Η «Άνοιξη της ΕΡΤ»: Ένα μήνυμα με πολλούς αποδέκτες
Μια καταγραφή των επιπτώσεων και των τάσεων αλλαγής που έφερε στο προσκήνιο, στο ραδιοτηλεοπτικό όσο και στο πολιτικο-κοινωνικό τοπίο, το αιφνίδιο κλείσιμο της ΕΡΤ, αλλά κυρίως το εγχείρημα αυτοδιαχείρισης που λαμβάνει χώρα από τις 11/9 στο ραδιομέγαρο, η «Άνοιξη της ΕΡΤ», όπως το αποκάλεσαν, επιχειρεί ο Γιώργος Πλειός, καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών.
Αναδημοσιεύουμε:
Η «Άνοιξη της ΕΡΤ»: Από την πολιτική αυτοκτονία της κυβέρνησης στην ριζική πολιτική αλλαγή
Κύλησε περίπου ένας χρόνος από την αναρρίχηση του κ. Σαμαρά στην πρωθυπουργία και πενήντα μέρες από τη δική μας 11η, όταν η κυβέρνηση αποφάσισε και απέτυχε παταγωδώς να κλείσει την ΕΡΤ. Τη σωρεία παραβιάσεων του ελληνικού και κοινοτικού δικαίου, αλλά και της καθιερωμένης για δεκαετίες πρακτικής των δημοκρατικών χωρών της Ευρώπης και του κόσμου στον τομέα της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης πολλοί την έχουμε σχολιάσει πολλαπλώς. Εδώ θέλω να επισημάνω κυρίως δυο πράγματα. Πρώτον, ότι η «περίπτωση ΕΡΤ» είναι ίσως από τις πιο χαρακτηριστικές της παθογένειας του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Δεύτερον, μερικές από τις τάσεις αλλαγής όχι μόνο της ραδιοτηλεόρασης αλλά συνολικά του πολιτικού συστήματος και της ελληνικής κοινωνίας, που ήρθαν στο προσκήνιο με την «Άνοιξη της ΕΡΤ».
Η συγκυβέρνηση και προσωπικά ο κ. Σαμαράς και ο στενός περί αυτόν νεο-συντηρητικός πυρήνας, στην προσπάθειά τους να θέσουν υπό απόλυτο πολιτικό έλεγχο την ΕΡΤ, ο οποίος είχε αρχίσει να χαλαρώνει εξαιτίας της δυναμικής και των τάσεων που ανέδειξε η κρίση και η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού, πέτυχαν απλά να καταδείξουν τον ακραίο βαθμό κυβερνητικού παρεμβατισμού στη δημόσια ραδιοτηλεόραση με όλες τις συνέπειες που αυτός επιφέρει εδώ και δεκαετίες. Ο παρεμβατισμός αυτός αφορούσε την οργάνωση και διοίκηση της ΕΡΤ, τις προσλήψεις προσωπικού και την προνομιακή μεταχείριση ημετέρων, μεταξύ άλλων και τις αμοιβές τους, την μεροληψία και τον πολιτικό έλεγχο των προβαλλόμενων απόψεων, την αδιαφορία για τη στάση του κοινού απέναντι στη δημόσια ραδιοτηλεόραση, την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων και πολλά άλλα, όπως παγίως έκαναν τα κόμματα εξουσίας μετά τη μεταπολίτευση σε όλη την έκταση του δημοσίου. Κατέδειξαν ακόμα ότι εκεί στην κυβέρνηση δεν έχουν ιδέα τι σημαίνει δημόσια ραδιοτηλεόραση και εν γένει δημόσια αγαθά, ταυτίζοντας τους δημόσιους φορείς με το κράτος – λάφυρο. Και όχι μόνο αυτό, αλλά με τρόπο αρκετά κυνικό, εκείνοι που ευθύνονται για την κατάντια των δημόσιων οργανισμών εμφανίζονται τώρα οι σωτήρες τους. Με άλλα λόγια, και νταβατζήδες και ιεραπόστολοι. Μια αντίληψη και πρακτική καθόλα τριτοκοσμική, όπως οι ελίτ τις οποίες υπηρετούν.
Κλείνοντας την ΕΡΤ, η συγκυβέρνηση κατέφερε ακόμα να στρέψει εναντίον της την πλειοψηφία της διεθνούς κοινής γνώμης και να οδηγηθεί σε απομόνωση, όπως άλλωστε το έχει κάνει κατά το παρελθόν ο σημερινός πρωθυπουργός σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι οι επικρίσεις πήραν συχνά τη μορφή σαρκασμού και ειρωνείας, πράγμα σύνηθες στην Εσπερία για τις πολιτικές συμπεριφορές των ελίτ σε τριτοκοσμικές χώρες. Βέβαια το κακό θα ήταν μικρό, αν η κυβέρνηση δεν συμπαρέσερνε μαζί της και την εικόνα της χώρας και των Ελλήνων.
Η ελληνική κυβέρνηση κατόρθωσε να στρέψει εναντίον της την πλειοψηφία και της ελληνικής κοινής γνώμης, μάλιστα τη στιγμή που επιχειρούσε διακαώς μια χολιγουντιανή εικόνα sucess story – θρυμματισμένη πλέον ανεπανόρθωτα και εν τη γεννέσει της. Η στάση αυτή της κοινής γνώμης αν και πήρε πρωτοφανείς διαστάσεις τώρα, δεν είναι νέα. Κλιμακώθηκε βαθμιαία στην πορεία της μεταπολίτευσης με διάφορες αφορμές και είναι το αποτέλεσμα της δικομματικής ολιγαρχικής διακυβέρνησης αυτού του τόπου. Κατά τα άλλα, η συγκυβέρνηση και ιδίως ο φτωχός της εταίρος χύνουν κροκοδείλια δάκρυα γα την άνοδο του φασισμού στην Ελλάδα.
Η κυβέρνηση πέτυχε ακόμα να εισπράξει την καταδίκη των επαγγελματικών, επιστημονικών και άλλων ραδιοτηλεοπτικών /επικοινωνιακών φορέων στην Ευρώπη και στις τέσσερις κατευθύνσεις της οικουμένης, κάνοντας τη χώρα σκωπτικό ανέκδοτο, απομονωμένη, όπως στο παρελθόν έτσι και τώρα, από τον κύριο κορμό του ευρωπαϊκού κόσμου.
Όμως η αντίδραση των εργαζομένων (της ΕΡΤ) και πολλών ακόμα πολιτών κατέδειξε πολλά. Πρώτον ότι το πραγματικό πρόβλημα της ΕΡΤ εδώ και δεκαετίες ήταν ο πολιτικός της έλεγχος, όπως ακριβώς συμβαίνει και με ολόκληρη τη χώρα, της οποίας το κύριο εμπόδιο προκειμένου να γίνει μια σύγχρονη ανεπτυγμένη ευρωπαϊκή χώρα δικαίου είναι το πολιτικό της σύστημα. Όταν έφυγε (για την ακρίβεια όταν αποφάσισε να αυτοκτονήσει) αυτός ο έλεγχος, η ΕΡΤ έγινε κυριολεκτικά δημόσια στον τομέα της ενημέρωσης. Το πέτυχε προβάλλοντας όλες τις απόψεις , ασκώντας κριτική σε κάθε κατεύθυνση και καταργώντας τη διάκριση ανάμεσα σε επιτρεπτά και «απαγορευμένα θέματα» - η οποία ζει και βασιλεύει στα ιδιωτικά μεν αλλά κυβερνητικά δε κανάλια. Αυτό που έκανε εμφανές η «κρίση της ΕΡΤ» είναι ότι οι πολίτες, οι εργαζόμενοι, είναι πολύ πιο ώριμοι και πολύ πιο μπροστά από την κυβέρνησή τους.
Δεύτερον, ελλείψει διοίκησης, οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ υιοθέτησαν μοντέλα οριζόντιας ιεραρχίας, τα οποία είναι σύγχρονα και αποτελεσματικά. Αυτό που συμβαίνει σήμερα στην ΕΡΤ εκτός άλλων είναι και το μεγαλύτερο πείραμα αυτοδιαχείρισης (ραδιοτηλεόρασης) στον κόσμο. Η σημασία του εκτείνεται πολύ πέραν του ραδιοτηλεοπτικού πεδίου, σε όλο το φάσμα των δημόσιων αγαθών. Οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ όχι μόνο υπερασπίστηκαν αμισθί τη δημόσια ραδιοτηλεόραση την ώρα η κυβέρνηση επιχειρούσε να τη δολοφονήσει, για το οποίο απέσπασαν τα εύσημα πολλών πλευρών του ευρωκοινοβουλίου, αλλά έδειξαν ότι αυτοί που παράγουν το (ραδιοτηλεοπτικό) προϊόν μπορούν να διαχειριστούν πιο αποτελεσματικά τη διαδικασία παραγωγής του. Κι αυτό επιβραβεύεται από τη στάση του κοινού, την οποία τόσο πολύ αγαπούν να επικαλούνται οι κρατικοδίαιτοι νεοφιλελεύθεροι. Τρίτον, η στάση των εργαζομένων της ΕΡΤ έκανε εμφανές ότι (τουλάχιστον) στον τομέα των δημόσιων αγαθών, η αυτοδιαχειριζόμενη εργασία έχει πολλαπλάσια θετικά αποτελέσματα σε σύγκριση με την απεργία.
Τέταρτον, ότι η απουσία του κυβερνητικού εναγκαλισμού των δημόσιων οργανισμών οδηγεί σε μαρασμό και τους κρατικοδίαιτους επαγγελματίες συνδικαλιστές. Κι αυτό είναι μια ηχηρή απάντηση σε όσους φοβούνται την ανάθεση της ΕΡΤ (και άλλων δημόσιων οργανισμών) σε εκπροσώπους φορέων της κοινωνίας πολιτών.
Πέμπτον, η κρίση της ΕΡΤ έδειξε ότι η αλληλεγγύη είναι πιο αποτελεσματικός τρόπος από την αγορά για να αρθεί το φράγμα ανάμεσα σε παραγωγούς και καταναλωτές, που είναι ένα από τα σημαντικά προβλήματα νεωτερικού κόσμου.
Η «Άνοιξη της ΕΡΤ» θα συζητηθεί πολύ, θα αναλυθεί εκτενώς σε επιστημονικά , πολιτικά και επαγγελματικά φόρα, θα γίνει αντικείμενο επιστημονικών ερευνών, μεταξύ άλλων και από πολλούς που τώρα λοιδορούν «το πείραμα», πιθανώς θα γίνει ένα ακόμα πολιτικό ορόσημο. Επίσης, πολλές από τις κατακτήσεις αυτής της «Άνοιξης» ίσως ενσωματωθούν με τον ένα ή τον άλλον τρόπο σε έναν μελλοντικό βιώσιμο οργανισμό δημόσιας ραδιοτηλεόρασης και πιθανόν και άλλων δημόσιων οργανισμών.
Όμως, μεταξύ άλλων, η επιχείρηση «δολοφονήστε την ΕΡΤ» μετατράπηκε από πολιτικό πραξικόπημα σε πολιτική αυτοκτονία. Η κυβέρνηση, με τη στάση της επιτάχυνε το τέλος της και ίσως και το τέλος του πολιτικού συστήματος της μεταπολίτευσης. Για το λόγο αυτό, keep walking κ. πρωθυπουργέ.
Γιώργος Πλειός
Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.