Η ΑΡΑΣ - ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΤΑΡΣΥΑ ΣΤΗΡΙΖΕΙ ΛΑΪΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
KAΛΟΥΝ ΣΕ ΣΥΜΠΟΡΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΥΠΟΛΟΙΠΕΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΑΝΤΑΡΣΥΑ
ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ Κ.Σ.Ο. ΤΗΣ ΑΡΑΣ1. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και η βίαιη προσαρμογή της κυβέρνησης και της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ με την ψήφιση και υπογραφή τρίτου, επαχθέστερου μνημονίου ανοίγουν ένα νέο κύκλο πολιτικών εξελίξεων και δυνατοτήτων. Το επόμενο χρονικό διάστημα υπάρχουν περιθώρια να ανοίξει ένας νέος κύκλος ριζοσπαστικοποίησης των μαζών, κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης και διαμόρφωσης όρων για τη μαζική έκφραση μίας εναλλακτικής ριζοσπαστικής στρατηγικής, όπως περιγράφεται στο μεταβατικό πρόγραμμα εργατικής διεξόδου από την κρίση. Από την άλλη όμως πλευρά, εάν δε διαμορφωθεί έγκαιρα και με τους κατάλληλους τρόπους ένα μετωπικό πολιτικό εγχείρημα στη βάση του μεταβατικού προγράμματος, υπάρχει ο κίνδυνος της ανάλωσης και της αντιστροφής της πολιτικής δυναμικής που δημιούργησε το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα και της μεσοπρόθεσμης σχετικής σταθεροποίησης του πολιτικού σκηνικού.
2. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και το 61,3 % του ΟΧΙ έχει σαφέστατα ταξικό χαρακτήρα και αναδεικνύει τεράστια κοινωνική πόλωση. Η κοινωνικοταξική σύνθεση του ΟΧΙ αποτελεί δείκτη για το ποια κοινωνικά στρώματα μπορούν να αποτελέσουν τμήματα μίας σύγχρονης ταξικής κοινωνικής συμμαχίας σε μία χώρα του ανεπτυγμένου καπιταλισμού: εργατοϋπάλληλλοι, νεολαία, αγροτικά στρώματα, κατώτερα στρώματα της νέας μικροαστικής τάξης. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και οι μεγάλες διαδηλώσεις ιδιαίτερα της Παρασκευής 3 Ιουλίου αποτελούν μία μορφή εισόδου του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο, με άδηλη ακόμα εξέλιξη, η οποία σε μεγάλο βαθμό θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα έκφρασης του πολιτικού ρεύματος του ΟΧΙ σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, αλλά και την γείωση του σε επιμέρους κοινωνικά πεδία της ταξικής πάλης, κυρίως στους χώρους δουλειάς αλλά και σε τοπικό επίπεδο. Παρά την αντιφατικότητα των χαρακτηριστικών των πλατιών λαϊκών στρωμάτων που εκφράστηκαν από το ΟΧΙ, είναι βέβαιο πως ένα μειοψηφικό μεν, σημαντικό δε τμήμα του μπορεί να αποδεχθεί την αναγκαιότητα ρήξεων με την Ευρωζώνη και την Ε.Ε. για την απεμπλοκή από τα μνημόνια και την ασκούμενη πολιτική της τελευταίας πενταετίας.
3. Η νέα συμφωνία και το τρίτο μνημόνιο που τη συνοδεύει αναπαράγει τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα της αστικής στρατηγικής για την διέξοδο από την κρίση εις όφελος του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, δεν επιλύει το ζήτημα του χρέους, το οποίο παραμένει μη εξυπηρετήσιμο. Σε αυτό το πλαίσιο, παραμένει το ενδεχόμενο αναπαραγωγής της αστάθειας και της ρευστότητας, αλλά και της έντασης της κρίσης εκπροσώπησης, η οποία μπορεί να συμπεριλάβει και το ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον διαμορφωθεί ένα μαζικό πολιτικό μπλοκ στη βάση του μεταβατικού προγράμματος. Χωρίς όμως ένα τέτοιο πολιτικό μπλοκ, υπάρχουν κίνδυνοι μεσοπρόθεσμης σταθεροποίησης του πολιτικού σκηνικού.
4. Μέσα από την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης και την τελική συνολική μνημονιακή υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαιώνονται μία σειρά από πολιτικές εκτιμήσεις. Επιβεβαιώνεται η εκτίμηση ότι η παραμονή ή η έξοδος από την ΟΝΕ εξακολουθεί να αποτελεί την κυρίαρχη αντίθεση στην παρούσα συγκυρία, καθώς και ότι δεν υπάρχουν μερίδες της ελληνικής αστικής τάξης, οι οποίες να συγκροτούνται ως κοινωνική δύναμη, που θα υποστήριζαν μία έξοδο της Ελλάδας από την ΟΝΕ. Αντίστοιχα, ένα προγραμματικό πλαίσιο που θα θέτει με σαφήνεια μεταξύ άλλων το ζήτημα της εξόδου από την ΟΝΕ και της ρήξης με την ΕΕ και τις πολιτικές της, δεν μπορεί σε αυτή τη συγκυρία να ενταχθεί σε μία άλλη στρατηγική αστικής διαχείρισης και έχει αντικειμενικά αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα, αναδεικνύοντας την κυρίαρχη μορφή την οποία παίρνει η αντίθεση μεταξύ αστικής τάξης και των λαϊκών τάξεων για την περίοδο. Όπως επίσης ότι οι κυρίαρχες τάξεις και τα ιμπεριαλιστικά κέντρα δεν θα άφηναν κανένα περιθώριο για παραχώρηση ή συμβιβασμό. Όλο το εξάμηνο της διαπραγμάτευσης, με αποκορύφωμα το χρονικό διάστημα πριν και μετά το δημοψήφισμα και η τελική μορφή της συμφωνίας, αναδεικνύουν ότι ο παράγοντας που ενοποιούσε τα ιμπεριαλιστικά κέντρα ήταν η διαμόρφωση όρων μη αμφισβήτησης της εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους, με τη συνακόλουθη συνέχιση και διεύρυνση της περιοριστικής πολιτικής. Αυτή ήταν και η κόκκινη γραμμή για την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο των εξελίξεων που επιτάχυνε το δημοψήφισμα κέρδισαν έδαφος τμήματα των αστικών τάξεων χωρών του πυρήνα της ευρωζώνης, πρωτίστως της γερμανικής, που θα έλκονταν από μία ενδεχόμενη έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, εκτιμώντας ότι μία τέτοια εξέλιξη θα ήταν προτιμότερη από την αναπαραγωγή της αστάθειας που θα δημιουργεί η απαιτούμενη διπλή διαδικασία που πρέπει να συνδυάσει την αποπληρωμή του χρέους και την καπιταλιστική ανάπτυξη. Όπως είχαμε εκτιμήσει (Νοέμβριος 2014, Φεβρουάριος 2015, Ιούνιος 2015), το πιθανότερο ενδεχόμενο μετά την τότε ήδη διαφαινόμενη άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στο κυβερνητικό κέντρο ήταν η βίαιη προσαρμογή της ηγετικής του ομάδας σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, η διαμόρφωση ρήξεων στο εσωτερικό του, η εκκαθάριση των αριστερών τάσεων, η παραίτηση από το κυβερνητικό κέντρο και ο μετασχηματισμός του σε κεντροαριστερή κατεύθυνση. Σήμερα, αυτή η εκτίμηση επιβεβαιώνεται πλήρως.
5. Μέσα από την διαδικασία αυτή κατέρρευσε ένα σύνολο καταστατικών μύθων της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ και γενικότερα της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας α) περί ισχυρής διαπραγμάτευσης και διεργασιών ανατροπής της λιτότητας που θα βρουν ανταπόκριση στο εσωτερικό της Ευρωζώνης β) της εκτίμησης ότι υπάρχουν ακόμα και αστικές κοινωνικό πολιτικές δυνάμεις που θέλουν το τέλος της λιτότητας ειδικά στις χώρες του Νότου γ) ότι μπορούν να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης οι υποτιθέμενες αντιθέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας, στο βαθμό που οι ΗΠΑ ακολουθούν μία αντικυκλική πολιτική και θα μπορούσαν να επιδράσουν μέσα στην Ε.Ε. για την στήριξη της Ελλάδας, δ)ότι οι κυρίαρχες τάξεις στην ΟΝΕ και ειδικά αυτές που έχουν κερδίσει το μεγαλύτερο μερίδιο από το σχηματισμό της θα εκβιάζονταν από μία απειλή εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ γιατί θα συμπαρέσυρε το σύνολο της Ευρωζώνης. Τα επιχειρήματα αυτά αναδεικνύουν άγνοια, ίσως εσκεμμένη, της πραγματικής φύσης της ΟΝΕ και της Ε.Ε., της εξέλιξης της και του συσχετισμού δυνάμεων.
6. Όμως κατέρρευσαν επίσης και πλευρές της πολιτικής στρατηγικής ακόμα και της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ που σήμερα διαφοροποιείται από τον σοσιαλφιλελεύθερο μετασχηματισμό του κόμματος. Οπως α) ότι μπορούσαν να υπάρξουν δυνατότητες άσκησης έστω και κατ΄ ελάχιστον φιλολαϊκής πολιτικής – όπως αυτή που περιγραφόταν στο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης – μέσα στα πλαίσια της ευρωζώνης και της ΕΕ και ότι αυτό θα άνοιγε το δρόμο για μία βαθύτερη αλλαγή των συσχετισμών δύναμης β) ότι θα μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης οι αντιθέσεις των βασικών ιμπεριαλιστικών πόλων με χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία γ) ότι αρκούσε η άνοδος στο κυβερνητικό κέντρο και η εφαρμογή ενός μίνιμουμ προγράμματος για να δημιουργήσει ευρύτερες εξελίξεις . Μια σειρά τοποθετήσεις στο εσωτερικό ή πέριξ του ΣΥΡΙΖΑ, αναδείκνυαν το στόχο της αριστερής κυβέρνησης ως τον κεντρικό πυρήνα μίας αριστερής στρατηγικής, χωρίς να περιγράφουν τη διάταξη των δυνάμεων που μπορούν και πρέπει να συμμετέχουν σε μία αριστερή πολιτική συμμαχία, η οποία μεταξύ άλλων θα διεκδικήσει το κυβερνητικό κέντρο, και τα πολιτικά όρια για μία τέτοια συμμαχία, υποβαθμίζοντας την αναγκαιότητα για την αλλαγή των κοινωνικοπολιτικών συσχετισμών σε ευρύτερο επίπεδο και ιδιαίτερα το ρόλο του πολιτικού προγράμματος. Η στρατηγική του αριστερού κυβερνητισμού ερμηνεύει το γεγονός ότι στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ συνυπήρξαν επί μεγάλο διάστημα δύο πολιτικά μπλοκ, με τυπικά αντιτιθέμενα προγράμματα, με την κυριαρχία του φιλοευρωενωσιακού τμήματος, αλλά και τα πολιτικά λάθη που έκαναν αυτές οι δυνάμεις όπως η αποδοχή της εκλογής ως ΠτΔ του Παυλόπουλου, η συμμετοχή στην κυβέρνηση, η παραμονή σε αυτήν μετά τις 20 Φλεβάρη, και οι αντιφατικές πολιτικές στάσεις από τις 12 Ιουλίου μέχρι σήμερα.
7. Στο ίδιο το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, όπως διαμορφώθηκε μετά το 2012, δεν υπήρχε καμία δυνατότητα έκφρασης ουσιαστικών συμφερόντων των λαϊκών τάξεων, και γιατί τα μέτρα τα οποία δήλωνε ότι θα εφαρμόσει θα είχαν πολύ μικρές επιπτώσεις ανακούφισης των λαϊκών στρωμάτων στην Ελλάδα της οξύτατης καπιταλιστικής κρίσης, αλλά και διότι ακόμα και ένα τέτοιο πρόγραμμα, δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό από τις ευρωπαϊκές και την ελληνική αστική τάξη. Ένα πρόγραμμα παραμονής στην ευρωζώνη αντικειμενικά δεν αφήνει περιθώρια σε όλη αυτή τη συγκυρία για την έκφραση έστω και υποτελών πτυχών των συμφερόντων των λαϊκών στρωμάτων. Τόσο γιατί για τους δικούς τους λόγους οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις δεν κάνουν καμία παραχώρηση, αλλά και περαιτέρω γιατί η συγκρότηση της ΟΝΕ και ειδικά η εξέλιξη της μετά την κρίση, καθιστά ως μόνο παράγοντα σταθεροποίησης της ανταγωνιστικότητας των πιο δομικά αδύνατων οικονομιών την εσωτερική υποτίμηση και μία νέα θέση στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, που παράγει θύλακες φτωχοποίησης, ταυτόχρονα με θύλακες υψηλής κερδοφορίας του κεφαλαίου.
8. Μέσα από τις διαδοχικές μεταστροφές της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και ιδιαίτερα μέσα από την μετατροπή του λαϊκού ΟΧΙ σε ΝΑΙ με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, επιβεβαιώνεται πως ο ΣΥΡΙΖΑ και ιδιαίτερα η ηγετική ομάδα του γύρω από τον Τσίπρα είχε εγγεγραμμένο εξαρχής ως κυρίαρχο – αν και όχι βέβαιο – ενδεχόμενο, τη συνολική υποταγή στο μνημονιακό πλαίσιο. Προϊόντος του χρόνου, με δεδομένη την επιλογή της κυβέρνησης και της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ να οργανώνει την πολιτική της αποκλειστικά δια του αστικού κράτους, την αδρανοποίηση του λαϊκού παράγοντα και τις μειωμένες προσδοκίες των λαϊκών στρωμάτων, με την εξαίρεση της στιγμής του δημοψηφίσματος, αλλά και τη – μέχρι κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή - στάση ανοχής, αναμονής και νομιμοποίησης των διαδοχικών προσαρμογών του ΣΥΡΙΖΑ από την αριστερή πτέρυγα στο εσωτερικό του και την απουσία ενός συγκροτημένου πολιτικού μπλοκ που να αναδεικνύει ότι υπάρχει άμεσα εφαρμόσιμη εναλλακτική διέξοδος από την κρίση προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων, το ενδεχόμενο αυτό καθίστατο όλο και ισχυρότερο.
9. Η συνολική μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ σχετίζεται με τα ιδεολογικοπολιτικά του χαρακτηριστικά και το χαρακτήρα των κοινωνικών στρωμάτων που εκφράζει. Ο πυρήνας της πολιτικής συγκρότησης της ηγεμονικής τάσης του ΣΥΡΙΖΑ, βασιζόταν στην αποδοχή του προοδευτικού χαρακτήρα της ΟΝΕ και της ΕΕ και στην εκτίμηση της δυνατότητας διεξαγωγής της ταξικής πάλης στο εσωτερικό τους, γεγονός που οδηγούσε στη διαμόρφωση ενός προγράμματος που στις βασικές του κατευθύνσεις δεν ήταν ανταγωνιστικές – ιδιαίτερα μετά τις διαδοχικές προσαρμογές – με τη στρατηγική και τις επιδιώξεις των ιμπεριαλιστικών κέντρων και του εγχώριου κεφαλαίου. Το διαχρονικό αστικό εκσυγχρονιστικό πολιτικό ιδεολογικό πλαίσιο και τα δεσπόζοντα μικροαστικά στρώματα στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ καθιστούσαν εξαρχής εξαιρετικά δύσκολη μία μακροπρόθεσμη αριστερή ριζοσπαστική μετατόπιση στην κατεύθυνση της ρήξης που θα επιβαλλόταν από τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς. Πολύ περισσότερο όταν αυτή απαιτείτο να εξελιχθεί μέσα σε μία κατάσταση οικονομικής κρίσης, εκβιασμών και συνθηκών οικονομικού πολέμου. Το πολιτικό κέντρο του ΣΥΡΙΖΑ και η εξευτελιστική επιλογή του για υπογραφή τρίτου μνημονίου και μάλιστα με αυτούς τους όρους, εκφράζει μία αστική πολιτική που καθορίζεται από ένα πλέγμα παραγόντων, 1) του πολιτικού ρόλου στο εσωτερικό του κόμματος των ανώτερων μικροαστικών στρωμάτων, που έχουν υλικά και ιδεολογικά συμφέροντα της παραμονής στο Ευρώ - αυτό αντανακλάται με ιδιαίτερο τρόπο στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης 2) της επίδρασης στο κόμμα της διαχείρισης και της ευθύνης του κρατικού μηχανισμού 3) της καθοριστικής σημασίας του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, όπως μεταλλάχθηκε ήδη πριν από τις εκλογές του 2012.
10. Τα παραπάνω δε σημαίνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ή αποτελούσε εξαρχής εναλλακτικό σχέδιο της αστικής τάξης, πολύ περισσότερο πρώτη επιλογή αυτής, αλλά ούτε και ότι η αστική τάξη είχε ως πρώτιστο στόχο την ανασυγκρότηση του πολιτικού σκηνικού με ηγεμονικό παράγοντα το ΣΥΡΙΖΑ. Πολύ περισσότερο δε σημαίνει ότι υπήρχαν μερίδες της αστικής τάξης που επεδίωκαν την έξοδο από το ευρώ και θα υποστήριζαν στη βάση αυτή το ΣΥΡΙΖΑ, ή τάσεις μέσα από αυτόν. Η επιβεβαίωση αυτής της άποψης έγινε απολύτως σαφής από τα οικονομικά και πολιτικά αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, αλλά και από την εβδομάδα πριν το δημοψήφισμα όπου όλες οι μερίδες της αστικής τάξης, οι ιδεολογικοί μηχανισμοί αλλά και τμήματα του κρατικού μηχανισμού, συνασπίστηκαν απέναντι στον τακτικό ελιγμό του ΣΥΡΙΖΑ να προσφύγει σε δημοψήφισμα αλλά και την περίοδο που ακολούθησε μέχρι την τελική μνημονιακή υποταγή της ηγετικής του ομάδας. Επιβεβαιώνεται και από τα αποτελέσματα υποβάθμισης της ελληνικής αστικής τάξης στον ιμπεριαλιστικό καταμερισμό εργασίας που αντανακλά η υπογραφή του τρίτου μνημονίου. Ακόμα, έγινε σαφές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελούσε εναλλακτικό σχέδιο της αστικής τάξης, από το ρήγμα που άνοιξε στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, τις μεγάλου εύρους διαφοροποιήσεις που αποτυπώθηκαν στις ψηφοφορίες στη Βουλή για τα προαπαιτούμενα μέτρα, το τρίτο μνημόνιο και τη νέα δανειακή σύμβαση, μέχρι την τελική διάσπαση και τη δημιουργία ανεξάρτητης κοινοβουλευτικής ομάδας που αποκάλυψαν στην πλήρη έκτασή του το πλέγμα των αντιφάσεων που αναπτύσσονταν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ όλα τα προηγούμενα χρόνια. Με αυτή την έννοια, είναι εντελώς λανθασμένες οι τοποθετήσεις που ανακαλύπτουν την επιβεβαίωση της εκτίμησης περί εναλλακτικού αστικού σχεδίου στη μνημονιακή προσαρμογή της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, παραγνωρίζοντας όλα τα παραπάνω. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποκρυστάλλωσε μία αμυντική ταξική έκφραση των λαϊκών τάξεων στη βάση της οξύτατης κρίσης πολιτικής και κοινωνικής εκπροσώπησης των προηγούμενων ετών, έκφραση η οποία ήταν αστικά ηγεμονευόμενη. Ως πολιτικός σχηματισμός, μπορούσε να γίνει περισσότερο ανεκτός για ένα χρονικό διάστημα ως λύση αναγκαστικής συνύπαρξης με την αστική τάξη, ωστόσο δεν μπορούσε να εκφράσει μία συγκροτημένη και μακροπρόθεσμη αστική στρατηγική. Αυτό δεν μπορεί να το κάνει ακόμα και τώρα, παρά την εκκαθάριση των αριστερών του τάσεων, αποτελεί μία πρόσκαιρη αναγκαστική λύση για την εφαρμογή των άμεσων μέτρων, ενώ ο στρατηγικός σχεδιασμός των αστικών κέντρων εξουσίας προσβλέπει στην αναμόρφωση της πολιτικής σκηνής με την ανασυγκρότηση σε ηγετικό ρόλο καθαρόαιμων αστικών κομμάτων.
11. Ολη αυτή την περίοδο αναδεικνυόταν μια ορισμένη απόσταση μεταξύ των στρωμάτων που κοινωνικά εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ (ανώτερα μικροαστικά) τα οποία και επικαθορίζουν και την πολιτική του κατεύθυνση και αυτών που κοινωνικά-πολιτικά εκπροσωπεί (κατώτερα μικροαστικά, εργατικά, ανέργων κ.λπ), ειδικά όπως αυτά αποτυπώθηκαν σε όλες τις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις. Τα συμφέροντα των τελευταίων που αποτελούν και το μεγάλο τμήμα που οδήγησε στην άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ αντικειμενικά δεν καλύπτονται από την κατεύθυνση συμβιβασμού εντός ευρώ. Εν δυνάμει μπορούν να αναγνωριστούν μέσα σε μια πολιτική κατεύθυνση υλοποίησης του μεταβατικού προγράμματος. Αυτή η απόσταση μπορεί να αποτελέσει και το υπόστρωμα επανεμφάνισης μορφών κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης των στρωμάτων αυτών στις σχέσεις τους με το ΣΥΡΙΖΑ.
12. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πλέον οριστικά περάσει το σημείο μη επιστροφής και μετά την εκκαθάριση των αντιθέσεων στο εσωτερικό του θα σφραγιστεί η πορεία της συνολικής μνημονιακής προσαρμογής του, ως αποτέλεσμα της ήττας της στρατηγικής της διαμόρφωσης μίας νέας σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα του μνημονίου, σε μία περίοδο χωρίς καμία δυνατότητα κοινωνικών συμβιβασμών. Πέρα από το ίδιο το περιεχόμενο της συμφωνίας και του τρίτου μνημονίου, η κυβέρνηση προχωράει και σε αδιανόητους χειρισμούς της κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Η χρήση των διαδικασιών του κατεπείγοντος, η κύρωση της νέας δανειακής σύμβασης, του τρίτου μνημονίου και σκληρών προαπαιτούμενων μέτρων σε ένα άρθρο, αποτελούν πρακτικές τις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ κατήγγειλε με ιδιαίτερη ένταση όταν χρησιμοποιήθηκαν από τις κυβερνήσεις ΝΔ – ΠΑΣΟΚ. Επιπλέον, οι χειρισμοί του ηγετικού κέντρου του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαιώνουν την εξέλιξη που ήταν προφανής ήδη με την κατάληξη σε συμφωνία και διαλύουν ταχύτατα τις αυταπάτες που αναπαράγονταν τόσο στο εσωτερικό του, όσο και σε τμήματα της ευρύτερης ριζοσπαστικής αριστεράς, περί πλειοψηφίας της αριστερής αντιπολίτευσης στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, αναπροσαρμογής της κατεύθυνσης του κόμματος μέσα από συνεδριακές ή άλλες εσωκομματικές διαδικασίες κ.ο.κ
13. Η κυβέρνηση και η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει την επιτάχυνση των πολιτικών εξελίξεων και την άμεση διεξαγωγή εκλογών, με την εκκαθάριση της αριστερής πτέρυγας στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Μέσα από μία τέτοια εξέλιξη, το πολιτικό κέντρο του ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να βγει λιγότερο πολιτικά τραυματισμένο, αφού θα δοθεί η δυνατότητα να προλάβει τόσο τη συσσώρευση της λαϊκής δυσαρέσκειας από την εφαρμογή των μέτρων του τρίτου μνημονίου, όσο και τη συγκρότηση ενός πολιτικού μετώπου που θα μπορούσε να αποτελέσει φορέα υποδοχής τμημάτων των στρωμάτων εκείνων που θα αποδεσμεύονται από το ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, δίνει μεγαλύτερη δυνατότητα σχετικής σταθεροποίησης του ΣΥΡΙΖΑ στο κέντρο της πολιτικής σκηνής.
14. Ενα βασικό διακύβευμα συνίσταται στο μέγεθος, την ταχύτητα και την ποιότητα των ρήξεων στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι σαφές ότι ορισμένες ρήξεις έχουν πλέον δρομολογηθεί και άλλες έχουν καταστεί αναπόφευκτες, δεδομένων του εύρους και των χαρακτηριστικών της συνθηκολόγησης του ΣΥΡΙΖΑ. Το ζήτημα που παραμένει ανοιχτό είναι εάν η ρήξη που συντελέστηκε με κέντρο την αριστερή πλατφόρμα θα συμπεριλάβει στο αμέσως επόμενο διάστημα μέχρι τις εκλογές και άλλα ρεύματα, αντιλήψεις και στελέχη που διαφοροποιούνται με την ηγετική ομάδα αλλά και τη βάση του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να αποκτήσει χαρακτηριστικά ευρύτερης πολιτικής συμμαχίας. Επομένως, το πολιτικό ερώτημα που πρέπει να αποτελέσει άξονα της πολιτικής κατεύθυνσης τόσο των τμημάτων που θα αποσπώνται από το ΣΥΡΙΖΑ, όσο και της αντικαπιταλιστικής και ευρύτερης ριζοσπαστικής αριστεράς είναι η ταχύτατη συγκρότηση μίας πολιτικής συμμαχίας γύρω από το μεταβατικό πρόγραμμα εργατικής διεξόδου από την κρίση, η οποία μπορεί να λάβει μαζικά, αν και μειοψηφικά, χαρακτηριστικά, και η εμφάνισή της στην κεντρική πολιτική σκηνή. Μία πολιτική συμμαχία που θα πρέπει να συγκροτείται με δημοκρατικά χαρακτηριστικά, ως σύνθεση ευρύτερων πολιτικών και ιδεολογικών ρευμάτων, αλλά κυρίως θα εκπροσωπεί με πολιτικούς και οργανωτικούς όρους, τμήματα των λαϊκών τάξεων και της νεολαίας.
15. Όπως προαναφέρθηκε, η μη βιωσιμότητα του χρέους και οι δυσκολίες στην εφαρμογή του τρίτου μνημονίου θα διαμορφώνουν όλο το επόμενο διάστημα όρους αναπαραγωγής της αστάθειας και επανεμφάνισης μορφών κρίσης εκπροσώπησης. Το γεγονός αυτό επαναφέρει την αναγκαιότητα συγκρότησης του αριστερού, ριζοσπαστικού κοινωνικού και πολιτικού μετώπου και, δεδομένων των εξελίξεων στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, σε αυτή την περίοδο διαμορφώνονται ευνοϊκότεροι πολιτικοί όροι.
16. Οι αριστερές τάσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν δύο ευρεία υποσύνολα, με πολλαπλές συνιστώσεις και τάσεις στο εσωτερικό τους. Το ένα διαμορφώνεται από ένα εύρος δυνάμεων και αντιλήψεων που έχουν προέλευση από την ριζοσπαστική αριστερά με την ευρεία έννοια και δεν προέρχονται από το χώρο του Συνασπισμού της αριστεράς της δεκαετίας του 80 και του 90. Το δεύτερο και σημαντικότερο σύνολο της αριστερής κριτικής στο ΣΥΡΙΖΑ, αυτό της αριστερής πλατφόρμας, διακρίνεται σε δύο υποσύνολα. Ένα τμήμα του προέρχεται από την ιστορική άκρα αριστερά κυρίως από τον τροτσκιστικό χώρο αλλά όχι μόνο. Ένα δεύτερο σημαντικότερο τμήμα συγκροτεί το ιστορικό αριστερό ρεύμα του ΣΥΝ, που για δεκαετίες αποτέλεσε την αριστερή αντιπολίτευση στο Συνασπισμό. Τα τμήματα αυτά έχουν μεταξύ τους αντιθέσεις και αντιφάσεις ως προς την πολιτική στρατηγική και αυτό αντανακλάται στις δυσκολίες συντονισμού, αλλά και στις διαφορετικές ταχύτητες απεγκλωβισμού από το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στην μέχρι την προκήρυξη των εκλογών, τακτική «ανακατάληψης του κόμματος» μέσω του «έκτακτου συνεδρίου». Μία στρατηγική, που δεν είχε καμία πιθανότητα υλοποίησης αφού η στροφή Τσίπρα είχε ήδη μεταβάλλει τον ΣΥΡΙΖΑ σε «κόμμα του κράτους» από κόμμα των μελών.
17. Από την άλλη πλευρά, η αριστερή πλατφόρμα, μετά τις αρχικές αμφιταλαντεύσεις, επιλέγει μία καθαρή κατεύθυνση σύγκρουσης και ρήξης με το ΣΥΡΙΖΑ συγκροτώντας την κίνηση της Λαϊκής Ενότητας σε συνεργασία με άλλες μικρότερες οργανώσεις και συσπειρώσεις (πρωτοβουλία 1000, Ανασύνταξη, Κομμουνιστική Ανανέωση) προερχόμενες κυρίως από την άκρα αριστερά, που υποστήριξαν το ΣΥΡΙΖΑ το προηγούμενο διάστημα. Το γεγονός αυτό σχετίζεται και με το ότι η αριστερή πλατφόρμα έθετε τα προηγούμενα χρόνια με καθαρότερο τρόπο και μεγαλύτερη ένταση την ανάγκη εφαρμογής του μεταβατικού προγράμματος και την έξοδο από την ΟΝΕ. Το εύρος της ρήξης που θα διαμορφωθεί με την αποχώρηση της αριστερής πλατφόρμας από το ΣΥΡΙΖΑ και η δυναμική της, κρίνεται σε μεγάλο βαθμό από το χρόνο που πάρθηκε αυτή η επιλογή καθώς και σε ποιους άλλους θα απευθυνθεί. Η καθυστέρηση αυτής της ρήξης, και εν μέρει χειρισμοί και αντιφατικές δηλώσεις του τύπου καταψηφίζουμε τα μέτρα, αλλά στηρίζουμε την κυβέρνηση του προγράμματος της Θεσσαλονίκης, δε βοήθησαν.
18. Παρά το γεγονός ότι μία πολιτική συνεργασία και στη συνέχεια ένα αριστερό, ριζοσπαστικό πολιτικό μέτωπο θα πρέπει καταρχήν να περιλαμβάνει το σύνολο των τμημάτων εκείνων που θα αποσπαστούν από το ΣΥΡΙΖΑ, δε θα πρέπει να αποσιωπούμε τα λάθη στη στρατηγική και τακτική τους τα προηγούμενα χρόνια, Σε ένα τέτοιο αντικειμενικά αντιφατικό πολιτικό μέτωπο, η διαπάλη για την ηγεμονία θα είναι διαρκής, δύσκολη και αναγκαία. Τα τμήματα αυτά παρέμειναν στο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις διαρκείς δεξιές διολισθήσεις, οι οποίες ήταν σαφείς ήδη από το προγραμματικό πλαίσιο των εκλογών του 2012. Από την υπεράσπιση του προγραμματικού πλαισίου του ιδρυτικού συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, έως την υπεράσπιση του προγράμματος της Θεσσαλονίκης διανύθηκε μεγάλη απόσταση. Η τακτική αυτή ερμηνεύεται από τα δομικά πολιτικοϊδεολογικά χαρακτηριστικά που αντανακλάται στην επιλογή συμμετοχής στο ΣΥΡΙΖΑ ως θεσμικής αντιπολίτευσης. Επιπλέον ήταν λανθασμένη η συμμετοχή στο κυβερνητικό σχήμα, αλλά και η υποστήριξη κυβερνητικών επιλογών σε δεξιά κατεύθυνση, με αποκορύφωμα την ανοχή της επιλογής για την ανάδειξη Παυλόπουλου στην προεδρία της δημοκρατίας. Εκ των υστέρων φάνηκε ότι μία τέτοια επιλογή της ηγετικής ομάδας Τσίπρα, ήταν ενταγμένη σε μία στρατηγική θεσμικού εγκλωβισμού της αριστεράς και θωράκισης του αστικού κράτους απέναντι στο ενδεχόμενο εξόδου από την Ευρωζώνη. Τα όσα έχουν αποκαλυφθεί τις τελευταίες εβδομάδες για την προετοιμασία Παυλόπουλου - Στουρνάρα, ώστε να ανατρέψουν ενδεχόμενη επιλογή της κυβέρνησης για ρήξη με τους δανειστές μετά το δημοψήφισμα, μέσω της μη υπογραφής από τον ΠτΔ διατάγματος για την κυκλοφορία ειδικών χρεωστικών σημειωμάτων IOU, και άλλων μέτρων στην κατεύθυνση ανατροπής της κυβέρνησης είναι ενδεικτικά. Η επιλογή αυτή ήταν αποκαλυπτική για τη στρατηγική στόχευση της ομάδας Τσίπρα και δεν έπρεπε να γίνει ανεκτή από την Α αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Ιδιαίτερα μετά τη συμφωνία της 20ης Φλεβάρη, δεν υπήρχε καμία δικαιολογία για την παραμονή σε κυβερνητικές θέσεις, την ανοχή των επιλογών της ηγετικής ομάδας και την αναπαραγωγή της επιχειρηματολογίας για τη μη ανατροπή της πρώτης αριστερής κυβέρνησης.
19. Ταυτόχρονα, οι δυνάμεις που απεγκλωβίζονται από το ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι απαλλαγμένες από τον κυβερνητισμό που αλληλοτροφοδοτείται από την εγγενή τάση, υπαρκτή στο ΚΚΕ που διογκώθηκε από την περίοδο του ΣΥΝ, για την απεύθυνση σε ένα εθνικό ακροατήριο, με αμβλυμμένες τις ταξικές και τις αντικαπιταλιστικές αιχμές και την υιοθέτηση μίας αφήγησης που περιγράφει ένα δίπολο μεταξύ λαού και ολιγαρχίας. Μέσα από αυτές τις πολιτικό ιδεολογικές πρακτικές συσκοτίζεται το γεγονός ότι η διαμόρφωση μίας πρότασης για αριστερή κυβέρνηση δεν μπορεί παρά να συγκροτείται μόνο σε πολύ έκτακτες συγκυρίες, με αυστηρό και σαφές προγραμματικό πλαίσιο που θα έχει ως κεντρικό σημείο μία διαδικασία ρήξεων στο εσωτερικό του κράτους και παράλληλα με διεργασίες ευρύτερης πολιτικής και κοινωνικής κινητοποίησης των μαζών, αλλά και ρήξεων και μετασχηματισμών και σε επίπεδο επιμέρους χώρων, ώστε να μπορεί να διαμορφώνεται η συγκρότηση ενός αντιηγεμονικού σχεδίου και ενός αντιηγεμονικού μπλοκ δυνάμεων.
20. Γενικότερα οι δυνάμεις που με αντιφατικό τρόπο διαφοροποιούνται από το ΣΥΡΙΖΑ, φέρουν το βάρος της ιστορικής τους συγκρότησης, της συμμετοχής τους σε ένα ρεφορμιστικό πολιτικό σχηματισμό που επιχειρούσε να υλοποιήσει ένα αριστερό σοσιαλδημοκρατικό σχέδιο, οι κυρίαρχες τάσεις του οποίου είχαν δομικά εγγεγραμμένο το ενδεχόμενο του σοσιαλφιλελεύθερου μετασχηματισμού. Πρόκειται για δυνάμεις στις οποίες συνυπάρχουν μικροαστικά ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά, μαζί με τάσεις αριστερής ριζοσπαστικοποίησης, αλλά και δυνάμεις με επαναστατικές αναφορές, χωρίς προφανώς να κυριαρχούν οι τελευταίες. Αντίθετα, σε όλη αυτή την αντιφατική κίνηση, το μικροαστικό πολιτικό ιδεολογικό σύνολο είναι αυτό που δεσπόζει, ωστόσο υπάρχουν δυνατότητες μετασχηματισμού προς μία κατεύθυνση εργατικής ηγεμονίας, που θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες. Την πίεση που θα ασκεί η αστική πολιτική σε αυτά τα αντιφατικά ρεύματα ώστε να ξεκαθαρίζουν την στάση τους, το εύρος των πολιτικών συμμαχιών που θα αναπτύσσουν από τα αριστερά τους και την μορφή που αυτή θα παίρνει, και το κυριότερο από τη συμβολή και τη συμμετοχή των μαζών στο εσωτερικό μιας ευρύτερης κοινωνικό πολιτικής συμμαχίας. Ο χαρακτήρας και η εξέλιξη αυτών των δυνάμεων σε αριστερή ανατρεπτική κατεύθυνση δεν είναι δεδομένη, ούτε η πορεία τους θα είναι εύκολη.
21. Στο πλαίσιο αυτό η πολιτική στρατηγική και η πολιτική μας πρέπει να είναι συγκεκριμένη. Το αμέσως επόμενο διάστημα με αφετηρία τις εκλογές πρέπει να επιχειρηθεί η συγκρότηση μίας πολιτικής συμμαχίας μεταξύ των δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, της ΜΑΡΣ, αποχωρησάντων από το ΚΚΕ (Σύλλογος Κορδάτος, Εργατικός Αγώνας), δυνάμεων που το προηγούμενο διάστημα ακολούθησαν την κατεύθυνση της υποστήριξης του ΣΥΡΙΖΑ (Πρωτοβουλία 1000, Ξεκίνημα, Κ.Ο. Ανασυνταξη, Κομ. Ανανέωση), των δυνάμεων της Αριστερής Πλατφόρμας του ΣΥΡΙΖΑ που αποτελούν το βασικό πυρήνα της «Λαϊκής Ενότητας», αλλά και όλων των τάσεων και αντιλήψεων που θα αποδεσμεύονται από το ΣΥΡΙΖΑ (αριστερά των 53, νεολαία ΣΥΡΙΖΑ, ρευμάτων από το χώρο της αριστεράς του ΚΚΕ εσωτ, των συσπειρώσεων κ.α.) Με δεδομένο το σύντομο χρονικό διάστημα της εκλογικής μάχης, σε μία πρώτη φάση αυτή η κίνηση μπορεί να πάρει την μορφή μίας πολιτικής και εκλογικής συνεργασίας με κοινό πολιτικό πρόγραμμα, αλλά και αυτοτέλεια των δυνάμεων που θα συμμετέχουν σε αυτή και δυνατότητα δημόσιας έκφρασης των ιδιαίτερων στοιχείων του πολιτικού λόγου κάθε συνιστώσας. Η πολιτική συνεργασία στη βάση του μεταβατικού προγράμματος θα πρέπει να συγκροτηθεί χωρίς αποκλεισμό όσων συμφωνούν προγραμματικά, με στόχο την εμφάνιση ενός ενιαίου πολιτικού μπλοκ στο πολιτικό σκηνικό, τη συμμετοχή στις εκλογές και την επίτευξη της ευρύτερης πολιτικής και κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, του τμήματος του ΟΧΙ, που αντιλαμβανόταν την τοποθέτηση του ως αποδοχή της εξόδου από την Ευρωζώνη και σύγκρουσης με την Ε.Ε. Αυτή η συνεργασία δεν ταυτίζεται ούτε με την αναγκαία μετωπική συσπείρωση, στο βαθμό που δεν υπάρχει ο χρόνος για τις αναγκαίες διεργασίες συγκρότησης του μετώπου, οι οποίες απαιτούν μεγαλύτερη πολιτική εμβάθυνση, απεύθυνση στις μάζες και εκτενείς συζητήσεις για τη φυσιογνωμία και τη λειτουργία του, ούτε πολύ περισσότερο με την συγκρότηση ενιαίου πολιτικού φορέα. Μέσα στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας, πρέπει, εκτός από το μίνιμουμ πλαίσιο που συμφωνείται, οι βασικές δυνάμεις, να έχουν την δυνατότητα να προβάλλουν τις ιδιαίτερες τους απόψεις, όταν δεν έρχονται σε σύγκρουση με το ενιαίο πλαίσιο. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο μίας τέτοιας συνεργασίας, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προπαγανδίζει το στόχο της εξόδου από την ΕΕ ως αναγκαίου για κάθε ριζοσπαστική πολιτική, αντίστοιχα άλλες τάσεις να αναδεικνύουν περισσότερο το ζήτημα του νομίσματος και της παραγωγικής ανασυγκρότησης, ή ακόμα και ενός ριζοσπαστικού αντιμνημονιακού λόγου. Οπως επίσης πρέπει στην δημόσια και στην ενδεχόμενη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, να μην υπάρχουν μονομέρειες που να αντιστοιχούν μόνο στις τάσεις που προέρχονται από το ΣΥΡΙΖΑ, παρά το γεγονός ότι αυτός πιθανόν έχουν το μεγαλύτερο βάρος της εκλογικής επιρροής. Μετά τις εκλογές, θα πρέπει να ακολουθήσει μία διαδικασία εμβάθυνσης της πολιτικής συνεργασίας και συμφωνίας, με στόχο τη συγκρότηση του αριστερού, ριζοσπαστικού μετώπου, με δημοκρατική φυσιογνωμία και διαδικασίες και σεβασμό στην αυτοτέλεια των επιμέρους αντιλήψεων. Η φυσιογνωμία μίας τέτοιας συνεργασίας θα πρέπει να είναι ανοιχτή και δημοκρατική, με επίγνωση της αυτοτέλειας και της διακριτότητας των αντιλήψεων όσων θα συμμετέχουν και δεν μπορεί να είναι η συγκρότηση ενός πολιτικού χώρου γύρω από πρόσωπα ή επιμέρους δυνάμεις και αντιλήψεις. Αυτή η αντίληψη θα πρέπει να αντανακλάται και στην εκπροσώπηση της συνεργασίας. Ιδιαίτερα εφόσον πετύχει την είσοδο στο κοινοβούλιο, θα πρέπει και σε αυτό το επίπεδο να διαμορφωθούν όροι δημοκρατικής αντιπροσώπευσης των αντιλήψεων και τάσεων στο εσωτερικό της.
22. Το πολιτικό πρόγραμμα αυτής της συνεργασίας πρέπει να αναφέρεται στους άξονες του μεταβατικού προγράμματος: κατάργηση των μνημονίων και των εφαρμοστικών τους νόμων, στάση πληρωμών και διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, έξοδος από την ΟΝΕ και επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, κρατικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικών επιχειρήσεων, σύγκρουση και ρήξη με τις πολιτικές της ΕΕ. Ιδιαίτερα σε ότι αφορά στο ζήτημα της εξόδου από την ΕΕ, επαρκές πολιτικό όριο μίας τέτοιας συμμαχίας κατά την άποψή μας μπορεί να είναι η αναφορά στη σύγκρουση με το θεσμικό οικοδόμημα της ΕΕ και τις πολιτικές της. Όπως επίσης η αναφορά ότι εφόσον οι θεσμοί και οι δεσμεύσεις – συμφωνίες εμποδίζουν την εφαρμογή του προγράμματος, τότε η μετωπική συσπείρωση θα υποστηρίξει την εφαρμογή του προγράμματος, ακόμα και αν αυτό συνεπάγεται αποχώρηση από την Ε.Ε. μέσα από δημοψήφισμα. Θεωρούμε (παρόλο που υποστηρίζουμε την άμεση έξοδο από την Ε.Ε.) ότι μία τέτοια προγραμματική τοποθέτηση είναι επαρκής για μία εκλογική συνεργασία με δυνάμεις που δεν ταυτιζόμαστε στο στρατηγικό στόχο σήμερα. Άλλωστε, η εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος θα οδηγούσε σε έξοδο από την Ε.Ε. Μία τέτοια συμμαχία δεν θέτει ως στοιχείο της φυσιογνωμίας της την αναφορά στην αντικαπιταλιστική ανατροπή, θα πρέπει όμως να αναγνωρίζει το μεταβατικό πρόγραμμα ως μία αλληλουχία συνδεδεμένων μεταξύ τους στόχων – κρίκων, η εφαρμογή των οποίων θα ανοίξει το δρόμο για ευρύτερες συγκρούσεις και ρήξεις στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό και όχι μόνο ως μία απλή σειρά δημοκρατικών – πατριωτικών αιτημάτων, ή μόνο αιτημάτων άμεσης ανακούφισης του λαού, αλλά ενταγμένη μία στρατηγική μετασχηματισμών, αλλαγής ταξικών συσχετισμών που διαμορφώνουν όρους και ρήγματα προς μία στρατηγική σοσιαλιστικής ανατροπής.
23. Σε ότι αφορά στο προγραμματικό πλαίσιο που διαμορφώνεται στο πλαίσιο της κίνησης της Λαϊκής Ενότητας, φαίνεται ότι έχει αριστερά, ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά, πολύ περισσότερο προωθημένα από τις θέσεις του ιδρυτικού συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ και κινείται σε ανάλογη κατεύθυνση με το μεταβατικό πρόγραμμα. Δεν ισχύει η κριτική ότι πρόκειται για ένα πρόγραμμα το οποίο επανέρχεται στο πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ του 2012. Αντίθετα αναφέρεται ρητά α) στην αναγκαιότητα εξόδου από την οικονομική φυλακή της ευρωζώνης καθώς και στην σύγκρουση με τις πολιτικές της Ε.Ε. β) στην στάση πληρωμών και την διαγραφή του χρέους γ) στην εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και των μεγάλων παραγωγικών μονάδων και τη λειτουργία τους με κοινωνικό – εργατικό έλεγχο δ) περιγράφει επακριβώς το χαρακτήρα της Ε.Ε. και εκτιμά ότι το ζήτημα ότι η εφαρμογής του προγράμματος θα οδηγήσει σε σύγκρουση με τις επιλογές της Ε.Ε. και τα αντιδημοκρατικά, υπερεθνικά της όργανα και θα καταστήσει το ζήτημα αποχώρησης από την Ε.Ε. θέμα της ημερήσιας διάταξης ε) συνδέει την εφαρμογή του μεταβατικού προγράμματος με την διαρκή λαϊκή κινητοποίηση και την υλοποίηση μετασχηματισμών και ρήξεων που ανοίγουν δρόμους για την σοσιαλιστική προοπτική. Καμία σχέση αυτά δεν έχουν με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ακόμα και πριν από το 2012.
24. Ούτως η άλλως οι λαϊκές τάξεις δεν έχουν ανάγκη από ένα νέο ΣΥΡΙΖΑ σε αντιμνημονιακή κατεύθυνση. Η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, του συγκερασμού αντιθετικών πολιτικών τάσεων, με στοιχείο συνοχής την διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας, το πολιτικό πρόγραμμα σε δεξιά κατεύθυνση με αποδοχή της συμμετοχής στο Ευρωενωσιακό πλαίσιο, η άσκηση πολιτικής κυρίως γύρω από το ζήτημα των εκλογών και μέσω του προσώπου του αρχηγού και κύκλων εμπιστοσύνης που αξιοποιούν τους μηχανισμούς – του κράτους ή του κόμματος- λόγω της προβολής στα ΜΜΕ, χρεοκόπησαν. Μπορούν να ανασυσταθούν ως καρικατούρα και θα έχουν κοντά ποδάρια. Μόνο στη βάση της συγκρότησης του αναγκαίου πολιτικού προγράμματος αλλά και της δημοκρατικής συγκρότησης της μετωπικής συσπείρωσης, με λογικές αυτοτέλειας των πολιτικών τάσεων, αλλά και συγκρότησης επιτροπών βάσης σε συνοικίες και κοινωνικούς χώρους σε αντιηγεμονιστική και σε μη προσωποπαγή κατεύθυνση διαμορφώνονται πολιτικά περιθώρια για την πολιτική διαπάλη στο εσωτερικό μίας τέτοιας συμμαχίας και η δυνατότητα να συγκροτούνται και να εμπεδώνονται στο εσωτερικό της ακόμα πιο σταθερές αριστερές μετατοπίσεις. Καταρχήν οι προγραμματικές προϋποθέσεις που βάζουμε για αυτή τη συνεργασία φαίνονται ότι πληρούνται, δίνοντας τη δυνατότητα για την επιτάχυνση των διεργασιών, ωστόσο στο επίπεδο της δημοκρατικής συγκρότησης και της πολυμερούς έκφρασης πρέπει να γίνουν σοβαρά βήματα.
25. Η επιδίωξη μας είναι η συμμετοχή του συνόλου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ εφόσον καλύπτονται και οι δύο προϋποθέσεις που αναφέραμε παραπάνω, δηλαδή το προγραμματικό πλαίσιο – που καλύπτεται επαρκώς – και τα εχέγγυα μίας δημοκρατικής συγκρότησης. Μέσα σε μία τέτοια συνεργασία θα μπορούσε να αποτυπώνεται η παρουσία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και στον τίτλο, να προβάλλει αυτοτελώς τις πολιτικές της απόψεις και να διεκδικήσει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, μέσα από την οποία να διεκδικεί την προβολή και του στόχου της αποδέσμευσης και της αντικαπιταλιστικής απάντησης της επίθεσης και προφανώς να αντιταχθεί σε όποια παρέκκλιση από αυτά που περιγράφονται στο προγραμματικό πλαίσιο. Από την άλλη πλευρά, ιδιαίτερα εφόσον γίνεται αποδεκτό από τις δυνάμεις που συγκροτούν την ΛΑ.Ε το προγραμματικό όριο της ρήξης με την ΕΕ και τις πολιτικές της και ο μεταβατικός χαρακτήρας του προγράμματος, η διαμόρφωση αυτής της συνεργασίας με τη συμμετοχή της ΜΑΡΣ, της ΑΡΑΣ, της ΑΡΑΝ και ενός ευρύτερου δυναμικού που αναφέρεται στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ παράγει πιέσεις και δημιουργεί δυνατότητες.
26. Το ζήτημα του προγραμματικού πλαισίου αλλά και της δημοκρατικής συγκρότησης ώστε μέσα σε μία τέτοια μετωπική συσπείρωση που θα οικοδομηθεί αύριο, να μπορούν να υπάρχουν και να μην καταπνίγονται οι επαναστατικές και αντικαπιταλιστικές δυνάμεις αποτελούν σοβαρά κριτήρια για τη συμμετοχή ή μη σε μία εκλογική συνεργασία. Αντίθετα η επαναφορά του αντικαπιταλιστικού στίγματος, έστω και τροποποιημένα, με κεντρική θέση του ζητήματος της διπλής εξόδου από την ΟΝΕ και την ΕΕ, το οποίο τίθεται καταρχήν ως προαπαιτούμενο από ορισμένες δυνάμεις για το προγραμματικό πλαίσιο της όποιας συνεργασίας, δεν είναι απαραίτητο και ίσως θέτει εμπόδια στην ανάδειξη με μαζικούς όρους της κυρίαρχης αντίθεσης, απέναντι στα μνημόνια, το χρέος, την Ευρωζώνη και τις πολιτικές της Ε.Ε.. Η επαναφορά της ίδιας συζήτησης, ενώ πραγματοποιούνται μεγάλες ρήξεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και διαμορφώνονται πολιτικές εξελίξεις που θα αλλάξουν το χάρτη του χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς, δεν έχει σχέση με τα πραγματικά πολιτικά ερωτήματα, όπως διαμορφώνονται από τη συγκυρία. Το ερώτημα σήμερα δεν είναι η σαφήνεια της τοποθέτησης σε σχέση με την ανάγκη της αποδέσμευσης από την ΕΕ, η οποία, τουλάχιστον σε ότι αφορά στις δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής και ριζοσπαστικής αριστεράς, αλλά και σε ένα σημαντικό τμήμα των δυνάμεων που αποδεσμεύονται από το ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί κοινό τόπο. Πολύ περισσότερο είναι με ποιο πρόγραμμα και με ποια πολιτική συμμαχιών μπορεί να διαμορφωθεί ένα τέτοιο μέτωπο που να μπορεί αφενός να θέτει μία προγραμματική κατεύθυνση, η οποία θα βρίσκεται αντικειμενικά σε σύγκρουση με τους βασικούς πυλώνες της αστικής στρατηγικής, όπως αυτοί πλέον εκφράζονται με σαφήνεια ακόμα και από την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και αφ' ετέρου να έχει μία μαζική – αν και σε πρώτο επίπεδο μειοψηφική – απεύθυνση στις λαϊκές μάζες κατορθώνοντας να εκπροσωπήσει πολιτικά τα πιο ριζοσπαστικοποιημένα τμήματα των λαϊκών τάξεων που εκφράστηκαν με το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα, να οξύνει την αστάθεια και την κρίση εκπροσώπησης και να τροφοδοτηθεί από αυτήν.
27. Με αυτή την έννοια, η συζήτηση δεν αφορά στα επιμέρους προγραμματικά σημεία, αλλά στο ποια πρέπει να είναι τα αναγκαία στοιχεία για μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική. Θεωρούμε ότι όλο το προηγούμενο διάστημα, δεν ήταν μόνο η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ που κατέρρευσε παταγωδώς. Ήταν και η στρατηγική που εκφράζεται πρωτίστως από το ΚΚΕ, αλλά και από αντιλήψεις και οργανώσεις στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ευρύτερα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που χαρακτηριζόταν από μία σεκταριστική αναδίπλωση και από μία πολιτική παρέμβαση που προνομιμοποιούσε έναν οραματικό, ιδεολογικό λόγο και αναδείκνυε ως μοναδική απάντηση τη λαϊκή εξουσία στην εκδοχή του ΚΚΕ ή την αντικαπιταλιστική ανατροπή στην εκδοχή των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
28. Αυτή η στρατηγική διαψεύστηκε μαζί με τις εκτιμήσεις που τη συνόδευαν. Ότι δηλαδή βρισκόμαστε περίπου σε προεπαναστατική κατάσταση, με τις τάσεις χειραφέτησης των λαϊκών στρωμάτων να ενισχύονται και να αναβαθμίζονται, θέτοντας την αναγκαιότητα προβολής του αντικαπιταλιστικού στόχου, ότι το μεταβατικό πρόγραμμα και η θέση της εξόδου από την ΟΝΕ έχει ενσωματώσιμο χαρακτήρα και μπορεί να γίνει αποδεκτή ή και να αποτελέσει πολιτικό στόχο από τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης που θα ευνοούνταν από μία τέτοια εξέλιξη, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εξαρχής αποτελούσε εναλλακτικό – ή ακόμα και βασικό – πολιτικό σχέδιο της αστικής τάξης κ.ο.κ. Το πραγματικό ερώτημα μίας ολόκληρης προηγούμενης περιόδου, δεν ήταν αν η πολιτική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία ορισμένη βελτίωση της θέσης των λαϊκών τάξεων και σε ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων, εις όφελος της εργασίας, κάτι που τα ρεύματα που δεν υποστήριξαν το ΣΥΡΙΖΑ είχαν δεδομένο ότι δεν μπορούσε να συμβεί. Αλλά αν το πολιτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ με τις αντιφατικές δυνάμεις και πολιτικές στρατηγικές του θα μπορούσε να σταθεροποιηθεί και να ενσωματώσει και να διαχειριστεί τα ριζοσπαστικά ρεύματα τα οποία θα επιδίωκαν μία κοινωνικό πολιτική συνεργασία, με πολιτικές απόψεις και ρεύματα στη βάση του ΣΥΡΙΖΑ. Ο φόβος ότι αυτές οι συνεργασίες θα παρήγαγαν ένα συνεχές με την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, σε συνδυασμό με την λανθασμένη εκτίμηση της συγκυρίας και την ταύτιση στρατηγικού στόχου και τακτικής, χαρακτήρισε αυτές τις πολιτικές αντιλήψεις τα πέντε τελευταία χρόνια. Υπονόμευσε την όποια πολιτική συνεργασία από δυνάμεις που διαφοροποιούνταν με ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά από το ΣΥΡΙΖΑ, υπονόμευσε την συνεργασία με τη βάση του ΣΥΡΙΖΑ σε σχήματα κοινωνικών χώρων, ή και σε τοπικό επίπεδο, ακόμα και στις περιπτώσεις που η ηγεμονία του προγράμματος των αριστερών αντικαπιταλιστικών δυνάμεων ήταν δεδομένη. Όμως όπου οι διεργασίες αυτές συντελέστηκαν, όχι μόνο δεν ενσωματώθηκαν οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, αντίθετα διευκόλυναν έναν καλύτερο συσχετισμό δυνάμεων, στους επιμέρους χώρους αλλά και ενίσχυσαν τις τάσεις που εκδηλώνονται σήμερα, για πλήρη ρήξη με το σοσιαλφιλελεύθερο ΣΥΡΙΖΑ με ένα πρόγραμμα σαφώς μετατοπισμένο προς τα αριστερά σε σχέση με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ακόμα και του ιδρυτικού συνεδρίου. Σήμερα αναδεικνύεται πολιτικά και οργανωτικά η χρεοκοπία αυτών των αντιλήψεων στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
29. Σε ορισμένες τοποθετήσεις όπως διαμορφώνονται ακόμα και σήμερα, είναι εμφανής η λανθασμένη ανάγνωση του συσχετισμού δυνάμεων. Επαναφέρεται εκ νέου η τοποθέτηση ότι υπάρχουν ευρεία τμήματα των λαϊκών μαζών που έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να αναζητούν απαντήσεις με άξονα μία επαναστατική διέξοδο. Ως σημείο τέτοιας ριζοσπαστικοποίησης γίνεται αντιληπτό και το εύρος αλλά και ο ταξικός χαρακτήρας του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα. Πάνω στο έδαφος αυτών των εκτιμήσεων, υπάρχουν τοποθετήσεις που αναδεικνύουν την αναγκαιότητα συγκρότησης ενός μετώπου επαναστατών, το οποίο θα συμπεριλαμβάνει μόνο τις δυνάμεις εκείνες που ταυτίζονται στο πρόγραμμα, στο στρατηγικό στόχο και στη μεθοδολογία. Καταλήγει έτσι να θέτει ως αναγκαίο σημείο για τη σύναψη πολιτικών συμμαχιών το στόχο της «αντικαπιταλιστικής ανατροπής της επίθεσης» και της «επαναστατικής υπέρβασης – κατάργησης του καπιταλισμού».
30. Η άποψη μας είναι ότι παραμένει κρίσιμο για την επαναστατική αριστερά να επάγει στοιχεία της αντίληψης και της στρατηγικής της σε τμήματα της ευρύτερης αριστεράς και να έχει μία πολιτική γραμμή και μία στρατηγική συμμαχιών που να θέτει στο κέντρο της την όσμωση με τμήματα της αριστεράς που αποκόπτονται από την επιρροή του ρεφορμισμού. Τέτοιου είδους δυνάμεις θα παραμένουν ενδιάμεσες σε σχέση με την επαναστατική – αντικαπιταλιστική αριστερά, αλλά και ταλαντευόμενες, ενώ η τοποθέτησή τους θα κρίνεται από την εξέλιξη μίας μετωπικής κατεύθυνσης και στο κοινωνικό και στο πολιτικό επίπεδο. Στο βαθμό που οι δυνάμεις αυτές τοποθετούνται με θετικό τρόπο στην κυρίαρχη αντίθεση κάθε περιόδου, θα πρέπει να επιδιώκεται η πόλωση και η σταθεροποίησή τους και η διεύρυνση κατ' αυτό τον τρόπο του ευρύτερου χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς και της απεύθυνσης του. Σήμερα, η κυρίαρχη αντίθεση συμπυκνώνεται γύρω από το ζήτημα της παραμονής ή μη στην ευρωζώνη, όπως αποτυπώθηκε και με ιδιαίτερο τρόπο στην συγκρότηση των κοινωνικό ταξικών μπλοκ κατά το δημοψήφισμα. Οι δυνάμεις που διαφοροποιούνται από το ΣΥΡΙΖΑ έχουν σε μεγάλο βαθμό ρητή τοποθέτηση γύρω από αυτό το ζήτημα, γεγονός που εν δυνάμει επιτρέπει να διαμορφωθούν οι αναγκαίοι πολιτικοί και προγραμματικοί όροι για μία πολιτική συμμαχία με αντικειμενικά αντικαπιταλιστικούς προσδιορισμούς.
31. Μόνο μέσα από μία τέτοια πολιτική συμμαχία και την εμβάθυνση και εξέλιξή της σε ένα αριστερό, ριζοσπαστικό κοινωνικοπολιτικό μέτωπο μπορεί σήμερα να δημιουργηθούν προϋποθέσεις για μία ευρύτερη ανατροπή των συσχετισμών. Ωστόσο, ακόμα και με τις καλύτερες προϋποθέσεις στους όρους συγκρότησης ενός τέτοιου μετώπου, η διαμόρφωση ενός καλύτερου συσχετισμού δύναμης για τις λαϊκές τάξεις δεν θα είναι μία εύκολη διεργασία. Από την πορεία της ταξικής αντιπαράθεσης την τελευταία πενταετία καθίσταται εμφανές ότι υπάρχουν σημαντικοί δομικοί, οικονομικοί, πολιτικοί και ιδεολογικοί παράγοντες που καθορίζουν και εμπεδώνουν το συσχετισμό δυνάμεων εις όφελος των κυρίαρχων τάξεων, παρά τα στοιχεία πολιτικής κρίσης που επανέρχονται περιοδικά. Για να υπάρξει ριζική μεταβολή αυτών των συσχετισμών είναι αναγκαία η αποδιοργάνωση και η κρίση του ηγεμονικού σχεδίου του συνασπισμού εξουσίας, της οργάνωσης της κυρίαρχης στρατηγικής. Για την αμφισβήτηση πτυχών της αστικής ηγεμονίας δεν αρκεί η μη ενεργητική στράτευση στην πολιτική των κυρίαρχων τάξεων ή ακόμα και η διακοπή της ανοχής σε αυτήν από την πλευρά των λαϊκών τάξεων. Είναι απαραίτητη η ενεργητική στράτευση, ή και η ανοχή, πάνω σε ένα συγκροτημένο αντιηγεμονικό σχέδιο, το οποίο θα διαθέτει υλικές διακλαδώσεις και αντιπροσωπεύσεις στο εσωτερικό του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων, των κοινωνικών χώρων, αλλά και αντανακλάσεις στο εσωτερικό των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους. Αυτό σημαίνει μία διαφορετική πολιτική στρατηγική, κτήμα ενός πολιτικού υποκειμένου, μέσα από το οποίο αντιπροσωπεύονται μεγάλα τμήματα των λαϊκών τάξεων και η οποία περιγράφει μία εναλλακτική λύση κοινωνικής οργάνωσης από την παρούσα.
32. Σήμερα, μπορεί να αμφισβητούνται οι εκφραστές του πολιτικού συστήματος στις διαφορετικές μορφές ακόμα και σε σημαντικές επιμέρους επιλογές τους, ωστόσο δεν αμφισβητούνται πλειοψηφικά στο εσωτερικό των λαϊκών τάξεων οι βασικές οργανωσιακές παράμετροι του νεοφιλελευθερισμού και, το κυριότερο, μία τέτοια αμφισβήτηση δεν αποκρυσταλλώνεται ενεργητικά σε πρακτικές μέσα σε κοινωνικούς χώρους και μηχανισμούς. Στον αντίποδα, μία τέτοια στράτευση για την σημερινή περίοδο, θα σήμαινε την αποδοχή από ευρύτερες λαϊκές μάζες της αναγκαιότητας κοινωνικής οργάνωσης στη βάση του μεταβατικού προγράμματος, αλλά και τις ανάλογες ιδεολογικές και πολιτικές πρακτικές μέσα στους εργασιακούς και κοινωνικούς χώρους. Για την αμφισβήτηση της ηγεμονίας της αστικής στρατηγικής έχει μεγάλη σημασία η μεταβολή των ιδεολογικών σχέσεων, ως σχέσεων εξουσίας που θεμιτοποιούν την οργάνωση της ιεραρχίας στο εσωτερικό των κοινωνικών χώρων και η ανάδειξη συγκροτημένων ρευμάτων συνολικότερης αμφισβήτησης, που κατακτούν την πλειοψηφία των υποκειμένων μέσα σε αυτούς: Την άνοδο των κοινωνικών αντιστάσεων, την συμπύκνωση στιγμών αμφισβήτησης της εξουσίας των μάνατζερ και των μετόχων στο εσωτερικό μεγάλων εργασιακών χώρων, την ιδεολογική αμφισβήτηση του μοντέλου της αξιολόγησης, αξιοκρατίας στην εκπαίδευση, την αμφισβήτηση της μαζικής κατανάλωσης από πλατιά στρώματα κ.λπ.
33. Ο μόνος τρόπος μεταβολής του συσχετισμού δυνάμεων είναι η οικοδόμηση ενός ενιαίου μετώπου των εργαζομένων με τη συμμετοχή των δυνάμεων της αριστεράς που αποδέχονται το μεταβατικό πρόγραμμα, και την παρέμβαση μέσω κοινών αξόνων πολιτικών αλλά και ιδεολογικά αξιακών σε ένα σύνολο επιπέδων, οικονομικών, ιδεολογικών και πολιτικών. Η πολιτική διεργασία που σήμερα εξελίσσεται μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την οικοδόμηση ενός τέτοιου μετώπου, όμως απαιτούνται πολυεπίπεδες παρεμβάσεις. Έτσι, ο τρόπος που αντιλαμβανόμασταν εμείς τα τελευταία πέντε χρόνια τη συμβολή του ενιαίου μετώπου, πρωτίστως σχετιζόταν με την κοινωνική και πολιτική δυναμική που θα έδινε η σύγκλιση δυνάμεων της αριστεράς πάνω σε ένα μεταβατικό πρόγραμμα εργατικής διεξόδου από την κρίση και σε μικρότερο βαθμό το πόσο αυτό θα συνέβαλλε στην ανάδειξη μιας αριστερής κυβέρνησης. Ακόμα όμως και η ανάδειξη μίας αριστερής κυβέρνησης θα μπορούσε να υποστηριχθεί μόνο υπό την προϋπόθεση της ανάπτυξης του μαζικού κινήματος και των παράλληλων θεσμών και πρακτικών του και στο πλαίσιο του κατάλληλου προγράμματος.
34. Σήμερα το να τεθεί ένας τέτοιος άμεσος στόχος της αριστερής κυβέρνησης με αναλογίες του τρόπου με τον οποίο το έθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και αν γίνεται στο πλαίσιο της εφαρμογής του μεταβατικού προγράμματος, δεν αντιστοιχεί ούτε στη συγκρότηση και στο επίπεδο του λαϊκού κινήματος ούτε στους κοινωνικό πολιτικούς συσχετισμούς. Ο στόχος μίας τέτοιας πολιτικής συμμαχίας πρέπει να είναι καταρχήν και η καταγραφή ενός εκλογικού αποτελέσματος που θα της εξασφαλίζει ένα εύρος πολιτικής επιρροής και κοινοβουλευτική εκπροσώπησης, ώστε να εκπροσωπείται πολιτικά και στο κοινοβούλιο το κοινωνικό ρεύμα του ΟΧΙ της ρήξης στο δημοψήφισμα. Η επίτευξη αυτού του στόχου δεν είναι εξασφαλισμένη και θα κριθεί από την ταχύτητα που θα πάρουν οι εξελίξεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και από το εύρος των δυνάμεων που θα συμμετάσχουν σε αυτήν. Με αυτή την έννοια, οι όποιοι χειρισμοί πρέπει να συμβάλλουν στην έγκαιρη συγκρότηση μίας τέτοιας συμμαχίας, αλλά και στην συμμετοχή του μεγαλύτερου δυνατού εύρους δυνάμεων. Ο στόχος μίας διευρυμένης πολιτικής επιρροής τίθεται ώστε αυτή η πολιτική συμμαχία να αποτελέσει πόλο της πολιτικής και κοινωνικής αντιπολίτευσης που θα υπάρξει απέναντι στο νέο κυβερνητικό κέντρο, της επόμενης περιόδου, η πολιτική του οποίου θα βαθύνει την κρίση κοινωνικής και ίσως και πολιτικής εκπροσώπησης.
35. Με αυτή την έννοια, το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα που θα χαρακτηρίζεται από ταχύρυθμες πολιτικές εξελίξεις, το πρώτο πολιτικό μας καθήκον είναι η συμβολή στη διαμόρφωση αυτής της συμμαχίας και στη συνέχεια του μετώπου και έχει διπλό χαρακτήρα. Από τη μία, την άσκηση πίεσης για την εμβάθυνση και την κατάληξη σε συγκεκριμένο προγραμματικό πλαίσιο και σε συγκεκριμένη ανοιχτή και δημοκρατική φυσιογνωμία, αλλά και για τη συζήτηση και με άλλα ρεύματα και αντιλήψεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να στηριχθεί και από αυτά αυτό το εγχείρημα.
36. Ταυτόχρονα, θα πρέπει, από την άλλη πλευρά, να παρέμβουμε στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για τη συμμετοχή της σε μία τέτοια συμμαχία, με δεδομένη την αυτοτέλειά της, και συνεκτικά. Όμως, στο βαθμό που φαίνεται ότι συγκροτείται μία πολιτική και εκλογική συνεργασία (η οποία σαφώς δε θα έχει τα χαρακτηριστικά αντικαπιταλιστικού μετώπου), με την εξασφάλιση μίας δημοκρατικής φυσιογνωμίας και σε αντι ΟΝΕ και αντι ΕΕ κατεύθυνση, ακόμα και αν το ζήτημα της εξόδου από την ΕΕ δεν μπαίνει ως ρητή δήλωση, αλλά με τον τρόπο που περιγράψαμε παραπάνω, η δική μας θέση είναι ότι θα πρέπει να συμμετάσχουμε σε αυτή. Σε περίπτωση που υπάρξει άρνηση από άλλες δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να συμμετάσχουν στο εγχείρημα, αυτό θα συνεπάγεται διαφορετικές εκλογικές στάσεις. Στην περίοδο που διανύουμε, μετά από μία πενταετία οξυμένης κρίσης με τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις για τα λαϊκά στρώματα και η οποία δημιούργησε τεκτονικές πολιτικές αλλαγές, δεν έχει κανένα νόημα η εκβιασμένη στήριξη πολιτικών στρατηγικών στο εσωτερικό της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που έχουν φτάσει σε ένα όριό τους και δεν μπορούν παρά να καταλήγουν στην αναπαραγωγή των ίδιων και χειρότερων πολιτικών αποτελεσμάτων. Από την άλλη πλευρά, η συγκρότηση ενός ευρύτερου μετώπου, με τις προγραμματικές οριοθετήσεις και φυσιογνωμικές δικλείδες που έχουμε ήδη περιγράψει, παρά το γεγονός ότι θα εμπεριέχει πολλαπλές αντιφάσεις, ανοίγει δυνατότητες παρέμβασης και πραγματικής αναδιάταξης του συσχετισμού δυνάμεων.
37. Ρόλο σε αυτές τις διαδικασίες καλείται και πρέπει να παίξει ο συντονισμός οργανώσεων και συλλογικοτήτων που συμμερίζονται αυτή την κατεύθυνση αλλά και ένα ευρύτερο προγραμματικό πλαίσιο. Πρέπει επίσης να επιχειρηθεί ο συντονισμός και ιδεολογικό πολιτική συζήτηση και με δυνάμεις που αποδεσμεύονται από το ΣΥΡΙΖΑ και δεν ταυτίζονται με την Α.Π. και την ΛΑ.Ε, όπως τμημάτων της νεολαίας, στελέχη προερχόμενα από το ανανεωτικό κομμουνιστικό ρεύμα, από το χώρο των συσπειρώσεων κ.λ.π.
38. Σε σχέση με το ζήτημα του πολιτικού συντονισμού και της πολιτικό ιδεολογικής σύγκλισης οργανώσεων και συλλογικοτήτων για την πολιτικό ιδεολογική σύγκλιση στην κατεύθυνση διαμόρφωσης μεσοπρόθεσμα ενός επαναστατικού - ανανεωτικού κομμουνιστικού ρεύματος οι εξελίξεις αναδιατάσσουν τις προτεραιότητες και δημιουργούν δυνατότητες. Όλη η προηγούμενη περίοδος κατέδειξε ότι έγιναν βήματα αλλά λιγότερα από τα αναγκαία. Είναι απαραίτητες διαδικασίες θεωρητικοπολιτικής εμβάθυνσης και διαμόρφωσης πεδίων σύγκλισης. Για την όποια αναβαθμισμένη πολιτικό οργανωτική συνεργασία και όχι απλώς μετωπική συσπείρωση, η ενότητα θέσεων σε ιδεολογικοπολιτικά ζητήματα είναι απαραίτητη. Δεν αρκεί η ενότητα σε ζητήματα τακτικής ή πολιτικής στρατηγικής για τη συγκυρία, γιατί η κατάληξη σε κοινές πρακτικές και τακτικές από διαφορετικές ιδεολογικοπολιτικές αφετηρίες, εργαλεία και θέσεις μπορεί να είναι δυνατή, όμως δεν μπορεί να διατηρείται μεσοπρόθεσμα.
39. Οι εξελίξεις μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ και η ύπαρξη δυνάμεων που αποδεσμεύονται, όπως και ενδεχόμενες εξελίξεις στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, καθιστούν υποκείμενο της ανασύνθεσης ενός ανανεωτικού κομμουνιστικού ρεύματος ευρύτερες τάσεις και απόψεις από τις μέχρι τώρα υφιστάμενες. Σε αυτή τη συγκυρία, όπου θα διαμορφωθούν ευρείες ανακατατάξεις και ρήξεις, θα συγκροτηθεί μία εκλογική συνεργασία ευρύτερων δυνάμεων η οποία στοχεύουμε να μετασχηματιστεί σε μετωπική συσπείρωση το πρωταρχικό πολιτικό μας καθήκον είναι η προσήλωση των δυνάμεών μας στην εξέλιξη αυτής της διεργασίας διαμόρφωσης της μετωπικής συσπείρωσης. Η ίδια η εξέλιξη προς τη συγκρότηση του αριστερού, ριζοσπαστικού μετώπου, θα παράγει ρήξεις και ανακατατάξεις, και θα καταστήσει αυτή τη συζήτηση αντικείμενο που θα αφορά ευρύτερα ρεύματα άλλες δυνάμεις με τις οποίες μπορούν να διαμορφωθούν όροι πολιτικού συντονισμού και σύγκλισης.
40. Μέσα στο πλαίσιο αυτού του μετώπου θα υπάρχουν πολλαπλές αντιφάσεις και αντιλήψεις που θα είναι σε ένα βαθμό επιρρεπείς σε μικροαστικά ιδεολογήματα και αντανακλάσεις της κυρίαρχης ιδεολογίας. Στο πλαίσιο της πάλης στο εσωτερικό ενός τέτοιου εγχειρήματος για την ηγεμονία μίας επαναστατικής γραμμής, έχει αναβαθμισμένη σημασία η αυτοτελής έκφραση επαναστατικών ρευμάτων, και η σταθεροποίηση και ανάπτυξη τους. Χωρίς την ενίσχυση των επαναστατικών αντικαπιταλιστικών ρευμάτων, το αντικειμενικά αντιφατικό μέτωπο θα ταλαντεύεται. Το καθήκον για τη συμβολή μίας ευρύτερης μετωπικής συσπείρωσης, του συντονισμού και της πολιτικό οργανωτικής συνεργασίας κομμουνιστικών ρευμάτων στο εσωτερικό της συμβαδίζει με την αναβάθμιση της πολιτικής συγκρότησης και της οργανωτικής ανάπτυξης της ΑΡΑΣ. Το επόμενο χρονικό διάστημα, αξιοποιώντας την επιβεβαίωση των βασικών πλευρών της πολιτικής μας γραμμής και την δυναμική της διεργασίας συγκρότησης του μετώπου θα πρέπει να γίνουν σημαντικά βήματα στην κατεύθυνση αυτής της διπλής συγκρότησης.
Το Κεντρικό Συντονιστικό Οργανο της ΑΡΑΣ