Μια φλογάτη παντιέρα είσαι. Γι’ αυτό θα σ’ αγαπώ…
Γράμμα στα ανυπόταχτα αδέλφια μου…
Του Θανάση Βικόπουλου
Ας κάτσουμε σιμά, σύντροφε, γίγαντα, αγωνιστή. Ας μπλέξουμε τα λόγια μας, συναγωνίστρια. Χειμωνιάζει. Ίσως οι καιροί να ζύγωσαν πιά. Τα βήματα των άλλων ακούγονται καθαρά πέρα απ’ το πλατύσκαλο. Ώρα να μιλήσουμε…
Σε σένα μιλώ, εδώ, στη Θεσσαλονίκη. Χρόνια περάσαμε μαζί, αλλά τούτοι οι μήνες που μέτρησαν από κείνο το βράδυ, θαρρείς πιο κοντά μας έφεραν. Σε σένα μιλάω, εκεί, στον Έβρο. Να ανέβω σε βουνό για να φωνάξω μπας και φτάσουν τα λόγια μου στο θεσσαλικό κάμπο, να σκίσω τη θάλασσα, πιο δυνατός κι απ’ τον βασιλιά της Ιθάκης, για να ’ρθω στα Δωδεκάνησα, στο Ιόνιο; Σε βλέπω, από τα Σέρρας ως την Κρήτη, μπαίνεις και βγαίνεις στο χρόνο ως μυθικός ήρωας. Είσαι παντού στο χθες, φθάνεις ως το σήμερα, αναλλοίωτος, με μέτωπο σφραγισμένο από τους αγώνες.
Αφήνω την ιστορική ιεροσυλία να με νικήσει και σε νιώθω να ανασαίνεις βαριά στην οδό Βενιζέλου την πρωτομαγιά του ’36. Σε ακούω να αγκομαχάς στην Ακροναυπλία όταν σου σπάγανε τα πόδια, σε ξανανταμώνω στο άσπρο χιόνι της Πίνδου που το αίμα σου έβαψε κόκκινο και σε περιμένω στον Φαρδύκαμπο και στον Γοργοπόταμο να μυρίσουμε τη γη πριν την πυρπολήσουν οι φωτιές μας που αλλάξαν τον κόσμο. Σ’ έχασα τον Δεκέμβρη σε μια γωνιά στου Μακρυγιάννη και σε ξαναβρήκα σε στρατοδικείο μ’ ένα μολύβι στα χέρια που τους το πέταξες στα μούτρα, γιατί εσύ μετάνοιες δεν υπογράφεις. Στη δίκη του Μπελογιάννη έκλαψες σαν άκουσες τον Νίκο να λέει πως «παλεύουμε για ένα αύριο που δεν θα προφτάσουμε, ένα αύριο στο μπόι των ονείρων μας, στο μπόι των ανθρώπων». Δε λύγισες στα ψέμματα της «δημοκρατίας» των ξένων, δεν λύγισες στα σκοτάδια του ΕΑΤ-ΕΣΑ, «κοιμήθηκες» στα χρόνια που έβλεπες τον κόσμο μέσα από το δικό σου πρίσμα και μελαγχόλησες στους στίχους των ΦΑΤΜΕ όταν, στη δεκαετία του 80, σου είπαν πως «…τίποτα δεν έδωσε σ’ εμάς η ιστορία, αυτό το τίποτα να εκφράσεις και να εκφραστείς».
Η ιστορία, σύντροφε, συντρόφισσα, δεν επαναλαμβάνεται. Απλώς ξαναέρχεται με τα καλούδια της στα χέρια. Ώρες ώρες πιστόλι βγάζει κάτω από το μαντήλι που σκεπάζει τα γλυκά, κρότο κάνει στο μονότονο σκοτάδι της ψυχής και καλεί. Καλεί σε αγώνες, καλεί σε επαναπροσδιορισμούς της ψυχής μας σε σχέση με τους άλλους, σε σχέση με τον ίδιο μας τον εαυτό. Σε καλεί σε ετούτη την πορεία για την οποία σου μίλησα πιο μπροστά. Σου ζητά να γίνεις η συνέχειά της.
Στιγμή δεν το σκέφτηκες. Το μολύβι τούς το ξαναπέταξες στα μούτρα. Από παλιά εσύ δεν υπέγραφες μετάνοιες, θυμάσαι; Δεν φοβήθηκες την «εξορία», που τώρα πια έχει άλλη γεύση, άλλο χρώμα, αλλά εξορία είναι. Δεν φοβήθηκες τα αποσπάσματα που τώρα πια δεν έχουν σφαίρες αλλά ραμμένα στόματα, μαυρίλα και σάπια ησυχία.
Έμεινες εκεί. Στο τίμιο πεδίο της μάχης των αξιών, της ηθικής, της αξιοπρέπειας. Τώρα πια λυγίζεις μόνο από συγκίνηση σαν βλέπεις τον διπλανό σου με κομμένο χέρι να προσπαθεί να σε συνδέσει με τον έξω κόσμο. Δακρύζεις μόνο σαν σκουπίζεις το δάκρυ και τον ιδρώτα του διπλανού σου, γιατί ένα έγινες, ένα γίναμε, ως ένα τραβάμε μπροστά. Έβαλες το αντάρτικο σκουφί σου λεβέντικα, στραβά, όπως διηγούνται και τα τραγούδια άλλων αγώνων, και γράφεις την πιο λαμπρή ιστορία κινήματος εργαζομένων στη σύγχρονη ιστορία του τόπου.
Τελειώνω σύντροφε, συντρόφισσα. Έτσι σε αποκαλώ εδώ και καιρό. Βλέπεις, ο «συνάδελφος» πέθανε κάποιο βράδυ, σαν άφησε τη βάρκα του έρμαιο στα ρεύματα που τον πέρασαν στη απέναντι όχθη. Τελειώνω…
Κάτσε δίπλα στο παραθύρι του ραδιοθαλάμου σου, του γραφείου σου, βγες στην αυλή και αεροπλανάκι κάνε ετούτο το <<γράμμα>> κι άστο να φύγει. Κάντο λωρίδες για να στρίψεις τσιγάρο, άναψε το, κάντο κάπνα… Να καταλάβουν όλοι πως είσαι ακόμη εδώ.
Μια φλογάτη παντιέρα είσαι. Γι’ αυτό θα σ’ αγαπώ…
Θανάσης Βικόπουλος
Ένας από δαύτους, τους πολλούς, που κρατάνε λεύτερα τα κτίρια της ΕΡΤ...