση της οικονομικής δραστηριότητας κατά 25% του ΑΕΠ και εκτόξευση της ανεργίας και της φτώχειας, χωρίς παράλληλα να μειωθεί το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, ποιος μπορεί να πιστέψει ότι αυτό το τρίτο πρόγραμμα θα οδηγήσει την Ελλάδα σε έξοδο από την κρίση;». Ως Γάλλος σοσιαλιστής, ο Ροκάρ δεν μπορεί να μην παίξει και μια υποκριτική παράσταση συμπόνιας στον ελληνικό λαό, αφού μάλιστα δεν συμμετέχει στη σοσιαλιστική κυβέρνηση του Φρανσουά Ολάντ.
«Πώς μπορείς να κλείσεις τα μάτια στον πόνο των Ελλήνων που είδαν τις συντάξεις τους, με τις οποίες βοηθούσαν παιδιά και εγγόνια, να μειώνονται κατά 30% και 40%; Πώς να επικροτήσεις μια συμφωνία λογιστών, όταν βλέπεις ότι χιλιάδες Έλληνες δεν έχουν πρόσβαση σε βασικά αγαθά;» αναρωτιέται.
Πού καταλήγει όμως ο Ροκάρ; «Από την άλλη πλευρά όμως πώς να μην κατανοήσεις και τους Γερμανούς που δεν επιθυμούν να πληρώνουν;… Είμαστε όλοι Έλληνες και Γερμανοί! Θέλουμε να είμαστε αλληλέγγυοι, αλλά δεν θέλουμε να πληρώνουμε! Πώς μπορούμε να απαλλαγούμε από αυτή τη σχιζοφρένεια;» γράφει ο πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας Μισέλ Ροκάρ.
Αξίζει να κλείσουμε κι εμείς όπως κλείνει το άρθρο της Ντι Τσάιτ: «Στην αντιπαράθεση με την Ελλάδα, η ΕΕ έμαθε μια νέα αποφασιστικότητα η οποία της έλειπε μέχρι τώρα. Από την αποφασιστικότητα όμως ως την υπεροψία πολλές φορές η απόσταση είναι μόνο ένα βήμα»!
*Δημοσιεύθηκε στο ΠΡΙΝ