Ιστορίες προσφύγων: «Όσο και να τρέχεις να ξεφύγεις από το θάνατο, εκείνος θα σε καταδιώκει...»
Στην ιστοσελίδα με ιστορίες προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, ο 25χρονος Ιγιάντ διηγείται την περιπέτειά του από Χαλέπι της Συρίας στην Ευρώπη:
«Όσο και να τρέχεις να ξεφύγεις από το θάνατο, εκείνος θα σε καταδιώκει...»
Ο 25χρονος Ιγιάντ σπούδαζε αρχαιολογία στο Χαλέπι. Όταν η φοιτητική εστία όπου έμενε βομβαρδίστηκε το Μάρτιο του 2012, εγκατέλειψε το Πανεπιστήμιο. Αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω στους γονείς του που τότε κατοικούσαν στην πόλη Αλ Τάμπκα, στην κεντρική Συρία.
Εκεί δεν έμεινε κλεισμένος στο σπίτι. Έδινε το παρόν σε ειρηνικές διαδηλώσεις και συμμετείχε σε δίκτυο συγκέντρωσης και διακίνησης ιατροφαρμακευτικού υλικού προς τις αγροτικές περιοχές κοντά στη Δαμασκό όπου μαίνονταν συγκρούσεις.
Σύντομα όμως, το Μάιο του 2012, πιάστηκε μαζί με άλλους φίλους του. «Στα κρατητήρια και στις φυλακές των μυστικών υπηρεσιών του καθεστώτος είναι ρουτίνα οι εξευτελισμοί, το ξεγύμνωμα, η φάλαγγα στα πόδια και η κράτηση σε απομόνωση», λέει ο Ιγιάντ. «Ο φίλος μου έχασε την ακοή του και τα λεγόμενα ‘πάρτυ βασανιστηρίων’ έκαναν κάθε λεπτό σε εκείνο το βρωμερό μέρος να μοιάζει με αιώνα». Τον άφησαν ελεύθερο, αφού η οικογένειά του δωροδόκησε κάποιους αξιωματούχους των μυστικών υπηρεσιών.
«Στη Συρία, οι μόνοι που είναι ελεύθεροι από το φόβο είναι οι νεκροί»
Ιανουάριο του 2013 γύρισε πίσω στη γενέτειρά του, την κωμόπολη Αλ Μαγιαντίν, κοντά στο Ντέϊρ εζ Ζορ, στην ανατολική Συρία. Ήθελε να απομακρυνθεί όσο μπορούσε περισσότερο από το μακρύ χέρι του καθεστώτος. Όμως εκεί όλα πια βρισκόντουσαν υπό τον έλεγχο των εξτρεμιστών. Τότε ο Ιγιάντ κατάλαβε ότι τα είχε χάσει όλα. «Δεν υπήρχαν γυναίκες στην πόλη, μόνο κάτι ‘μαύρα φαντάσματα’ κυκλοφορούσαν. Όλα δε ήταν απαγορευμένα. Το να πίνεις τον καφέ σου το πρωί με ένα τραγούδι της Φεϊρούζ όπως έκανε πάντα κάθε Σύρος, είχε φθάσει να ισοδυναμεί με …επίκληση στο Σατανά!». Με φρίκη αναφέρει ότι η κεντρική πλατεία είχε μετατραπεί σε τόπο δημόσιων εκτελέσεων. «Στη Συρία, οι μόνοι που είναι ελεύθεροι από το φόβο είναι οι νεκροί», λέει με πίκρα.
Τότε πια «πουλήσαμε την περιουσία μας, το πατρικό σπίτι, για να φύγουμε από τη Συρία», συνεχίζει ο Ιγιάντ. Μαζί με τον θείο του τον Οζάμα και το μικρότερο αδελφό του τον Άμτζαντ, ξεκίνησαν το δύσκολο και επικίνδυνο ταξίδι. Στις 30 Ιουλίου 2014, κατάφεραν να μπουν στην Τουρκία. Εκεί καταλαβαίνουν ότι χώρος για άλλους πρόσφυγες από τη Συρία δεν υπάρχει. Τελικά, πληρώνοντας 1.100 ευρώ ο καθένας, βρήκαν θέσεις σε ένα φουσκωτό για να περάσουν απέναντι στην Ελλάδα. «Έτσι θα μπορούσαμε να πεθάνουμε μία φορά, όμως στη Συρία κάθε στιγμή πεθαίνουμε», λέει.
Το φουσκωτό του παράνομου διακινητή τούς έβγαλε στη Χίο στις 27 Οκτωβρίου. Αφέθηκαν ελεύθεροι μετά από τριήμερη κράτηση στο “κέντρο ταυτοποίησης” στο Μερσινίδι, στα βόρεια του νησιού. Επέμεναν να συνεχίσουν το ταξίδι τους με τελικό προορισμό τη Γερμανία. Όπως έλεγε ο θείος Οζάμα, «ο αδελφός μου ζει εκεί και μας έχει ζωγραφίσει μια φανταστική εικόνα για τη Γερμανία. Ονειρεύομαι να πιούμε μαζί μια μπύρα στο φεστιβάλ του Oktoberfest».
Έμειναν μία εβδομάδα στην Αθήνα και πήραν ξανά το δρόμο, αυτή τη φορά για τα Ιωάννινα. Από εκεί, άλλοι διακινητές τούς πέρασαν μεσάνυχτα κρυφά στην Αλβανία, μαζί με καμιά δεκαριά ακόμα ομοεθνείς τους, μέσα από τα βουνά, κοντά στο μεθοριακό πέρασμα της Κακαβιάς. «Πάνω στο βουνό, η βροχή έπεφτε με τους κουβάδες», λέει ο Ιγιάντ. «Περπατούσαμε τέσσερις μέρες, ώσπου βρήκαμε μια έρημη καλύβα. Μπήκαμε μέσα και βρήκαμε δύο σακιά με σφαίρες. Μείναμε όμως εκεί να βγάλουμε τη νύχτα. Είχε τόσο κρύο που αψηφήσαμε τον κίνδυνο». Αργά τη νύχτα ξύπνησαν με τη λάμψη ενός φακού. Κάποιος είχε μπει στην καλύβα. Πετάχτηκαν επάνω, φωνάζοντας πως είναι Σύροι και πως δεν θέλουν το κακό κανενός και το έβαλαν στα πόδια. Όμως, ο άγνωστος άντρας τους πήρε στο κυνήγι πυροβολώντας τους, για αρκετή απόσταση. «Εκείνη την ώρα καταλάβαμε πως όσο και αν τρέχεις να ξεφύγεις από το θάνατο, εκείνος θα σε καταδιώκει».
Μια εβδομάδα μετά, μπήκαν στο Μαυροβούνιο. Ο διακινητής που τους πέρασε από εκεί στη Σερβία τους ανάγκασε, υπό την απειλή του όπλου του, να του πληρώσουν τέσσερις φορές παραπάνω από όσα είχαν συμφωνήσει. Τους παράτησε στην τύχη τους, κοντά σε μια ψυχιατρική κλινική. Εκεί τους φιλοξένησαν για λίγες ώρες. «Από την ώρα που έφθασα στην Ευρώπη, ήταν το πρώτο μέρος που με έκανε να νιώσω τί σημαίνει ανθρωπιά και φιλοξενία».
Κατόπιν, ο δρόμος προς τη Γερμανία, μέσω Ουγγαρίας και Αυστρίας, ήταν εύκολος και γρήγορος. Επιδιώκοντας να γίνει το όνειρό τους πραγματικότητα, ο Ιγιάντ, ο αδελφός του και ο θείος τους υπέβαλαν αίτηση ασύλου στις γερμανικές αρχές, περιμένοντας την ευκαιρία να συνεχίσουν τις σπουδές τους και να πιούν εκείνη τη μπύρα στο Oktoberfest.