Ιδεώδης Δημόσια Τηλεόραση του Δημήτρη Δεληολάνη

Δεν χρειάζονται πολλές εξηγήσεις γύρω από τον κεντρικό ρόλο που παίζουν πλέον τα ΜΜΕ σε όλα τα δημοκρατικά συστήματα. Οποιοσδήποτε παρακολούθησε την εσωτερική και διεθνή επικαιρότητα στην τελευταία δεκαετία είχε τη δυνατότητα να διαπιστώσει ότι, κατά κανόνα, όλες οι πιο σημαντικές πολιτικές αποφάσεις συνοδεύτηκαν από μια εξειδικευμένη επικοινωνιακή εκστρατεία που σκόπευε στην εξασφάλιση της απαραίτητης λαϊκής συναίνεσης. Συχνά η εκστρατεία αυτή βασίστηκε σε κανόνες που χαρακτηρίζουν τις εμπορικές διαφημίσεις: αποσιωπώνται τα αρνητικά στοιχεία του προϊόντος και προβάλλονται τα θετικά.

Στην πολιτική επικοινωνία αυτό ονομάζεται χειραγώγηση. Και το φαινόμενο χειραγώγησης καθίσταται ακόμη πιο επικίνδυνο όταν στηρίζεται όχι τόσο στα διαφημιστικά μηνύματα όσο σε φορείς που αποσκοπούν στην πληροφόρηση και την ενημέρωση της κοινής γνώμης. Με άλλα λόγια, στην περίπτωση της πολιτικής επικοινωνίας, τη διαφημιστική εκστρατεία την αναλαμβάνουν όχι οι διαφημιστές αλλά οι δημοσιογράφοι, που παρουσιάζουν ως «γεγονός» ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν διαθέτει οπλοστάσιο με όπλα μαζικής καταστροφής και ότι για το ελληνικό δημόσιο χρέος δεν υπάρχει άλλη λύση παρά μόνον η προσφυγή στο ΔΝΤ και η υποταγή στην αυστηρά νεοφιλελεύθερη πολιτική του.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όπου διαγράφεται ένας πραγματικός πόλεμος για τον έλεγχο της πληροφόρησης, εντάσσονται οι ευρωπαϊκές δημόσιες ραδιοτηλεοράσεις. Με έναν ρόλο τόσο πιο ευαίσθητο όσο μεγαλύτερα και οξύτερα είναι τα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσουν οι ευρωπαίοι πολιτικοί. Καθώς αυξάνονται, πράγματι, οι πιέσεις προκειμένου να ληφθούν αποφάσεις που μειώνουν τα εργασιακά δικαιώματα και τα εισοδήματα της εξαρτημένης εργασίας, άλλο τόσο αυξάνονται και οι πιέσεις και προς τα δημόσια ΜΜΕ να υποστηρίξουν τα μέτρα αυτά, προσφέροντας στην πολιτική τα κατάλληλα επιχειρήματα.

Στην Ελλάδα υπάρχει μια πολιτική παιδεία που διευκολύνει πολύ τον κυβερνητικό έλεγχο σε ο,τιδήποτε δημόσιο. Παραδοσιακά, η έννοια της δημόσιας διοίκησης στη χώρα μας ταυτίστηκε με τον κυβερνητικό έλεγχο. Αυτό συμβαίνει ακόμη και σε βάρος του τυπικού διαχωρισμού των εξουσιών, όπως, επί παραδείγματι, στην περίπτωση της δικαστικής εξουσίας. Είναι γνωστό ότι η σταδιοδρομία των ελλήνων δικαστών και εισαγγελέων αποφασίζεται από την εκάστοτε κυβέρνηση, με αποτέλεσμα τη γνωστή απροθυμία τους να συγκρουστούν με τους πολιτικούς, ακόμη και σε περίπτωσης περίτρανης και πανθομολογούμενης παρανομίας.

Ακόμη και οργανισμοί τυπικά ανεξάρτητοι και αυτόνομοι, στην πραγματικότητα ελέγχονται όχι μόνον από την πολιτική εξουσία, αλλά άμεσα από την κυβέρνηση και τα κυβερνόντα κόμματα. Εμπειρίες όπως εκείνη του Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε χωρίς ενδοιασμούς αποτυχημένες και το ίδιο ισχύει και για άλλες Αρχές που θα έπρεπε, επί παραδείγματι, να προστατεύσουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό της αγοράς, την αξιοπιστία του Χρηματιστηρίου και πολλά άλλα κομβικά σημεία μιας πραγματικής δημοκρατίας.

Αυτά δεν συμβαίνουν μόνο στη χώρα μας. Αναφορικά με την Ιταλία, που γνωρίζω κάπως καλύτερα, είχαμε την αρνητική εμπειρία του Αντόνιο Κατρικαλά: ο δικαστικός αυτός διορίστηκε το 2005 από την κυβέρνηση Μπερλουσκόνι επικεφαλής της ανεξάρτητης Αρχής ανταγωνισμού και ρύθμισης της αγοράς. Το αποτέλεσμα ήταν να περιοριστούν τα ήδη στενά όρια ανταγωνισμού στην ημιμονοπωλιακή ιταλική αγορά και ο κ. Κατρικαλά να αναλάβει υφυπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησης του Μάριο Μόντι και αναπληρωτής υπουργός Ανάπτυξης της τωρινής κυβέρνησης του Ενρίκο Λέττα.

Επίσης αρνητική θεωρείται και η διαδικασία ελέγχου της ιταλικής δημόσιας ραδιοτηλεόρασης RAI από το κοινοβούλιο. Η αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή θεσμικά έχει αρμοδιότητα αναφορικά με το σύνολο του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου στην Ιταλία. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 όμως τα κόμματα που επηρέαζε ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι απέκλεισαν κάθε παρέμβαση του Κοινοβουλίου σε θέματα που αφορούν τα κανάλια του Καβαλιέρε. Έτσι, η Επιτροπή σήμερα ουσιαστικά περιορίζεται στην κατά γράμμα εφαρμογή της άτυπης συμφωνίας που διανέμει τα διάφορα κανάλια της RAI στον έλεγχο από μέρους των κυριοτέρων πολιτικών δυνάμεων: η RAI1 στον καθολικό χώρο (παλαιότερα στους χριστιανοδημοκράτες, τώρα στην κεντροδεξιά του Μπερλουσκόνι), η RAI3 στην κεντροαριστερά και η RAI2 μέχρι πρότινος στη μεταφασιστική δεξιά. Η κατανομή αυτής της κομματικής επιρροής καθρεφτίζεται και στην επιλογή του προέδρου και του ΔΣ.

Παρ’ ότι, με τα ελληνικά δεδομένα, η ιταλική λύση παρουσιάζει το πλεονέκτημα να εξασφαλίζεται ο πλουραλισμός και η πολυφωνία, εντούτοις οι ιταλοί δεν είναι ικανοποιημένοι από τη ρύθμιση αυτή. Ιδιαίτερα το Κίνημα 5 Αστέρων του κωμικού Μπέπε Γκρίλο θεωρεί ότι η RAI είναι στο σύνολό της στην υπηρεσία της «κομματοκρατίας» και προτείνει τη ριζική λύση της πλήρους κατάργησής της, χωρίς όμως να έχει αναπτύξει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για το ραδιοτηλεοπτικό πεδίο της χώρας. Ορισμένοι εξηγούν το προγραμματικό κενό (που δεν είναι και το μόνο) με τη γνωστή επιμονή του Γκρίλο για την ενημέρωση μέσω Διαδικτύου, υποκαθιστώντας τα παραδοσιακά media. Στην πραγματικότητα όμως, λίγοι μήνες παρουσίας του Κινήματος 5 Αστέρων στο ιταλικό Κοινοβούλιο ήταν αρκετά ώστε να γίνει σαφές στους βουλευτές του ότι η απόλυτη έχθρα προς τα παραδοσιακά ΜΜΕ και η υποτίμηση του ρόλου που διαδραματίζει η RAI απέναντι στο μοναδικό άλλο τηλεοπτικό παίκτη, τον Όμιλο Mediaset του Μπερλουσκόνι, ήταν θέσεις αδιέξοδες, μαξιμαλιστικές και, τελικά, επιβλαβείς για το ίδιο το Κίνημα. Γι’ αυτό το λόγο, το Κίνημα του Γκρίλο έκανε τις κατάλληλες κινήσεις κι έκλεισε τις σωστές συμμαχίες ώστε στις αρχές Ιουνίου να αναλάβει την προεδρία της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής RAI.

Ποια συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε από αυτή τη σύντομη σύγκριση των δύο εμπειριών πολιτικού ελέγχου της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης; Μια πρώτη βεβαιότητα είναι ότι ο ρόλος της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης παραμένει καθοριστικός διότι δεν νοείται η απόλυτη ιδιωτικοποίηση του συστήματος ενημέρωσης. Θα ήταν αυτοκτονία για το ίδιο το πολιτικό σύστημα να παραδώσει μονοπωλιακά τα ηνία της πολιτικής του επικοινωνίας στα χέρια ιδιωτών επιχειρηματιών. Ήδη πριν ξεσπάσει η κρίση, η στρεβλή κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική ραδιοτηλεοπτική αγορά οδήγησε σε σοβαρό βαθμό εξάρτησης των δυο κυβερνητικών κομμάτων από ιδιωτικά κέντρα τηλεοπτικής πληροφόρησης. Μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς το βαθμό εκφυλισμού που θα υφίστατο το δημοκρατικό σύστημα εάν αυτή η εξάρτηση γινόταν απόλυτη. Ιδιαίτερα όταν ναζιστικές συμμορίες βρίσκονται προς των πυλών.

Ένα δεύτερο στοιχείο αφορά τον τρόπο με τον οποίο η πολιτική ελέγχει τη δημόσια διοίκηση κι επομένως και τη δημόσια ραδιοτηλεόραση. Ενώ είναι θεμιτό η κάθε κυβέρνηση να θέτει τα στρατηγικά πλαίσια εντός των οποίων πρέπει να λειτουργήσει όλη η δημόσια διοίκηση, άρα και η δημόσια ραδιοτηλεόραση, έχει αποδειχθεί κοντόφθαλμη και τελικά αναποτελεσματική η συνεχής παρέμβαση κι ο έλεγχος κάθε ρεπορτάζ, κάθε καλεσμένου ή η ακριβής μέτρηση των δευτερολέπτων που αφιερώνονται σε κάθε κόμμα ή πολιτικό. Η πολιτική νομίζει ότι έτσι κερδίζει σε αναγνωρισιμότητα, αλλά αγνοεί ότι χάνει σε αξιοπιστία. Η εποχή όπου ήταν αρκετή η προβολή του εκάστοτε ηγέτη στη μικρή οθόνη προκειμένου να εμπεδωθεί στη λαϊκή συνείδηση μια «ηγετική φυσιογνωμία», έχει περάσει εδώ και πολλές δεκαετίες. Ο τηλεθεατής-ψηφοφόρος αναζητά πειστικά επιχειρήματα, βάσιμους προβληματισμούς, ειλικρινή παρουσίαση των προβλημάτων και αποτελεσματικότητα στην πρόταση λύσεων. Εισπράττει αντίθετα λογοκρισία, προπαγανδιστικές αφηγήσεις, κενή συνθηματολογία και παρωχημένες απόπειρες κομματικής συσπείρωσης και φανατισμού.

Είναι ένα από τα πολλά παράδοξα της κρίσης: η κοινωνία, που πληρώνει το μεγαλύτερο κόστος, έχει κάνει άλματα στην ιδεατή αντίληψη του τρόπου με τον οποίο πρέπει να λειτουργεί το πολιτικό σύστημα. Το ίδιο το πολιτικό σύστημα, που φέρει τεράστιες ευθύνες για την κρίση, φαίνεται αντίθετα καθηλωμένο στις παλιές ολέθριες αντιλήψεις του, ανίκανο ακόμη και να διανοηθεί μια διαφορετική επικοινωνιακή προσέγγιση με τους πολίτες.

Αυτός είναι ο γόρδιος δεσμός που πρέπει να λυθεί αν θέλουμε να εμπλουτίσουμε το ελληνικό σύστημα πληροφόρησης με μια αξιόπιστη, λειτουργική κι ελεύθερη δημόσια ραδιοτηλεόραση, στην υπηρεσία των πολιτών και των δημοκρατικών θεσμών.

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 14/06/2013 - 23:54