Μήνυμα από τον εκφωνητή του Πολυτεχνείου Δ. Παπαχρήστο: H ζώσα μνήμη μας
Ό,τι έχει υπάρξει αληθινά δε γίνεται να χαθεί.
Πώς μπορώ να μιλήσω και να γράψω και να γεμίσω τα 40 χρόνια που πέρασαν από τότε. Όταν το τότε της εξέγερσης είναι το τώρα του αγώνα από εκεί που δεν μπορέσαμε να φτάσουμε εμείς.
Το εξεγερσιακό πνεύμα υπάρχει και σήμερα στους νέους, υπάρχει ως παρακαταθήκη ιστορική και συμβολική. Το Πολυτεχνείο έχει μπει στη ζωή τους και όταν ακόμη δε γνωρίζουν το τι και πώς έγινε και τι μπορεί να γίνει από δω και πέρα. Όταν τολμούν και κάνουν συγκρίσεις και αναλογίες και λένε πως τότε η χούντα είχε πηλήκιο, για να της το αφαιρέσετε και τώρα έχουμε πολλές χούντες και πώς να τις πολεμήσουμε;
Τα παιδιά φωνάζουν το σύνθημα «Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία: Η χούντα δεν τελείωσε το '73». Πολλά έχουν γίνει και πολλά έχουν αλλάξει και ο φόβος του Πολυτεχνείου συνέβαλλε σ’ αυτό. Μόνο που η σκληρή πραγματικότητα δεν έχει αλλάξει. Μπορεί να μην έχουμε εκείνη τη δικτατορία, αλλά τώρα την υφιστάμεθα με δημοκρατικώ τω τρόπω. Το επιτάσσει η τροϊκανή οικονομική χούντα. Ζούμε την ψευδαίσθηση μιας ελεγχόμενης, αντιπροσωπευτικής και ολιγαρχικής δημοκρατίας ως να υπάρχουμε μέσα σε μια εικονική πραγματικότητα. Γι’ αυτό χρειάζεται ένα κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο και ένας εθνικοταξικοπατριωτικός απελευθερωτικός αγώνας, για να μην ξεπουλήσουν την πατρίδα μας που οι ίδιοι ομολογούν ότι έχουν εκχωρήσει μέρος της εθνικής ανεξαρτησίας μας και την ακεραιότητά της, απ’ τη στιγμή που την ξεπουλούν και την υποθηκεύουν και υποδουλώνουν τις επόμενες γενιές.
Το Πολυτεχνείο δεν είναι ακόμη ένας μύθος. Είναι ένα ιστορικό γεγονός που χώρισε τη μεταπολεμική ιστορία στο πριν και στο μετά και λειτουργεί και εμπνέει σήμερα τους νέους και ως σύμβολο που τους δείχνει το δρόμο να αλλάξουν την πραγματικότητα που δεν τους αρέσει και να φτιάξουν τη δική τους. Γιατί να μην πιστέψουν όταν πιστέψουν πως η ουτοπία βρήκε τον τόπο της με την πραγμάτωσή της στο Πολυτεχνείο.
Το αυθόρμητο να αυτοοργανώνεται, να προκύπτει η αυτονομία, η άμεση δημοκρατία με συνελεύσεις, με ανακλητούς εκπροσώπους, αντιπροσώπους με συντονιστική επιτροπή, με το ραδιοφωνικό σταθμό, «η φωνή των εξεγερμένων» και με όλα τα αναγκαία της συνύπαρξης και της αναγνώρισης και την πίστη πως μπορούμε να γκρεμίσουμε τη δικτατορία. Αλλά και την πίστη στη σύγκρουση ενάντια στο καπιταλιστικό, ιμπεριαλιστικό σύστημα που τη δημιουργεί.
Δεν κάναμε μια στροφή στην Πατησίων, για να καταλάβουμε το Πολυτεχνείο. Ξεπλύναμε την ντροπή και την ανοχή που υπέδειξε ο ελληνικός λαός γι΄ αυτό φωνάξαμε «6 χρόνια είναι πολλά, δε θα γίνουνε 7», «έξω το ΝΑΤΟ κάτω ο ιμπεριαλισμός» που στήριξαν τη χούντα, «λαϊκή κυριαρχία και εθνική ανεξαρτησία», «εργάτες – αγρότες και φοιτητές», «συμπαράσταση λαέ».
Τρία χρόνια προϋπήρξαν, για να δημιουργηθεί το φοιτητικό κίνημα με συντροφιές, με παρέες, με έρωτες, αλλά και με την ανάγκη να κατακτήσουμε την ελευθερία και το δικαίωμα στο ψωμί και στη ζωή.
Για μας η ελευθερία ήταν κάτι πιο πολύ από το ψωμί. Τα παιδιά το νοσταλγούν ως να το έζησαν και αυτό είναι μια ελπίδα πως θα κάνουν τα δικά τους Πολυτεχνεία. Το Πολυτεχνείο δεν είναι ιδιοκτησία κανενός. Δεν έχει ιδιοκτήτες. Ανήκει σε όλους εκείνους που έχουν μνήμη και γνώση, συνεχίζοντας τον αγώνα, γιατί όποιος αγωνίζεται δεν έχει καιρό να απελπιστεί. Είναι η ζώσα μνήμη, είναι το κεντρί και το αγκάθι στα μαλακά της υπνώσουσας κοινωνίας. Είναι επικίνδυνο, γιατί πραγματικά και συμβολικά δείχνει το δρόμο τον ανυπότακτο σε κάθε μορφή τυραννίας. Είναι σταθμός ανεφοδιασμού για να πάρουν εφόδια και δύναμη, να εκτιναχτούν διά του παρόντος στο μέλλον.
Είχαμε γίνει πολιτικό υποκείμενο για 3 μέρες. Είχε φύγει το παιχνίδι από τα χέρια τους. Οι πολιτικοί ήταν αυτοί που εξέθρεψαν τη χούντα, γι’ αυτό όταν έπεσε, με την τραγωδία της Κύπρου, έπεσε στα μαλακά και στην αγκαλιά τους. Η εικόνα να ορκίζει ο Γκιζίκης ως Πρόεδρος της χουντικής δημοκρατίας τον Καραμανλή, τα λέει όλα. Και έτσι αρχίζει η στρεβλή μεταπολίτευση που έφερε την πατρίδα μας στη σημερινή κρίση. Τα νέα παιδιά που είναι στην ανεργία και στην ξεφτίλα θα δημιουργήσουν τα δικά τους κύτταρα και θα τα λένε «Πολυτεχνεία». Ακόμη και ας μην έχουν σχέση με εκείνο το γεγονός. Γιατί ζούνε την τυραννία της επιβίωσης και της ανάγκης, που είναι χειρότερη από μια ορατή δικτατορία. Η βία της ανεργίας, των αυτοκτονιών, της κοινωνικής κατάθλιψης έχει γίνει μια κατάσταση που δηλητηριάζει και αποσαθρώνει την κοινωνία μας. Υπάρχει βία στα μάτια των ανθρώπων, απόγνωση, απογοήτευση. Αυτά τα σημάδια αν γενικευτούν, πού θα κρυφτούν οι άλλοι; Οι άλλοι φοβούνται περισσότερο, γιατί είναι αναμενόμενη η σύγκρουση. Γιατί όταν ο ένας τρώει και ο άλλος κοιτάει, τα κακό από εκεί ξεσπάει.
Υπάρχει μια προσπάθεια, χρόνια τώρα, να συκοφαντήσουν τη γενιά του Πολυτεχνείου. Δεν ήμασταν «η γενιά».
Ήμασταν μια μειοψηφία, μια φλόγα, για να βάλουμε φωτιά στο σκοτάδι που είχε φέρει η χούντα στην πατρίδα μας. Σπάσαμε το γύψο, απελευθερωθήκαμε. Γι’ αυτό δεν μπορούσαν να σταθούν οι σωτήρες μας. Γι’ αυτό πρέπει να ξεφορτωθούμε και τους σημερινούς «σωτήρες». Είναι υποβολιμαίο ότι κάποιοι εξαργύρωσαν από τη γενιά του Πολυτεχνείου. Το απαξιώνουν σκόπιμα οι άκαπνοι ή αυτοί που θα ήταν εναντίον μας, αν ήταν τότε εκεί. Χρησιμοποιούν 10-20 ανθρώπους από εμάς που πήραν δημόσιες θέσεις και πάνε να μας ταυτίσουν όλους. Δε σέβονται ούτε τους νεκρούς, ούτε τους τραυματίες, ούτε τους ανώνυμους. Δεν ήμασταν ελεγχόμενοι. Διαμορφώσαμε την εξεγερσιακή κατάσταση από μόνοι μας. Αποτρέψαμε τη φιλελευθεροποίηση της χούντας με το Μαρκεζίνη μασκαρά και την προσπάθεια του γεφυροποιού Αβέρωφ να έχουμε μια δημοκρατία «αλλά τούρκα», να είναι οι στρατιωτικοί από πίσω και οι πολιτικοί ως μαριονέτες μπροστά. Σπάσαμε ακόμη και την καθολικότητα που ήθελε να έχει επάνω μας η παραδοσιακή αριστερά.
Δεν ήλεγχαν αυτό που κάναμε. Πήγαμε κόντρα και στους πολιτικούς και αποδείξαμε πως μπορεί να γίνει πραγματικότητα όχι μόνο το όνειρο, αλλά και η πίστη μας να αλλάξουμε τον κόσμο. Γιατί δεν ήμασταν μόνοι μας. Οι νέοι εκείνης της εποχής από τη Ν.Κορέα μέχρι την Ιταλία, το Βελιγράδι, την Πράγα, τη Γαλλία, την Αμερική είχαν εξεγερθεί γι’ αυτό και φωνάζαμε «απόψε θα γίνει της Ταϋλάνδης». Γιατί και στη μακρινή Ταϋλάνδη, τις ίδιες ώρες, είχαν εξεγερθεί και είχαν ανατρέψει το καθεστώς. Γι’ αυτό και φωνάζουμε σήμερα το σύνθημα πως ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός, που θα χωράει πολλούς κόσμους και ελεύθερους, σκεπτόμενους ανθρώπους. Και φτάσαμε στο σημείο μια και έχει απαξιωθεί όλο το πολιτικό κατεστημένο, αλλά δυστυχώς και η πολιτική, να μας σπρώχνουν στην απόγνωση και στην απογοήτευση. Ακόμη και αν θέλουν να μας υποτάξουν εμείς να φωνάζουμε πως είναι προτιμότερο να αγωνίζεται κανείς ακόμη και μάταια, παρά να ζει μάταια.