10 προτάσεις για μια εναλλακτική κυβερνητική πολιτική στην ΕΕ

Σάββατο, 19/11/2016 - 21:05
Ερίκ Τουσέν | 28.09.2016

10 προτάσεις μετά τα διδάγματα από τη συνθηκολόγηση της κυβέρνησης Τσίπρα τον Ιούλιο του 2015*

1. ΑΝΥΠΑΚΟΗ

Μια κυβέρνηση της αριστεράς πρέπει :

-   Να μην υπακούει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

-   Να αρνηθεί τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς.

-   Να αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες.

2. ΚΑΛΕΣΜΑ για λαϊκή ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗ στη χώρα και στην Ευρώπη.

3. ΠΑΥΣΗ πληρωμών του χρέους και εξέτασή του με τη συμμετοχή των πολιτών.    

4. ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ.

5. ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ των τραπεζών (μονοπώλιο του δημοσίου στον τραπεζικό και ασφαλιστικό τομέα) και ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ των υπεύθυνων για την τραπεζική κρίση.

6. ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ενός συμπληρωματικού νομίσματος είτε υπάρξει έξοδος από το ευρώ είτε όχι.

6.1. Σε συγκεκριμένες συνθήκες και εάν αποφασιστεί η έξοδος από το ευρώ, τότε είναι αναγκαία μια αναδιανεμητική νομισματική μεταρρύθμιση.

7. Ριζική ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ του φορολογικού συστήματος.

8. ΑΠΟ-ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΙΣ με εξαγορά με το συμβολικό ευρώ.

8.1. ΕΝΙΣΧΥΣΗ των δημόσιων υπηρεσιών.

9. ΜΕΙΩΣΗ του χρόνου εργασίας με ταυτόχρονη διατήρηση των μισθών.

9.1. ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ των αντικοινωνικών νόμων.

9.2. ΨΗΦΙΣΗ νόμων που να ρυθμίζουν την κρίση των ιδιωτικών δανείων, για παράδειγμα των ενυπόθηκων δανείων.

10. ΕΚΚΙΝΗΣΗ μιας συντακτικής διαδικασίας.

*Οι 10 αυτές προτάσεις διατυπώθηκαν με την ευκαιρία μιας διάλεξης που δόθηκε στο Παρίσι, στο Λιεντί στις 4 Ιουνίου 2016, με τίτλο:
« Οι προοπτικές για την αριστερά στην Ευρώπη μετά τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ».Οι δύο ομιλητές ήταν ο Ερίκ Τουσέν και ο Στάθης Κουβελάκης (καθηγητής φιλοσοφίας στο King’s College London, πρώην μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, μέλος της Λα.Ε. Εδώ βρίσκεται η παρέμβασή του: http://www.cadtm.org/Stathis-Kouvelakis-sur-le-bilan-de ). Το βίντεο της παρέμβασης του Ερίκ Τουσέν: http://www.cadtm.org/Eric-Toussaint-Apres-la


Μτφρ. Σωτήρης Σιαμανδούρας

πηγή rproject

Δεύτερο μέρος της σειράς του Ερίκ Τουσέν: "Ελλάδα και χρέος: δυο αιώνες έξωθεν παρεμβάσεων των πιστωτών": η διαιώνιση της υποτέλειας δια του χρέους

Δευτέρα, 04/07/2016 - 15:00
Δεύτερο μέρος της σειράς "Ελλάδα και χρέος: δυο αιώνες έξωθεν παρεμβάσεων των πιστωτών": η διαιώνιση της υποτέλειας δια του χρέους από τα τέλη του 19ου αιώνα έως το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Ερίκ Τουσέν

αναδημοσίευση από cadtm

Συνεχίζουμε την παρουσίαση της σειράς «Ελλάδα και χρέος: Δύο αιώνες ανάμειξης των πιστωτών», μια σημαντική δουλειά του Ερίκ Τουσέν για την ιστορία του ελληνικού δημόσιου χρέους. Το πρώτο μέρος, «Η ανεξάρτητη Ελλάδα γεννήθηκε με ένα απεχθές χρέος», δημοσιεύτηκε εδώ σε μετάφραση του Σωτήρη Σιαμανδούρα. Ακολουθεί το δεύτερο μέρος, που δημοσιεύτηκε στο contra-xreos.gr σε μετάφραση του Πάνου Αγγελόπουλου.

Σύ­νο­ψη του 1ου μέ­ρους 

Ήδη από την ανακήρυξή της σε ανεξάρτητο κράτος, η Ελλάδα είναι δέσμια δανειακών συμβάσεων (1824, 1825 και 1833) που στο σύνολό τους αντιστοιχούν στο 245% του ΑΕΠ της. Τρεις Μεγάλες Δυνάμεις (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Ρωσσία) συνασπίζονται συγκροτώντας έτσι την πρώτη Τρόικα της νεότερης Ελλάδας, η οποία θα επιβάλλει τη μοναρχία του Βαυαρού πρίγκιπα Όθωνα και θα καθυποτάξει τη χώρα δια του χρέους. Η Τρόικα υπερασπίστηκε συστηματικά τα συμφέροντα των μεγάλων τραπεζών του Λονδίνου και του Παρισιού εξασφαλίζοντας της άντληση εκ μέρους τους του μέγιστου δυνατού κέρδους από ένα επονείδιστο χρέος. Ο ελληνικός λαός που κλήθηκε να πληρώσει το υψηλό κόστος μιας σπάταλης και πολεμοχαρούς μοναρχίας προέβη σε διαδοχικές εξεγέρσεις. Αν όμως πέτυχε την αποχώρηση του δεσπότη το 1862 και τη συνακόλουθη αναγνώριση ενός Συντάγματος που του παραχωρούσε θεμελιώδη πολιτειακά και πολιτικά δικαιώματα, δεν κατόρθωσε να σπάσει τα δεσμά του χρέους. Οι Μεγάλες Δυνάμεις διατήρησαν την Ελλάδα σε καθεστώς υποτέλειας και αρνήθηκαν πεισματικά στον ελληνικό λαό την άσκηση της εθνικής του κυριαρχίας. Η μοναρχία και οι άρχουσες τάξεις επιχείρησαν συστηματικά να στρέψουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια στον εθνικισμό με βασικό τους εργαλείο και όχημα τις στρατιωτικές επιχειρήσεις ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Εισαγωγή 2ου μέρους

Σύμφωνα με μια παραπλανητική ή εσφαλμένη αλλά πάντα κυρίαρχη αφήγηση, η Ελλάδα κατάφερε να επιστρέψει στις αγορές τη δεκαετία του 1880, αφενός χάρη στη συμφωνία που επετεύχθει το 1878 με τους πιστωτές για το χρέος της περιόδου 1824-1825[1], αφετέρου χάρη στην εφαρμογή μιας ριζοσπαστικής πολιτικής μείωσης των δημοσίων δαπανών. Λέγεται έτσι ότι, στη συνέχεια, η Ελλάδα προέβη εκ νέου στη σύναψη επαχθών δανείων, γεγονός που οδήγησε σε νέα κρίση χρέους και αναστολή των πληρωμών του αρχής γενομένης το 1893. Αυτή η αδυναμία της Ελλάδας να διαχειριστεί με έλλογο τρόπο την προσφυγή στο δανεισμό έκανε τις Μεγάλες Δυνάμεις να της επιβάλουν μια διοικητική επιτροπεία δημοσιονομικού ελέγχου η οποία ανέλαβε την εκπόνηση και εφαρμογή του κρατικού προϋπολογισμού. Μια τέτοια εκδοχή των γεγονότων είναι ψευδής.

Βρίσκουμε ένα παράδειγμα της διαδεδομένης αυτής αφήγησης στην εφημερίδα Le Monde της 16ης Ιουλίου 2015 : «Όπως όμως και σήμερα, η χώρα μαστίζεται από τις πελατειακές σχέσεις και την φοροαποφυγή των υψηλά ιστάμενων. Ο Βαυαρός Όθωνας Α΄, μονάρχης βαυαρικής καταγωγής που επεβλήθη από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, εφαρμόζει ήδη από την Ανεξαρτησία μια σπάταλη πολιτική μεγάλων έργων. Ο δημόσιος τομέας προσλαμβάνει αφειδώς, ο δε στρατός απομυζά πόρους και διάγει πολυτελή ζωή… Το σύνολο χρηματοδοτείται από γενναιόδωρα (sic) δάνεια εκ μέρους των δυτικών χωρών. Η κυβέρνηση χάνει γρήγορα τον έλεγχο : το 1893, σχεδόν το ήμισυ των κρατικών εσόδων διατίθεται για την αποπληρωμή των τόκων και των χρεολυσίων»[2].

Ένα αντίστοιχο παράδειγμα βρίσκουμε στο ελβετικό οικονομικό περιοδικό Bilan της 20ης Ιουνίου 2015 : «Χάρη στη συμφωνία που κυρώθηκε το 1878, η Ελλάδα μπορεί να δανειστεί εκ νέου από τις αγορές από τον επόμενο ήδη χρόνο, το 1879. Κατά τα δεκατέσσερα επόμενα έτη, η Αθήνα θα αντλήσει ποσά που στην πραγματικότητα ισοδυναμούν με 530 εκατομμύρια φράγκα από πιστωτές του Παρισιού, του Λονδίνου και του Βερολίνου. Ωστόσο, λιγότερο από το 25% του ποσού αυτού θα πάει σε επενδύσεις έργων υποδομής για την ανάπτυξη της χώρας. Το υπόλοιπο αφιερώνεται κατά κύριο λόγο σε στρατιωτικές δαπάνες, καθώς η Ελλάδα επιδόθηκε επανειλημένα σε συρράξεις με τις γειτονικές της χώρες (με διαφορετικές κάθε φορά εκβάσεις)»[3].

Αυτό που αληθεύει στο κυρίαρχο αυτό αφήγημα είναι ότι οι ξένοι τραπεζίτες παρείχαν νέα δάνεια στην Ελλάδα. Η αφήγηση αναγνωρίζει επίσης ότι η μοναρχία ήταν σπάταλη και ενέπλεξε τη χώρα σε εξαιρετικά δαπανηρές στρατιωτικές συρράξεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι περισσότεροι σχολιαστές, πάντα έτοιμοι να δικαιολογήσουν τη στάση των πιστωτών (όπως η δημοσιογράφος τηςMonde που δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει ένα πραγματικά οξύμωρο σχήμα χαρακτηρίζοντας τα εν λόγω δάνεια «γενναιόδωρα») και επισημαίνουν ότι υπήρχε ένα πραγματικό πρόβλημα είσπραξης φόρων.

Ας δούμε τώρα τι πραγματικά συνέβη. Κατά τη δεκαετία του 1880, οι τραπεζίτες των Μεγάλων Δυνάμεων (της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσσίας, αλλά και της Γερμανίας, του Βελγίου και της Ολλανδίας…) ενδιαφέρονται ιδιαίτερα να παράσχουν δάνεια σε χώρες που εξέρχονται ενός καθεστώτος αναστολής πληρωμών. Θέτουν δε έναν όρο : τα παλαιά χρέη πρέπει να αναδιαρθρωθούν και η χώρα οφείλει να επανεκκινίσει τις πληρωμές της. Οι περισσότερες από τις χώρες που είχαν κηρύξει αδυναμία πληρωμών αποδέχτηκαν αναδιαρθρώσεις χρεών οι οποίες ήταν εξαιρετικά ευνοϊκές για τους πιστωτές. Το μέλημα των τελευταίων ήταν να διαθέσουν κεφάλαια ώστε οι χρεωμένες χώρες να ανακτήσουν τα απαραίτητα οικονομικά μέσα για την εξόφληση των παλαιών χρεών τους. Για το μεγάλο κεφάλαιο των κυρίαρχων χωρών ήταν επίσης ένας τρόπος να προβούν σε ελκυστικές επενδύσεις, δεδομένου ότι το καπιταλιστικό σύστημα περνούσε σε μια νέα φάση επέκτασης μέσω της μαζικής εξαγωγής κεφαλαίων με τη μορφή είτε δανειακών είτε επενδυτικών συμφωνιών με τις χώρες της περιφέρειας. Πρόκειται για την αρχή της «ιμπεριαλιστικής» φάσης του παγκόσμιου κεφαλαίου[4].

Οι αναδιαρθρώσεις χρέους στην Ελλάδα, την Κόστα Ρίκα, την Παραγουάη, το Περού και την Οθωμανική Αυτοκρατορία

Ιδού κάποια παραδείγματα αναδιάρθρωσης χρέους κατά την περίοδο 1878-1890 :

Η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους το 1878 και τα επακόλουθά της.
 Το ελληνικό χρέος που συνδέεται με τα δάνεια του 1824 και του 1825 αναδιαρθρώθηκε το 1878 και οι πιστωτές πέτυχαν από την Ελλάδα την αποπληρωμή του ποσού που αντιστοιχούσε στα δάνεια της περιόδου αυτής. Δεν υπήρξε λοιπόν πραγματική απομείωση χρέους και η Ελλάδα ξανάρχισε να πληρώνει τόσο τους τόκους όσο και το αρχικό κεφάλαιο των πρότερων δανείων της[5]. Μεταξύ 1879 και 1890, η Ελλάδα εξόφλησε το σύνολο του αναδιαρθρωμένου χρέους στους ιδιώτες πιστωτές της. Το ελληνικό χρέος όμως δεν μειώθηκε, διότι απλά η Ελάδα σύναψε νέα δάνεια για να αποπληρώσει τα παλαιότερα. Συνέχισε επομένως να εξοφλεί τα παλαιά δάνεια που αναδιαθρώθηκαν το 1878 και τα νέα δάνεια που σύναψε κατά τη δεκαετία του 1880.

Η αναδιάρθρωση του χρέους της Κόστα Ρίκα το 1885. 
Η Κόστα Ρίκα που είχε κηρύξει παύση πληρωμών το 1874, δέχεται το 1885 μια αναδιάρθρωση χρέους ιδιαίτερα επωφελή για τους πιστωτές της : αυτοί αποκτούν ένα μέρος των σιδηροδρόμων της χώρας, 230 000 εκτάρια γης και 2 εκατομμύρια λίρες στερλίνες.

Η αναδιάρθρωση του χρέους της Παραγουάης το 1885. 
Η Παραγουάη που βρισκόταν επίσης σε παύση πληρωμών από το 1874, δέχτηκε να παραχωρήσει στους πιστωτές ένα εκατομμύριο εκτάρια και 800 000 λίρες.

Η αναδιάρθρωση του χρέους του Περού το 1890. 
Η αναδιάρθρωση αυτού του χρέους (του πιο σημαντικού στη Λατινική Αμερική) επήλθε το 1890 με πολύ δυσμενείς όρους για τη χώρα : στους πιστωτές εκχωρήθηκαν το σύνολο των δημόσιων σιδηροδρόμων, δυο εκατομμύρια τόνοι γκουανό (φυσικό λίπασμα), μια ακτοπλοϊκή γραμμή στη λίμνη Τιτικάκα, δυο εκατομμύρια εκτάρια γης, τα ορυχεία του Σέρο ντε Πάσκο και, ωσάν κερασάκι στην τούρτα, ένα νέο δάνειο προκειμένου να χρηματοδοτηθεί ένα μέρος του χρέους που τελούσε υπό αναστολή πληρωμής. Το Περού ολοκλήρωσε την αποπληρωμή του φερόμενου ως αναδιαρθρωμένου χρέους του το 1926 !

Η αναδιάρθρωση του χρέους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 
Μετά την παύση πληρωμών το 1875, το χρέος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αναδιαρθρώθηκε μερικώς το 1881. Οι πιστωτές απαίτησαν τη μέγιστη εξόφλησή του. Για το σκοπό αυτό, δημιουργήθηκε μια οικονομική επιτροπή από ειδικούς που όρισαν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Όπως γράφει η Louise Abellard : «Το 1881 συστήνεται ένας οργανισμός υπό τον τίτλο Διοίκηση για το οθωμανικό δημόσιο χρέος. Σε αυτόν μεταφέρονται, με αυτοκρατορικό διάταγμα, πολλά έσοδα της Αυτοκρατορίας κατά τρόπο ‘οριστικό και αμετάκλητο’ (τελωνειακά έσοδα, φόροι επί οινοπνευματωδών ποτών, τέλη χαρτοσήμων, δικαιώματα αλιείας, φόροι επί του μεταξιού, μονοπώλια στο αλάτι και τον καπνό…). Εφεξής, τα έσοδα αυτά θα καταβάλλονται από τη Διοίκηση στους πιστωτές εν είδει αποζημιώσεων για τους τίτλους που διακρατούσαν πριν την παύση πληρωμών. Ο εν λόγω οργανισμός διοικούνταν εξολοκλήρου από ευρωπαίους (Γάλλους, Άγγλους, Ολλανδούς, Γερμανούς και Ιταλούς), οι οποίοι ήταν οι άμεσοι εκπρόσωποι των εθνικών πιστωτών. Εντελώς ανεξάρτητη από την κεντρική οθωμανική εξουσία, η αρχή αυτή αποτελούσε ένα εργαλείο απόλυτης εγγύησης για τους πιστωτές, οι οποίοι μπορούσαν πια να είναι σίγουροι ότι τα ποσά που είχαν επενδύσει τόσο κατά το μακρινό όσο και το πρόσφατο παρελθόν θα εξοφλούνταν στο ακέραιο. Με τη Διοίκηση λοιπόν οι κάτοχοι τίτλων αποκτούσαν άμεσα δικαιώματα διαχείρισης των οικονομικών της Αυτοκρατορίας μέχρις ότου αποζημιωθούν πλήρως για τη ‘ζημία’ που είχαν υποστεί (και, στην πραγματικότητα, μέχρι το τέλος της ίδιας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας). Σταδιακά μάλιστα οι δικαιοδοσίες της Διοίκησης επεκτάθηκαν, καθιστώντας την βασική εγγυήτρια και εποπτική αρχή για τη σύναψη κάθε συμφωνίας που άπτονταν έργων υποδομής (ειδικότερα δε των σιδηροδρόμων)»[6].

Οι αναδιαρθρώσεις χρέους χρησιμοποιήθηκαν για την έναρξη ενός νέου κύκλου δανεισμού και για την επέκταση του κεφαλαίου των ιμπεριαλιστικών χωρών

Οι αναδιαρθρώσεις χρέους που συντελέστηκαν κατά την περίοδο 1870-1880 εξυπηρετούσαν τη βούληση των πιστωτών να τοποθετήσουν στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη τα άφθονα κεφάλαια που είχαν συσσωρεύσει στις χώρες του Κέντρου (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο, Ολλανδία…). Αυτές οι τοποθετήσεις κεφαλαίων γίνονταν είτε υπό τη μορφή επενδύσεων είτε υπό τη μορφή δανειακών συμβάσεων. Βασικός στόχος των νέων δανείων ήταν να διασφαλίσουν ρευστότητα στις χώρες που είχαν κηρύξει παύση πληρωμών ώστε αυτές να ξαναρχίσουν να πληρώνουν τα χρέη τους. Σε πολλές περιπτώσεις, όπως είδαμε και παραπάνω όσον αφορά τη Λατινική Αμερική, οι αναδιαρθρώσεις χρέους πήραν εν μέρει τη μορφή ανταλλαγής παλαιών τίτλων χρέους έναντι τίτλων ιδιοκτησίας γης ή/και επιχειρήσεων. Το βασικό κριτήριο των τραπεζών ή άλλων επενδυτών δεν ήταν ούτε η οικονομική υγεία των δανειοληπτριών χωρών, ούτε η ικανότητά τους να διαχειριστούν τα ποσά των δανείων, ούτε η δυνατότητα να τα εξοφλήσουν. Οι βασικές τους μέριμνες ήταν να χρησιμοποιήσουν τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους για να αντλήσουν τη μέγιστη δυνατή απόδοση, για να διατηρήσουν τις χρεωμένες χώρες σε μια σχέση διαρκούς ανάγκης εξωτερικής χρηματαδότησης – εξασφαλίζοντας μάλιστα ότι, σε περίπτωση δυσκολιών αποπληρωμής, οι κυβερνήσεις των δικών τους χωρών θα ήταν έτοιμες να παρέμβουν ακόμα και με στρατιωτικά μέσα για να επιβάλουν την επανεκκίνηση ή τη συνέχιση των πληρωμών - ή ακόμα για να ενισχύσουν το καθεστώς αποικιοκρατίας στις εν λόγω χώρες.

Στην Τυνησία, την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Ελλάδα, οι ισχυροί πιστωτές – μεταξύ των οποίων η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία καταλάμβαναν πάντα μια προνομιακή θέση – επέβαλαν μια διεθνή δομή διαχείρισης με ιδιαίτερα εκτεταμένες εξουσίες. Το ελληνικό κράτος γνώρισε αυτή την κατάσταση από την ίδρυσή του, όπως δείχνει η συμφωνία του 1832 με τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Ρωσσία και το Βασίλειο της Βαυαρίας με την οποία καθιερώνεται η μοναρχία και δίδεται απόλυτη προτεραιότητα στην εξόφληση του χρέους[7]. Στην Τυνησία, μια διεθνής οικονομική επιτροπή επιβλήθηκε το 1869, προτού η χώρα περιέλθει εξολοκλήρου στον άμεσο έλεγχο της Γαλλίας το 1881. Όσον αφορά την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι πιστώτριες δυνάμεις δημιούργησαν τη Διοίκηση του δημόσιου χρέους, η οποία διέθετε είκοσι γραφεία άμεσης είσπραξης στο σύνολο της επικράτειας (από την Υεμένη έως τη Θεσσαλονίκη) και 5 000 υπαλλήλους. Στην περίπτωση της Ελλάδας, το καθεστώς υποτέλειας στις πιστώτριες δυνάμεις που εγγράφηκε εκ των πραγμάτων στη διεθνή ληξιαρχική πράξη γέννησης του νέου κράτους, πήρε μορφές οι οποίες, καίτοι εξελίχθηκαν, δεν έπαψαν ποτέ να κάνουν ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία τους : από την φυσική συμμετοχή και εποπτεία των Βρετανών, Γάλλων και Ρώσσων πρέσβεων στο υπουργικό συμβούλιο το 1843[8], μέχρι τη διεθνή επιτροπή οικονομικών του 1898 (η οποία, σημειωτέον, διατηρήθηκε μέχρι την περίοδο της ναζιστικής κατοχής), περνώντας από τη Διεθνή Οικονομική Επιτροπή ελέγχου που συστάθηκε το 1857 για να εξασφαλίσει την αποπληρωμή του χρέους του 1833.

Οι συνέπειες της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης του 1890-1891 στην Ελλάδα

Το Νοέμβριο του 1890, το Σίτι του Λονδίνου γνωρίζει μια κατάσταση ανάλογη με αυτή που γνώρισαν το Σεπτέμβριο του 2008 οι ΗΠΑ με την πτώχευση της Lehman Brothers η οποία οδήγησε στο κλείσιμο της στρόφιγγας πιστώσεων (credit crunch), σε μια διεθνή τραπεζική κρίση και, ένα χρόνο μετά, σε μια παγκόσμια οικονομική ύφεση. Στις 8 Νοεμβρίου 1890, οι τραπεζίτες του Λονδίνου συναντιούνται επειγόντως για να επεξεργαστούν τρόπους αντιμετώπισης του πανικού που θα προκαλούσε μια πιθανή πτώχευση της Baring Brothers, μιας από τις βασικές τράπεζες του Λονδίνου. Στις 10 Νοεμβρίου, συναντιούνται και με τη βρετανική κυβέρνηση, η οποία αναλαμβάνει να έλθει σε επαφή με τις αρχές των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων προκειμένου να εξευρεθεί μια συντονισμένη απάντηση στην κρίση. Μολονότι η Baring Brothers διασώθηκε (κάτι που δεν συνέβη στην πρίπτωση της Lehman Brothers), μια ισχυρή χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση ξέσπασε κατά την περίοδο 1891-1892. Μεταξύ των τραπεζών που οργάνωσαν τη διάσωση της Baring Brothers περιλαμβάνονταν η Banque Rothschild (η οποία ήταν παρούσα σε Λονδίνο, Παρίσι και άλλες ευρωπαϊκές πόλεις και έπαιξε κεντρικό ρόλο στη σύναψη του χρέους της Ελλάδας), καθώς και δυο τράπεζες που στη συνέχεια θα συγχωνευτούν, η J. P. Morgan (η οποία ήταν ήδη η βασική τράπεζα επενδύσεων των ΗΠΑ) και J. S. Morgan (επίσης παρούσα στο Λονδίνο και συνδεόμενη με άμεσους οικογενειακούς δεσμούς με την J. P. Morgan)[9].

Στα άρθρα που ο μεγάλος διεθνής Τύπος αφιέρωσε κατά τη διετία 2015-2016 στην κρίση του ελληνικού χρέους, δεν θα βρείτε πουθενά μια συσχέτιση ανάμεσα στην εξέλιξη της διεθνούς χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κατάστασης και την αναστολή πληρωμής του χρέους που κήρυξε το ελληνικό κοινοβούλιο το καλοκαίρι του 1893. Παρ’όλα αυτά, η κρίση που ξεκίνησε στο Λονδίνο το Νοέμβριο του 1890 προκάλεσε διεθνή οικονομική ύφεση, συρρίκνωση των διεθνών εμπορικών συναλλαγών, παύση διεθνών τραπεζικών πιστώσεων… Η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με μια κάθετη πτώση των εξαγωγών της τη στιγμή που είχε απόλυτη ανάγκη από το συνάλλαγμα σε ισχυρό ξένο νόμισμα που της εξασφάλιζαν αυτές οι εξαγωγές για να συνεχίσει να πληρώνει το εξωτερικό χρέος της. Οι πωλήσεις της κορινθιακής σταφίδας στο εωτερικό αντιπροσώπευαν τα 2/3 των ελληνικών εξαγωγών ! Οι εξαγωγές αυτές σημείωσαν πτώση της τάξης του 50% κατά την περίοδο 1891 και 1893. Και υπήρχαν δυο λόγοι γι αυτήν την κάθετη πτώση : 1. η διεθνής κρίση και η συρρίκνωση της ζήτησης στις πιο πλούσιες χώρες, 2. η απόφαση που πήραν η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσσία να επιβάλουν έναν φόρο στις εισαγωγές κορινθιακής σταφίδας στις αγορές τους. Οι τρεις αυτές μεγάλες πιστώτριες δυνάμεις της Ελλάδας περιόρισαν δραστικά την πρόσβαση της κορινθιακής σταφίδας στις αγορές τους την ίδια στιγμή που υποστήριζαν με ζήλο την αρχή ελεύθερων συναλλαγών και την κατάργηση όλων των φόρων και δασμών σε εισαγωγές και εξαγωγές[10]. Για την Ελλάδα, η πτώση των εσόδων από τις εξαγωγές, σε συνδυασμό με την αδυναμία να εξασφαλιστούν νέες πιστώσεις από βρετανικές, γαλλικές και γερμανικές τράπεζες, οδήγησε στην απόφαση της αναστολής πληρωμής του χρέους καθώς το 56% των κρατικών εσόδων ήταν αφιερωμένα σε αυτό[11]. Μεταξύ των παραγόντων που σχετίζονται με ό,τι προηγήθηκε, υπάρχει επίσης η πτώση της αξίας του ενικού της νομίσματος σε σχέση με την αγγλική λίρα και τα άλλα ισχυρά νομίσματα. Με ένα υποτιμημένο νόμισμα, το πραγματικό κόστος της αποπληρωμής του εξωτερικού χρέους ήταν ακόμα πιο δυσβάστακτο.

Όσον δε αφορά τους σχολιαστές που κατηγορούν την Ελλάδα ότι προβαίνει εύκολα σε αθέτηση πληρωμών, θα ήταν χρήσιμο να θυμίσουμε ότι κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η Ισπανία προέβη σε αναστολή πληρωμών του χρέους της έξι φορές, η Αυστρο-ουγγρική Αυτοκρατορία πέντε, τρεις φορές η Πορτογαλία, δυο η Πρωσία και μια η Ρωσία[12].

Ο πόλεμος του 1897 ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και η αναδιάρθρωση χρέους που ακολούθησε

Η ελληνική μοναρχία και οι εγχώρια άρχουσα τάξη επιδόθηκαν σε έναν καταστροφικό πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1897, γνωστό και ως «Ατυχή πόλεμο». Οι Μεγάλες Δυνάμεις χειραγώγησαν με σαφήνεια και μέχρι την τελευταία στιγμής τα δυο ήδη αντιπαλώμενα κράτη προκειμένου να τα οδηγήσουν σε πόλεμο[13].
Ο στόχος τους ; Αποδυναμώνοντάς τα μέσω μιας στρατιωτικής σύρραξης, μπορούσαν να ενισχύσουν το βαθμό ελέγχου τους και στις δυο χώρες, ειδικότερα μέσω του χρέους. Όσο πιο δαπανηρός ήταν ο πόλεμος τόσο θα μπορούσαν να αυξήσουν τις απαιτήσεις τους τόσο ως προς την Ελλάδα όσο και ως προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η κατάληξη ήταν ένα σύμφωνο ειρήνης που υπεγράφη στην Ισταμπούλ στις 4 Δεκεμβρίου 1897 υπό την αιγίδα των Μεγάλων Δυνάμεων, δηλαδή της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας (μέλη της Τρόικας που είχε ήδη συγκροτηθεί από το 1830), της Αυστρο-ουγγρικής Αυτοκρατορίας, της Γερμανίας και της Ιταλίας[14]. Το 1898, ένα νέο δάνειο παραχωρήθηκε στην Ελλάδα, με την Τρόικα να αναλαμβάνει γι ακόμη μια φορά τον ρόλο του εγγυητή. Το δάνειο αυτό δόθηκε στο πλαίσιο του συμφώνου ειρήνης και περιελάμβανε την καταβολή εκ μέρους της Ελλάδας μιας σημαντικής αποζημίωσης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Και οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν κάθε συμφέρον η Ελλάδα να αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος του εν λόγω δανείου για να αποζημιώσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στην πραγματικότητα, όπως σημειώσαμε παραπάνω, ήλεγχαν ήδη τα οικονομικά της τελυταίας και μπόρεσαν να αξιοποιήσουν τις αποζημιώσεις αυτές για την αποπληρωμή του χρέους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στους πιστωτές της. Οι πιστωτές της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν οι ίδιοι !

---------------------------------------------------------------------------------------

Το δάνειο του 1898 και η υπαγωγή της Ελλάδας σε καθεστώς επιτροπείας μέσω της Διεθνούς Επιτροπής Οικονομικών

Η νόμος που ψηφίστηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο στις 26 Φεβρουαρίου 1898 είναι πανομοιότυπος με το σχέδιο νόμου που συνέταξε η Διεθνής Επιτροπή Οικονομικών (ΔΕΟ). Η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη να αποδεχτεί όλους τους όρους των πιστωτών. Σύμφωνα με το νόμο αυτό, η ΔΕΟ αναλαμβάνει τον έλεγχο των κρατικών εσόδων και τα διαχειρίζεται για την εξυπηρέτηση του χρέους :

- του δανείου του 1833 με εγγυητές τη Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Ρωσία,

- των δανείων που σύναψε το ελληνικό κράτος στο εξωτερικό κατά την περίοδο 1881- 1893,

- του νέου δανείο που αναγκάστηκε να συνάψει η Ελλάδα προκειμένου να αποπληρώσει τα προηγούμενα και να καταβάλει τις πολεμικές αποζημιώσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Το δάνειο του περιλαμβάνει δυο μέρη :

1) Ένα δάνειο για την πολεμική αποζημίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ύψους 92 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων (4 εκατομμύρια τουρκικές λίρες), στα οποία προστίθενται 2,3 εκατομμύρια φράγκα (100.000 τουρκικές λίρες) που η Ελλάδα οφείλει να καταβάλει ως αποζημίωση για τις ζημίες που προκάλεσε σε ιδιωτικές περιουσίες.

2) Ένα νέο δάνειο για να εξοφλήσει παλαιά χρέη και για να καλύψει το έλλειμμα του έτους 1897 ώστε να μπορέσει να εξοφλήσει το χρέος της, τουτέστιν ένα συνολικό ποσό 55 εκατομμυρίων φράγκων που προορίζεται :

- για την κάλυψη του ελλείμματος του προϋπολογισμού του ελληνικού κράτους κατά το έτος 1897 (26 εκατομμύρια φράγκα),

- για τις πληρωμές που η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να καταβάλει το 1898 στους κατόχους του παλαιού εξωτερικού χρέους της (2,5 εκατομμύρια φράγκα),

- για την αποπληρωμή ή την μετατροπή του κυμαινόμενου χρέους της σε χρυσό (26,5 εκατομμύρια φράγκα).

Το νέο δάνειο που επιβαρρύνει την Ελλάδα ανέρχεται στα 123,5 εκατομμύρια φράγκα (28,5+95), στα οποία προστίθεται η μετατροπή του χρέους της ύψους 26,5 εκατομμυρίων φράγκων. Στο δάνειο μάλιστα αυτό θα προστεθεί, με το πέρας του χρόνου και ανάλογα με τις ανάγκες, και πάντα υπό τη μορφή νέων δανείων, ένα ποσό που θα ανέλθει στα 20 εκατομμύρια φράγκα για την κάλυψη των συνολικών ελλειμάτων των επομένων ετών.

Το άρθρο 4 του νόμου που συνέταξε η ΔΕΟ και ενέκρινε υπάκουα το Ελληνικό Κοινοβούλιο στις 26 Φεβρουαρίου 1898, διευκρινίζει ότι «τα διοικητικά έξοδα της Επιτροπής, που ανέρχονται στο ποσό των 150.000 φράγκων, συμπεριλαμβανομένων των 60.000 φράγκων που προβλέπονται για τις απολαβές των έξι Αντιπροσώπων, θα αντλούνται από το συνολικό ποσό των κρατικών εσόδων». Οι έξι αντιπρόσωποι εκπροσωπούν τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Ρωσία, την Αυστρο-ουγγαρία, τη Γερμανία και την Ιταλία.

Η ΔΕΟ επιβάλλει στην Ελλάδα να καταβάλει περίπου 39 εκατομμύρια δραχμές ετησίως, ενώ κατά μέσο όρο τα συνολικά έσοδα του κράτους (πλην των δανείων) ανέρχονται σε περίπου 90 εκατομμύρια δραχμές. Τούτο σημαίνει ότι το 43% των κρατικών εσόδων διατίθεται απευθείας για την αποπληρωμή του χρέους. Πρέπει να σημειώσουμε ότι κανένα μέρος του νέου δανείου δεν προορίζεται για την ενίσχυση της οικονομίας της χώρας, την ανάπτυξη των υποδομών της, τη βελτίωση της δημόσιας εκπαίδευσης. Το νέο δάνειο χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνο για την αποπληρωμή παλαιών χρεών, για την καταβολή αποζημιώσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (που με τη σειρά της κάνει χρήση της αποζημίωσης για να πληρώσει τους πιστωτές της, οι οποίοι είναι ταυτόχρονα και πιστωτές της Ελλάδας) ή για την κάλυψη του ελλείματος του ελλείματων τρεχουσών συναλλαγών.

Τα μέλη της ΔΕΟ υπογραμμίζουν ότι κατά μέσο όρο ο συνολικός προϋπολογισμός του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων δεν θα υπερβαίνει τα 3,5 εκατομμύρια δραχμές, ενώ η βασιλική προικοδότηση ανέρχεται στα 1,3 εκατομμύρια δραχμές, οι δαπάνες για την αστυνομία φθάνουν τα 1,7 εκατομμύρια και αυτές για το στρατό στα 15 εκατομμύρια δραχμές ! Στο βασικό προϋπολογισμό της ΔΕΟ δεν προβλέπεται καμία απολύτως δαπάνη για τη δημόσια υγεία. Οι δαπάνες για τους σιδηροδρόμους ανέρχονται στο γελοίο ποσό των 84.350 δραχμών (που αντιστοιχεί, ενδεικτικά, στο 7,5% της βασιλικής προικοδότησης). Να σημειώσουμε επίσης ότι η ΔΕΟ επέβαλε στην Ελλάδα την αναγνώριση ενός χρέους προς τους κληρονόμους του βασιλιά Όθωνα (ο οποίος ανατράπηκε από το λαό το 1862), συνολικού ύψους 4 εκατομμυρίων δραχμών. Η ετήσια επιβάρρυνση που αντιστοιχεί στην πληρωμή αυτού του χρέους ανέρχεται σε 200.260 δραχμές, δηλαδή 2,5 φορές το ποσό που διατίθεται για τους σιδηροδρόμους της χώρας !
Η Επιτροπή δηλώνει κατηγορηματικά ότι και για το μέλλον στον ελληνικό κρατικό προϋπολογισμό «δεν προβλέπεται κανένα ποσό για την εκτέλεση μεγάλων δημόσιων έργων όπως η βελτίωση των λιμένων ή η κατασκευή νέων σιδηροδρομικών γραμμών. Σύμφωνα με το σκεπτικό της Επιτροπής, κάθε πρωτοβουλία που θα μπορούσε να αυξήσει τις δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού οφείλει να αναβληθεί μέχρις ότου επέλθει σταθεροποήση και σξισορρόπηση των οικονομικών της χώρας». Πρόκειται για μια ρητή αναγνώριση της βούλησης των μεγάλων πιστωτριών δυνάμεων να διατηρήσουν την οικονομία της χώρα σε μια κατάσταση καθυστέρησης.
Σύμφωνα με το άρθρο 11 του νόμου, η Επιτροπή ιδιοποιείται, για την αποπληρωμή του χρέους :
- το σύνολο των εσόδων από τα τέλη χαρτοσήμου, περίπου 10 εκατομμύρια δραχμές,
- το σύνολο των εσόδων από τέλη και δασμούς που εισπράττονται από το τελωνείο του Πειραιά, περίπου 10,7 εκατομμύρια δραχμές,
- το σύνολο των εσόδων από τους φόρους επί των προϊόντων καπνού, περίπου 6,6 εκατομμύρια δραχμές,
- το σύνολο των εσόδων από μονοπώλια σε αλάτι, λάδι, σπίρτα, τραπουλόχαρτα, τσιγαρόχαρτα, στα οποία προστίθεται το σύνολο των εσόδων από τα ορυχεία σμύριδας της Νάξου, περίπου 12,3 εκατομμύρια δραχμές.

Σε ποιον όμως αναθέτει η ΔΕΟ την είσπραξη των εσόδων που προέρχονται από τα μονοπώλια ; Τα καθιερωμένα μονοπώλια του λαδιού, του πετρελαίου, των σπίρτων, των τραπουλόχαρτων των τσιγαρόχαρτων και της σμύριδας Νάξου τα διαχειρίζεται μια ελληνική ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία Εταιρία Διαχείρισης Εσόδων για την εξυπηρέτηση του ελληνικού δημόσιου χρέους (ένας πρόγονος του ΤΑΙΠΕΔ[15] που επέβαλε η σημερινή Τρόικα το 2010). Οι πιστωτές επέβαλαν στην Ελλάδα να θέσει αυτήν την ανώνυμη εταιρία «υπό την άμεση εποπτεία της Διεθνούς Επιτροπής ΟΙκονομικών εν είδει ελεγκτικού οργάνου». Επιπλέον, «ένα μέλος της Διεθνούς Επιτροπής Οικονομικών που ορίζεται από αυτήν θα έχει το δικαίωμα να παρίσταται στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου και της Γενικής Συνέλευσης, ενώ η Επιτροπή δύναται να θέτει βέτο σε κάθε μέτρο που κρίνει ότι είναι αντίθετο με το νόμο ή με τα συμφέροντα που έχει αναλάβει να προασπίζει»[16].

Σύμφωνα με το άρθρο 24, «όλα τα ποσά που εισπράττει η Εταιρία σύμφωνα με το άρθρο 14 θα καταβάλλονται στο ακέραιο, τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, στο ταμείο Ελέγχου». Στην περίπτωση που τα προαναφερθέντα έσοδα είναι ανεπαρκή, η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να εισπράξει τα έσοδα από τα τελωνεία Λαυρίου (το ακαθάριστο προϊόν των οποίων εκτιμάται σε 1,5 εκατομμύρια δραχμές), Πάτρας (2,4 εκατομμύρια), Βόλου (1,7 εκατομμύρια), Κέρκυρας (1,6 εκατομμύρια), όπως προβλέπει το άρθρο 12 του νόμου.

Το άρθρο 36 προβλέπει ότι τα μέλη της ΔΕΟ μπορούν να παρεμβαίνουν αυτοπροσώπως στις εφορίες, στα γραφεία και τις εγκαταστάσεις υπηρεσιών των οποίων τα έσοδα εμπίπτουν στη δικαιοδοσία της, για να διασφαλίσουν έτσι την ορθή εφαρμογή των νομοθετικών διατάξεων και ρυθμίσεων. Έχουν επίσης πρόσβαση σε όλα τα βιβλία, τους λογαριασμούς και τα λογιστικά έγγραφα των εν λόγω υπηρεσιών. Το άρθρο 38 ορίζει ότι «ο συγκεκριμένος νόμος δεν δύναται να τροποποιηθεί παρά με τη συγκατάθεση των έξι Δυνάμεων».

Τα συμπεράσματα της ΔΕΟ αποτελούν μνημειώδη ανθολογία ψεύδους και υποκρισίας : «Εν κατακλείδι, για την ολοκλήρωση του έργου της, η Επιτροπή εμφορείται από τα υψηλά ιδεώδη και την καλή προαίρεση που χαρακτηρίζουν τη στάση των Δυνάμεων απέναντι στην Ελλάδα. Ικανοποιώντας τις νόμιμες απαιτήσεις των υφιστάμενων πιστωτών, λαμβάνει επίσης σοβαρά υπόψη της τις οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετωπίζει η χώρα. Την ίδια στιγμή, αν φροντίζει να πλαισιώσει την είσπραξη και τη χρήση των εσόδων που διατίθενται για την εξυπηρέτηση του χρέους με εγγυήσεις ικανές να παράσχουν κάθε δυνατή ασφάλεια στους κεφαλαιούχους, μεριμνά επίσης, στο μέτρο του δυνατού, για την ανεξαρτησία του ελληνικού έθνους και της ελληνικής κυβέρνησης. Το μέλλον της Ελλάδα επαφίεται πλέον στη σύνεση που θα επιδείξει η ίδια. Αν επιδοθεί με εργατικότητα, γαλήνη και ειρήνη στο έργο της βελτίωσης της διοίκησής της, στην ανάπτυξη των αγροτικών της πόρων, στην ενθάρρυνση της νεότευκτης βιομηχανίας της και στην επέκταση των εμπορικών της σχέσεων, η οικονομική της κατάσταση θα αποκατασταθεί τάχιστα, η ευεργετική της  επιρροή της θα εξαπλωθεί στο σύνολο της σφαίρας που της αντιστοιχεί και, συνεπικουρούμενη σε αυτό το ευγενές έργο από τη ευμένεια των Δυνάμεων, θα κατορθώσει, με την απαιτούμενη επιμονή και υπομονή, να κατακτήσει στην ανατολική Ευρώπη μια θέση εφάμιλη του ένδοξου παρελθόντος της».

Πρόκειται για την ίδια ρητορική που χρησιμοποιεί ακόμα σήμερα, στον 21ο αιώνα, η ευρωπαϊκή επιτροπή και οι κυβερνήσεις των πιστωτριών χωρών.

Πηγές

- το διπλωματικό έγγραφο (στα γαλλικά) : Οικονομική συμφωνία με την Ελλάδα, εργασίες της Διεθνούς Επιτροπής Οικονομικών που επιφορτίστηκε με την προετοιμασία του σχεδίου / Υπουργείο Εξωτερικών – Παρίσι, 1898, 223 σελίδες, 
http://gallica.bnf.fr/ark:/12148/bpt6k5613443s/f1.item.r=1898%20Gr%C3%A8ce%20Commission.zoom

- το κείμενο του ελληνικού νόμου με το οποίο κυρώνονται και τίθενται σε εφαρμογή οι εντολές της Διεθνούς Επιτροπής Οικονομικών, «ΦΕΚ A 28/1898 Περί Διεθνούς Ελέγχου, Νόμος ΒΦΙΘ»

http://www.et.gr/idocs-nph/search/pdfViewerForm.html?args=5C7QrtC22wF2_nGlnCu-S3dtvSoClrL8cKmIes7jI47tIl9LGdkF53UIxsx942CdyqxSQYNuqAGCF0IfB9HI6qSYtMQEkEHLwnFqmgJSA5WIsluV-nRwO1oKqSe4BlOTSpEWYhszF8P8UqWb_zFijMECEZzdtWqHLu6qGrhHfJI4iC8o9sojlMCTqVtKZzSB

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Αξίζει να σημειωθεί ότι από τη δεκαετία του 1870 και μετά, η Γερμανία και οι Γερμανοί τραπεζίτες παρεμβαίνουν ολοένα και πιο ενεργά στην περιοχή των Βαλκανίων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ήττα της Ελλάδας στον πόλεμο του 1897 οφείλεται εν μέρει και στο γεγονός ότι ο οθωμανικός στρατός είχε στις τάξεις του γερμανούς αξιωματικούς (μεταξύ των οποίων και κάποιοι στρατηγοί) που του παρείχε το Βερολίνο ως στρατιωτικούς συμβούλους. Τραπεζίτες και κυβερνήτες δραστηριοποιούνταν τόσο στην Αθήνα όσο και στην Ισταμπούλ. Έτσι, δίπλα στις Μεγάλες Δυνάμεις που απάρτιζαν την Τρόικα και ήταν απανταχού παρούσες από την Ανεξαρτησία και μετά και έσπευσαν να επωφεληθούν από την ελληνική ήττα για να ενισχύσουν την επιρροή τους στην Αθήνα, βρίσκουμε πλέον και τη Γερμανία[17]

Στον απόηχο της συνθήκης ειρήνης και του νέου δανείου, μια νέα συμφωνία, αναθεωρημένη από την ΔΕΟ, επιβάλλεται στην Ελλάδα. Η Επιτροπή εγκαθίσταται στην Αθήνα και αναλαμβάνει τον έλεγχο ενός μεγάλου μέρους του ελληνικού προϋπολογισμού, ο οποίος εξακολουθεί να χρησιμοποιείται για την αποπληρωμή του χρέους (βλ. το παραπάνω τμήμα με τίτλο: "το δάνειο του 1898…"). Η κυβέρνηση δεν έχει το δικαίωμα να τροποποιήσει τους όρους χρήσης αυτών των εσόδων ή της φορολογίας χωρίς τη συγκατάθεση της ΔΕΟ. Αυτό προσιδιάζει αρκετά στη σημερινή κατάσταση... Η Επιτροπή λειτούργησε μέχρι την κατοχή της Ελλάδας από τη ναζιστική Γερμανία το 1942 ![18]

Εκτός από την αποζημίωση που η Ελλάδα όφειλε να καταβάλει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και απορροφούσαν εξολοκλήρου οι Μεγάλες Δυνάμεις, ένα μεγάλο μέρος του νέου δανείου έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για τη συνέχιση των πληρωμών προς την Τρόικα του επαχθούς δανείου του 1833. Στη δεκαετία του 1930, η Ελλάδα εξοφλούσε ακόμα το δάνειο του 1833. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των οικονομολόγων Josefin Meyer, Carmen Reinhart και Christoph Trebesh (οι οποίοι συμμετέχουν συστηματικά σε έρευνες που διεξάγονται είτει από είτε για λογαριασμό του ΔΝΤ), μόνο το 25% των χρημάτων που δανείστηκε η Ελλάδα στην περίοδο 1894-1914 χρησιμοποιήθηκε για τακτικές δαπάνες (με εξαίρεση την εξυπηρέτηση του χρέους) και για επενδύσεις. Το 40% των ποσών που δανείστηκε χρησιμοποιήθηκαν για την αποπληρωμή του χρέους και για τις αμοιβές των τραπεζικών υπαλλήλων. Το υπόλοιπο 35% χρησιμοποιήθηκε για στρατιωτικές δαπάνες (ας μην ξεχνάμε ότι οι βασικοί προμηθευτές στρατιωτικού υλικού ήταν οι μεγάλοι πιστωτές της χώρας, κάτι που ουδόλως έχει αλλάξει από τότε)[19]. Σύμφωνα με τις δικές μας εκτιμήσεις, το μερίδιο των δανείων που αφιερώθηκε στην εξυπηρέτηση τακτικών εξόδων είναι σαφώς μικρότερο του 25% και δεν φαίνεται να υπερβαίνει το 10 με 15%.

Συμπεράσματα

(του μέρους που αφιερώθηκε στις αναδιαρθρώσεις των χρεών του 1878 και του 1898)

Βάσει των παραπάνω, το χρέος που προκύπτει από τις αναδιαρθρώσεις του 1878 και 1898 θα πρέπει να θεωρηθεί απεχθές. Η αναδιάρθρωση το 1878 δεν έκανε τίποτε άλλο από το να υποχρεώνει την Ελλάδα να συνεχίσει την αποπληρωμή του χρέους της περιόδου 1824-1825, ενός παράνομου χρέους καθότι οι όροι του ήταν ιδιαίτερα δυσμενείς για τη χώρα και εξαιρετικά ευνοϊκοί για τους πιστωτές. Αυτή η αναδιάρθρωση καθιστούσε επίσης επαχθή την αποπληρωμή του χρέους και οδηγούσε αναπόφευκτα σε μια νέα κρίση, η οποία και ξέσπασε το 1893. Η αναδιάρθρωση του 1898 ενίσχυσε ακόμα περισσότερο το βαθμό καταναγκασμού που ασκήθηκε στην κυβέρνηση και τον ελληνικό λαό, ειδικότερα μέσω της Διεθνούς Επιτροπής Οικονομικών. Επέτρεψε δε στις έξι Μεγάλες Δυνάμεις να δημεύσουν ένα πολύ μεγάλο μέρος των κρατικών εσόδων, διατηρώντας παράλληλα την Ελλάδα υπό καθεστώς πλήρους εξάρτησης από τους πιστωτές της.

Το ακόλουθο σχόλιο, που δημοσιεύτηκε στη γαλλική εφημερίδα Le Figaro το Μάιο του 1898 καταδεικνύει με σαφήνεια τη στρατηγική των πιστωτών : «Το παλαιό πολιτικό ρητό έλεγε : Διαίρει και βασίλευε. Στις μέρες μας, έχει εν μέρει αντικατασταθεί από έναν νέο κανόνα : Δάνεισέ τους χρήματα για να τους διατηρήσεις υπό την κυριαρχία σου. Θα θέλαμε να μελετήσουμε, στις περιπτώσεις της πτωχής Ελλάδας, όπως το κάναμε ήδη και στην περίπτωση της Αιγύπτου, αυτή την εκλεπτυσμένη επινόηση της μοντέρνας ιδιοφυίας : ο έλεγχος του δανειστή επί του οφειλέτη αντικαθιστά τη βάναυση κατάκτηση μέσω της παλιάς ξιφολόγχης, το νομικό συμβούλιο μετατρέπεται ανεπαίσθητα σε συμβούλιο κηδεμονίας, διακυβέρνησης αρχικά ήπιας και συλλογικής και στη συνέχεια σκληρής και προσωποπαγούς, προς όφελος του πιο πλούσιου, του πιο ισχυρού, του πιο επιδέξιου εκ των διαχειριστών και μετόχων. Θα θέλαμε να δούμε εν τη γενέσει του πώς πλέκεται και στενεύει αυτός ο κλοιός του χρήματος, αυτή η βασιλική οδός που ο αιώνας μας μετέτρεψε στο πιο αποτελεσματικό όπλο πολιτικής υπεροχής»[20].

Είναι επίσης σημαντικό να γίνει μια μελέτη ικανή να καθορίσει ποιο μέρος του εξωτερικού χρέους (του χρέους που καταβλήθηκε σε ξένο νόμισμα στις ξένες χρηματοπιστωτικές αγορές και πρέπει να διακριθεί από τα ελληνικά δάνεια που συνάφθηκαν σε εγχώριο νόμισμα) αγοράστηκε από πλούσιους Έλληνες οι οποίοι είτε διέμεναν στην Ελλάδα είτε αποτελούσαν μέρος της εύπορης ελληνικής ομογένειας στην Κωνσταντινούπολη, την Αλεξάνδρεια, τη Σμύρνη ή το Παρίσι[21]. Το βέβαιο είναι ότι αυτές οι ισχυρές ελληνικές ελίτ είχαν επενδύσει σημαντικό μέρος του πλούτου τους σε ελληνικά χρεόγραφα. Και τούτο σημαίνει ότι δεν είχαν κανένα συμφέρον να προτείνουν στους φίλους τους, δηλαδή στα στελέχη διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων, να υιοθετήσουν μια σθεναρή στάση απέναντι στους πιστωτές.

(βλ. τα συμπεράσματα αυτού του άρθρου και το τέλος του τμήματος που αποκολουθεί με τα αποσπάσματα από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Τσουκαλά).

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Κάποια στοιχεία προς κατανόηση των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα στις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Κωνσσταντίνου Τσουκαλά, La Grèce de l’indépendance aux colonels [Η Ελλάδα από την Ανεξαρτησία μέχρι το πραξικόπημα των συνταρματαγχών], εκδ. Maspero, Παρίσι, 1970[22]. Τα αποσπάσματα δίνουν μια ιδέα της ανάπτυξης των κοινωνικών κινημάτων και των μεταρρυθμίσεων που συντελέστηκαν στο πλαίσιο της ύστερης συγκρότησης ενός περιφερειακού καπιταλιστικού κράτους.
«Η συνεχής αύξηση των φόρων και των βασικών καταναλωτικών ειδών επιβάρυνε κυρίως την εργατική και τη μεσαία τάξη, οι οποίες είχαν ήδη αρχίσει να οργανώνονται σε εμπορικές ενώσεις και συνδικάτα. Τον Μάρτιο του 1909, χιλιάδες καταστηματάρχες διαδήλωσαν βίαια, σε Αθήνα και Πειραιά, ενάντια στην άνιση κατανομή των φόρων. Την 14η Σεπτεμβρίου 1909, η Αθήνα δονήθηκε από μια τεράστια διαδήλωση άνω των 50.000 ατόμων (η πόλη αριθμούσε λιγότερο από 200.000 κατοίκους). Δηλώνοντας αμέριστη πίστη στην ‘επανάσταση’, οι διεκδικήσεις των Αθηναίων πήγαιναν πολύ πιο μακριά από τις προθέσεις των αξιωματικών [της νέας αρχής που μόλις είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας]. Απαιτούσαν την εφαρμογή ενός συστήματος προοδευτικού φόρου εισοδήματος, τη λήψη μέτρων για την προστασία της παραγωγής, μια διοικητική μεταρρύθμιση που θα επέτρεπε τη δημιουργία δημόσιων υπηρεσιών και την κατάργηση του ισχύοντος καθεστώτος κατανομής των δημοσίων θέσεων στα μέλη του κυβερνώντος κόμματος. Απαιτούσαν επίσης τη βελτίωση του βιωτικού επιπέδου των εργαζομένων, τη δια νόμου απαγόρευση της τοκογλυφίας και την αναγωγή της σε αδίκημα. Αναδείκνυαν μια ταξική αντίθεση η οποία, πολιτικά, είχε παραμείνει επί μακρόν ανέκφραστη. Την ίδια στιγμή, η οργάνωση των εργατών είχε καταγράψει σημαντικές πρόδους χάρη στη δημιουργία πλήθους συνδικάτων, ενώ η δυσαρέσκεια των αγροτών είχε ενταθεί από το 1898, έτος κατά το οποίο η κρίση του εμπορίου σταφίδας, που αποτελούσε σταθερή πηγή εξαγωγών, είχε βυθίσει στην εξαθλίωση μια σημαντική μερίδα αγροτικού πληθυσμού. Η αναταραχή ήταν ιδιαίτερα έντονη στη Θεσσαλία, όπου το αίτημα για μια μεταρρύθμιση του συστήματος μεγάλης γαιοκτησίας που είχε κληροδοτηθεί από τους  Τούρκους, πυροδότησε κατά την περίοδο 1905-1910 μια σειρά αγροτικών εξεγέρσεων οι οποίες πνίγηκαν στο αίμα.»
«Οι εκλογές που ακολούθησαν, εν έτει 1910, ήταν ένας θρίαμβος για το νέο Κόμμα των Φιλελευθέρων. Ο Βενιζέλος σχημάτισε το πρώτο του υπουργικό συμβούλιο με σχεδόν εξ ολοκλήρου νέα πρόσωπα, και αυτό ήταν η αρχή μιας περιόδου εντατικής ανοικοδόμησης και ριζικών μεταρρυθμίσεων.»
«Αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού προγράμματος των φιλελευθέρων ήταν η αναθεώρηση του Συντάγματος. Το Σύνταγμα του 1864 αναθεωρήθηκε πλήρως, για να διασφαλίσει τις ατομικές ελευθερίες και να θέσει τις βάσεις ενός ‘κράτους δικαίου’. Παρ’όλα αυτά, μολονότι επίσημα τα προνόμια της μοναρχίας μειώθηκαν, οι πραγματικές δικαιοδοσίες του βασιλιά παρέμεναν ασαφείς, κάτι που έμελε να έχει εκρηκτικές συνέπειες.»
«Στηριζόμενος στο νέο συνταγματικό πλαίσιο, ο Βενιζέλος προέβη στην εφαρμογή ενός εντυπωσιακού νομοθετικού προγράμματος. Η αγροτική μεταρρύθμιση ήταν το πιο επείγον και το πιο δύσκολα επιλύσιμο πρόβλημα. Μια συνταγματική τροπολογία, η οποία επέτρεπε την απαλλοτρίωση δια αποζημίωσης, ψηφίστηκε το 1911, παρά και ενάντια στις έντονες αντιδράσεις της ακόμα ισχυρής τάξης των μεγαλογαιοκτημόνων.»

«Απαγόρευση δήμευσης χαμηλών μισθών για χρέη (1909), αναγνώριση των συνδικαλιστικών ομοσπονδιών Αθήνας και Πειραιά (1910), υποχρεωτική αργία την Κυριακή (1910), θέσπιση μια νέας και ταχείας διαδικασίας για τη διευθέτηση των διαφορών μεταξύ εργαζομένων και εργοδοσίας (1912), απαγόρευση των μικτών συνδικάτων εργαζομένων και εργοδοτών (1914), άδεια στα νεοσύστατο συνδικάτα να διαπραγματεύονται και να υπογράφουν συλλογικές συμβάσεις. Τέλος, ένα πρόγραμμα υποχρεωτικής ασφάλισης των εργαζομένων εισήχθη το 1914.

Το φορολογικό σύστημα αναδιοργανώθηκε επίσης σε μια πιο ισότιμη βάση. Μια προοδευτική φορολογία εισοδήματος θεσπίστηκε το 1911, ενώ τα δικαιώματα κληρονομιάς αναθεωρήθηκαν και οι σχετικοί φόροι αυξήθηκαν σημαντικά το 1914.»

Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Γερμανίας και της Αυστρο-ουγγαρίας, η μοναρχία και οι άρχουσες τάξεις της Ελλάδας πίστεψαν ότι βρίσκονται στα πρόθυρα υλοποίησης της ‘Μεγάλης ιδέας’, δηλαδή της προσάρτησης στην Ελλάδα μέρους της τουρκικής Μικράς Ασίας. Αυτό τις ώθησε σε μια καταστροφική περιπέτεια το 1922, η οποία άρχισε με την επίθεση του ελληνικού στρατού στην τουρκική επικράτεια και ολοκληρώθηκε με μια βαριά στρατιωτική ήττα και κυριότερα μια μεγάλη απώλεια σε ανθρώπινες ψυχές.

Το 1922, «η απόπειρα γενικής επίθεσης κατά της Άγκυρας, προπύργιο του Κεμάλ Ατατούρκ, κατέληξε σε καταστροφή. Τον Αύγουστο του 1922, ο κατατροπωμένος ελληνικός στρατός υποχωρεί άτακτα στην αντεπίθεση των Τούρκων, οι οποίοι διώκουν τους επιζώντες μέχρι τη θάλασσα, σφαγιάζουν χιλιάδες Έλληνες ως αντίποινα και, τελικά, πυρπολούν τη Σμύρνη εν τω μέσω γενικευμένουν χάους. Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα γειτονικά νησιά ή στην ηπειρωτική Ελλάδα.»

«Το αποτέλεσμα δέκα χρόνων αλλεπάλληλων πολέμων (1912-1922) ήταν η δημιουργία μιας χώρας εντελώς διαφορετικής απ’ό,τι πριν. Η ελληνική επικράτεια διπλασιάστηκε, ενώ η αύξηση του πληθυσμού ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακή. Το ενάμιση εκατομμύριο πρόσφυγες, των οποίων η κοινωνική και οικονομική ενσωμάτωση αποτέλεσε το πιο σοβαρό και επείγον πρόβλημα της χώρας, άλλαξε άρδην τη σύσταση του πληθυσμού. Τα ποσοστά του αστικού πληθυσμού εκινάχτηκαν, ιδιαίτερα στην περιοχή της Αθήνας και σε ορισμένες μεγάλες πόλεις, για να δημιουργηθεί έτσι, για πρώτη φορά, ένα σημαντικό αστικό προλεταριάτο. Ενώ το 1908, μόνο το 24% του πληθυσμού ζούσε σε πόλεις άνω των 5.000 κατοίκων, το ποσοστό ανήλθε στο 27% το 1920 και στο 33% το 1928. Από το 1920 έως το 1928, ο αριθμός των κατοίκων της Αθήνας πέρασε από τις 452.919 στις 801.622

«Ο κόσμος των αστικών κέντρων είχε επίσης μετασχηματιστεί ριζικά μετά τον πόλεμο. Οι πολυετείς αγώνες, η επίδραση της Ρωσικής Επανάστασης και, κυρίως, οι τραγικές συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων στις πόλεις έκαναν την εργατική τάξη να οργανωθεί σε μια πιο ριζοσπαστική βάση. Τον Νοέμβριο του 1918 δημιουργήθηκε η Γενική Συνομοσπονδία Συνδικάτων και μια βδομάδα αργότερα το ελληνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, το οποίο θα γίνει μέλος της Κομιντέρν το 1922 και δύο χρόνια αργότερα θα μετατραπεί σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.»

«Η πλήρης παρακμή και αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η κατάτμηση της Αιγύπτου στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα επέτρεψαν στις δυτικές δυνάμεις να τους επιβάλουν ένα οιονεί αποικιακό καθεστώς. Μεταξύ των μεγαλύτερων επωφελούμενων ήταν και οι Έλληνες έμποροι και τραπεζίτες, ενώ κατά την περίοδο 1880-1910, τεράστιες περιουσίες δημιουργήθηκαν στη περιφέρεια της Μεσογείου. Η ρωσική επανάσταση εκδίωξε τους Έλληνες που είχαν εγκατασταθεί στην Ουκρανία και η κρίση του 1922 τους έκανε να αποχωρήσουν από την Τουρκία και την Βουλγαρία. Η θέση τους ωστόσο δεν απειλήθηκε στην Αίγυπτο και, σε κάποιο βαθμό, στη Ρουμανία, όπου Έλληνες με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και επιρροή συνέχισαν να πλουτίζουν. Είναι αξιοσημείωτο ότι πολλοί από τους στενούς συμβούλους του Βενιζέλου στον οικονομικό και τραπεζικό τομέα ανήκαν σε αυτήν την κατηγορία. Αυτό αναμφίβολα εξηγεί και το γιατί ο Βενιζέλος ευθυγραμμίστηκε τόσο πρόθυμα με τα διπλωματικά συμφέροντα του βρετανικού και του γαλλικού ιμπεριαλισμού. Κατανοούμε επίσης τους ενδοιασμούς του μεγάλου ελληνικού κεφαλαίου να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στην ανάπτυξη της χώρας.»

------------------------------------------------------------------------------------------------------

Το χρέος από τη δεκαετία του 1920 μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Η ήττα της στρατιωτικής εκστρατείας που επιχείρησε η Ελλάδα στα τουρκικά εδάφη το 1922 είχε δραματικές συνέπειες για τον άμαχο πληθυσμό. Περίπου 1,5 εκατομμύριο Έλληνες που ζούσαν στην Τουρκία έπρεπε να διασχίσουν το Αιγαίο και να μεταβούν το συντομότερο δυνατό σε μια χώρα που μόλις είχε χάσει το μέρος της οθωμανικής επικράτειας που την είχε παραχωρηθεί μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με τη Συνθήκη των Σεβρών. Αυτή η μαζική προσέλευση προσφύγων έκανε τις αρχές να ζητήσουν οικονομική βοήθεια από την Κοινωνία των Εθνών, πρόγονο του ΟΗΕ, η οποία κατά την περίοδο 1924-1928 παρείχε στην Ελλάδα δάνεια των οποίων το συνολικό ποσό αντιστοιχούσε στο 20% του ΑΕΠ της χώρας. Η Κοινωνία των Εθνών απαίτησε ως αντάλλαγμα τη συνέχιση της εφαρμογής μιας πολιτικής σκληρής λιτότητας. Η εκπροσώπευση στην Ελλάδα της Κοινωνίας των Εθνών, όπως και της Διεθνούς Επιτροπής Οικονομικών που είχε δημιουργηθεί το 1898, κυριαρχούνταν από τις μεγάλες δυνάμεις και ειδικότερα την Μεγάλη Βρετανία.

Η αποπληρωμή των δανείων που χορήγησε η ΚτΕ προστέθηκε σε μια σειρά άλλων υποχρεώσεων : τη συνέχιση της εξόφλησης στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία του υπολοίπου του χρέους του 1833 (η Ρωσία είχε πάψει να αποπληρώνεται από την επανάσταση των Μπολσεβίκων το 1917), την αποπληρωμή του χρέους του 1898, την εξόφληση των πολεμικών δανείων που είχε λάβει κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου από τη Μεγάλη Βρετανία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά και τη Γαλλία (δάνεια πολέμου που αντιπροσώπευαν το 55% του ελληνικού ΑΕΠ)[23]. Το σύνολο των χρεών που όφειλε να καταβάλει η Ελλάδα ξεπερνούσε το 100% του ΑΕΠ της, ενώ το ετήσιο ποσό που κατέβαλε αντιπροσώπευε περισσότερο από το 30% των εσόδων του ελληνικού προϋπολογισμού και περίπου το 10% του ΑΕΠ. Όλα αυτά δίνουν μια ιδέα τόσο για τις προσπάθειες που καλούνταν να κάνει όσο και για τα βάρη που είχε επωμιστεί ο ελληνικός λαός και η οικονομία της χώρας.

Όσο η διεθνής οικονομία βρισκόταν σε φάση ανάπτυξης, όπως συνέβη κατά την περίοδο 1898-1913 και τη δεκαετία του 1920, η Ελλάδα κατάφερνε να πετύχει ένα πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό της και να εξασφαλίζει την καταβολή των δανειακών της δόσεων (δηλαδή, υπό τον αυστηρό έλεγχο της ΔΕΟ, κατάφερε να αντλεί περισσότερα έσοδα από τις δαπάνες της πέραν της εξυπηρέτησης του χρέους, κάτι που της επέτρεπε να χρησιμοποιεί αυτό το πλεόνασμα για τις αποπληρωμές της). Η Ελλάδα κατέγραφε επίσης εισροές κεφαλαίων όπως σε κάθε περίοδο ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας. Οι δε πιστωτές της τής χορηγούσαν νέες πιστώσεις για να μπορεί να εξοφλεί τις παλαιότερες.

Η κατάσταση άλλαξε δραματικά από το 1930-1931 και μετά, όταν έγιναν αισθητές οι επιπτώσεις της διεθνούς κρίσης που είχε ξεσπάσει στην Wall Street τον Οκτώβριο του 1929. Η Ελλάδα βλέπει και πάλι να εξανεμίζονται τα έσοδά της από τις εξαγωγές (κυρίως από την πώληση καπνού και κορινθιακής σταφίδας), ενώ παράλληλα ένα μέρος των ελληνικών τραπεζών δηλώνει πτώχευση και το ελληνικό νόμισμα υποτιμάται κατά 50% μετά την απόφαση της Μεγάλης Βρετανίας να αναστείλει το σύστημα συναλλαγών με βάση τα αποθέματα χρυσού (Gold Standard)[24]. Η υποτίμηση οδηγεί αυτόματα σε διπλασιασμό του εξωτερικού χρέους της χώρας που εκφραζόταν σε εθνικό νόμισμα. Ως εκ τούτου, το κράτος ήταν αναγκασμένο να διπλασιάσει το ποσό των εσόδων που προοριζονταν για την πληρωμή του εξωτερικού χρέους σε ξένο νόμισμα. Έτσι, το 1932, η Ελλάδα αναγκάζεται να αναστείλει εν μέρει την αποπληρωμή του χρέους της.

Γι ακόμα μια φορά, αν εστιάσουμε στην Ελλάδα απομονώνοντάς την από τα διεθνή συμφραζόμενα, θα καταλήξουμε να παρερμηνεύουμε τα ίδια τα γεγονότα, όπως έκαναν αρκετοί σχολιαστές. Πρέπει λοιπόν να λάβουμε υπόψη μας ότι το 1932 η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ιταλία και άλλες χώρες αποφάσισαν να αναστείλουν την εξόφληση των πολεμικών χρεών τόσο μεταξύ τους όσο και προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η δε Γερμανία αναστέλλει την πληρωμή του χρέους της προς τους ιδιώτες πιστωτές από τον Φεβρουάριο του 1932, ενώ τον Μάιο του 1933 ανακοινώνει γενική αναστολή πληρωμών προς το σύνολο των πιστωτών. Σε αναστολή πληρωμών βρίσκονται επίσης η Ουγγαρία, η Λετονία, η Ρουμανία και η Γιουγκοσλαβία, καθώς και 14 χώρες της Λατινικής Αμερικής. Κάτι που αποσιωπάται συστηματικά από τα ΜΜΕ είναι ότι ακόμη και μετά το μορατόριουμ που κήρυξε το 1932, η Ελλάδα εξακολουθεί να αποπληρώνει το χρέος της υπό τις ισχυρές πιέσεις της Διεθνούς Επιτροπής Οικονομικών.

Απολογισμός του έργου της Διεθνούς Επιτροπής Οικονομικών

Στο άρθρο της εφημερίδας Le Monde που παραθέσαμε στην αρχή του άρθρου μας διαβάζουμε σχετικά με τον απολογισμό της ΔΕΟ : «Ο απολογισμός της παρ’όλα αυτά απέχει πολύ από το να είναι αρνητικός : βοηθά το νεοιδρυθέν ελληνικό κράτος να αναλάβει τον έλεγχο των φορολογικών εσόδων του και να περιορίσει την υπεξαίρεση ξένων κεφαλαίων από την τοπική ελίτ. Συμβάλλει επίσης στην δρομολόγηση μεταρρυθμίσεων αναγκαίων για τον εκσυγχρονισμό της χώρας.» Είναι απορίας άξιο πώς μπορεί να γράφει κανείς κάτι τέτοιο. Ασκώντας μια διαρκή και στυγνή επιβολή στα οικονομικά της Ελλάδας προς όφελος των πιστωτών, η ΔΕΟ εμπόδισε συνειδητά τη χώρα να καθορίσει ένα πρόγραμμα ανάπτυξης και την διατήρησε σε μια σχέση δομικής υποταγής και υποτέλειας.

Σύμφωνα με τους Meyer, Reinhart και Trebesch, η πραγματική απόδοση για τους κατόχους τίτλων ελληνικού χρέους που αγοράστηκαν στο εξωτερικό, εκφράζονταν σε ξένα νομίσματα και περιήλθαν κάποια στιγμή σε καθεστώς αναστολής πληρωμών, κυμαίνεται μεταξύ +1% και +5%. Είναι μια πολύ υψηλή απόδοση για δημόσιο χρέος μιας χώρας που περιγράφεται σαν κακοπληρωτής ! Πώς όμως εξηγείται μια τόσο θετική απόδοση ; Τα πραγματικά επιτόκια ήταν υψηλά, το απόθεμα του χρέους δεν απομειώθηκε και, παρά τις επανειλημμένες αναστολές πληρωμών, η χώρα συνέχιζε κατά καν΄να να εξοφλεί. Έτσι, ακόμη και κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930, η Ελλάδα, καίτοι επίσημα βρισκόταν σε μερική αναστολή πληρωμών, αφιέρωνε το ένα τρίτο των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού της για την αποπληρωμή του χρέους, κάτι που αντιστοιχεί στο 9% του ελληνικού ΑΕΠ, ενώ κατά την ίδια περίοδο η Ρουμανία και η Βουλγαρία αφιέρωναν αντίστοιχα 2,3% και 3% του ΑΕΠ τους για την εξυπηρέτηση του χρέους τους.

Επίλογος

Η ανάλυση που επιχειρήσαμε σε αυτό το άρθρο δεν αποσκοπεί σε καμία περίπτωση στο να απαλλάξει τις ελληνικές κυβερνήσεις και την ελληνική άρχουσα τάξη από τις ευθύνες που τους αναλογούν. Αντίθετα, η απόφαση τους να υποκύψουν στις απαιτήσεις των πιστωτών και των μεγάλων δυνάμεων είχε τρομερές συνέπειες για τον ελληνικό λαό. Εξειδικευμένη στους τομείς των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και του διεθνούς εμπορίου, η τάξη των ελλήνων καπιταλιστών ήταν μια αστική τάξη με ερείσματα και συμφέροντα που ξεπερνούσαν κατά πολύ την ελληνική επικράτεια, δεν είχε ποτέ ούτε ένα εθνικό σχέδιο δράσης ούτε τη βούληση να προωθήσει μια εθνική ανάπτυξη στη βάση ενός πραγματικού βιομηχανικού ιστού. Τα συμφέροντά της ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με τα συμφέροντα των πιστωτών. Ενίοτε, ήταν αναπόσπαστο τμήμα αυτών των πιστωτών, εξ ου και η σύμπλευση και συνέργειά της με τους εκπροσώπους των πιστωτριών δυνάμεων. Πρόκειται για ένα πάγιο χαρακτηριστικό της από το 19ο αιώνα μέχρι και σήμερα.

Κατά την περίοδο που εξετάσαμε εδώ, η Ελλάδα τελούσε διαρκώς υπό την κυριαρχία των ευρωπαϊκών δυνάμεων.  Το εξωτερικό χρέος αποτέλεσε ένα μόνιμο όπλο για την άσκηση αυτής της κυριαρχίας. και τούτο, παρό το γεγονός ότι το χρέος αυτό ήταν σαφώς παράνομο, αθέμιτο και επαχθές.
Δείξαμε επίσης ότι οι εκφάνσεις των επαναλαμβανόμενων κρίσεων χρέους σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με τα διεθνή οικονομικά και πολιτικά συμφραζόμενα, καθώς και ότι πολλές άλλες χώρες της περιφέρειας υποτάχθηκαν στην ίδια λογική. Θα πρέπει λοιπόν να συνεχίσουμε την ανάλυση από άλλη σκοπιά και με άλλη στόχευση και να αποδώσουμε δικαιοσύνη σε όλους τους λαούς που καθυποτάχτηκαν μέσω του χρέους.



Βιβλιογραφία 2ου μέρους

Μπελογιάννης Νίκος, Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα, Άγρα, Αθήνα, 2010. Βλ. ειδικότερα το κεφάλαιο : «Η πτώχευση της Ελλάδας το 1843», σε ελέυθερη πρόσβαση : http://iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=1010:-1833-&catid=55:an-oikonomia&Itemid=283
Επιτροπή Αλήθειας Δημοσίου Χρέους, Προκαταρκτική Έκθεση, Αθήνα 2015 : 
http://debt-truth.gr/wp-content/uploads/2015/07/Report_GR_final.pdf  
Delorme, Olivier, La Grèce et les Balkans, du Ve siècle à nos jours, 3 τ., Gallimard, Παρίσι, 2013
Driault Edouard & Lhéritier Michel, Histoire diplomatique de la Grèce de 1821 à nos jours, 5 τ., Presses universitaires de France, Παρίσι, 1926.
Levandis John A., The Greek Foreign Debt and the Great Powers, 1821-1898, Columbia University Press, Νέα Υόρκη, 1944.
Luxembourg Rosa, L’accumulation du capital, Maspero, Παρίσι, (1913) 1969.
Mandel Ernest, Le troisième âge du capitalisme, La Passion, Παρίσι, (1972) 1997.
Mandel Ernest, Long Waves of Capitalist Development, The Marxist Interpretation, Based on the Marshall Lectures given at the University of Cambridge, Cambridge University Press & Editions de la Maison des Sciences de l’Homme, Παρίσι, 1978.
Marichal, Carlos, A Century of Debt crises in Latin America, Princeton University Press, Πρίνστον, 1989.
Marx–Engels, La crise, 10/18, Παρίσι, 1978.
Ministère des affaires étrangères de la France. Arrangement financier avec la Grèce: travaux de la Commission internationale chargée
de la préparation du projet, Παρίσι, 1898, 223 σελίδες. Σε ελεύθερη πρόσβαση : http://gallica.bnf.fr/ark:/12148/bpt6k5613443s/f1
Pantelakis Nikos, «Crédits et rapports franco-helléniques 1917-1928», Actes du colloque tenu en novembre 1989 à Thessalonique, Institut d’histoire des conflits contemporains, Παρίσι, 1992.
Reinhardt Carmen & Rogoff Kenneth, Cette fois, c’est différent. Huit siècles de folie financière, Pearson, Παρίσι, 2010.
Reinhardt Carmen M. & M. Belen Sbrancia, «The Liquidation of Government Debt», Economic Policy 30, ν. 82, . 2015, σσ. 291-333.
Reinhardt Carmen & Trebesch Christoph, The Pitfalls of External Dependence : Greece, 1829-2015, BPEA Conference Draft, September 10-11, 2015.
Sack, Alexander Nahum, Les effets des transformations des États sur leurs dettes publiques et autres obligations financières, Recueil Sirey, Παρίσι, 1927.
Tsoucalas Constantin, La Grèce de l’indépendance aux colonels, Maspéro, Παρίσι, 1970.

Ευχαριστίες
Ο συγγραφέας ευχαριστεί θερμά τους Olivier Delorme, Pierre Gotiniaux, Γιάννη Θανασέκο, Jean-Marie Harribey, Δάφνη Κιούση, Θάνο Κονταργύρη, Damien Millet, Νίκο Παντελάκη, Claude Quémar, Patrick Saurin και Ελένη Τσέκερη, για την ανάγνωση του δοκιμίου και τις χρήσιμες παρατηρήσεις τους.
Ο συγγραφέας φέρει ακέραια την ευθύνη για τυχόν λάθη που περιέχονται στο συγκεκριμένο άρθρο.
Μετάφραση Πάνος Αγγελόπουλος
Σημειώσεις
[1] Για την ανάλυση των χρεών αυτών και την κριτική της συμφωνίας του 1878, βλ. το 1ο μέρος αυτής της σειράς άρθρων, http://cadtm.org/La-Grece-independante-est-nee-avec
[4] Σχετικά με τον ιμπεριαλισμό, βλ. ενδεικτικά, μεταξύ των κλασικών έργων : Rudolf Hilferding, La capital financier (1910), Rosa Luxemburg  L’accumulation capitaliste (1913), Vladimir LénineL’impérialisme, stade suprême du capitalisme (1916), Nicolas Boukharine, L'Économie mondiale et l'impérialisme (1915), Ernest Mandel, Le troisième âge du capitaliste (1972), Samir Amin, Le développement inégal (1973).
[5] Βλ. Carmen M. Reinhart & Christoph Trebesch : The Pitfalls of External Dependence : Greece, 1829-2015, σ. 24. Η Ελλάδα έλαβε 1,3 εκατ. λίρες τα έτη 1824-1825 και το 1878 δέχτηκε να αποπληρώσει 1,2 εκατ. λίρες συν τους τόκους.
[6] Βλ. Louise Abellard, «L’Empire Ottoman face à une “troïka” franco-anglo-allemande : retour sur une relation de dépendance par l’endettement», δημοσιεύτηκε στις 17 Οκτωβρίου 2013 :http://cadtm.org/L-Empire-Ottoman-face-a-une-troika
[9] Βλ. Marichal Carlos, A Century of Debt Crises in Latin America, Princeton University Press, 1989, σ. 283, κεφάλαιο 6.
[10] Βλ. Carmen M. Reinhart & Christoph Trebesch : The Pitfalls of External Dependence : Greece, 1829-2015, σ. 25.
[11] Βλ. Edouard Driault & Michel Lhéritier, Histoire diplomatique de la Grèce de 1821 à nos jours, Presses universitaires de France, 1926, 5 τ. Η αναφορά στο 56% βρίσκεται στον τόμο 4, σ. 296. Η περιγραφή της κατάστασης από τους Driault και Lhéritier παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Προβολή Εγγράφου  : http://anemi.lib.uoc.gr/php/pdf_pager.php?rec=/metadata/9/b/3/metadata-01-0000787.tkl&do=112683_04.pdf&lang=el&pageno=1&pagestart=1&width=460.08%20pts&height=699.6%20pts&maxpage=604
[12] Ό. π., τόμος 4, σ. 301.
[13] Πρόκειται για την καλά στοιχειοθετημένη θέση των Edouard Driault και Michel Lhéritier, ό. π., τ. 4, σ. 385 κ. εξ. Οι συγγραφείς παραθέτουν μια λεπτομερή περιγραφή της γέννησης και της κατάληξης αυτής της σύγκρουσης. Βλ. ό. π., κεφάλαιο VII.
[14] Βλ. το κείμενο του συμφώνου ειρήνης και το πλήθος των στοιχείων που παταθέουν στο παράρτημα (στα γαλλ.) : http://gallica.bnf.fr/ark:/12148/bpt6k5613297n/f1.image
[15] Το ΤΑΙΠΕΔ (Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου) συστάθηκε κατόπιν σχετικής απαίτησης της Τρόικας μετά το 2010 για να φέρει εις πέρας τις προβλεπόμενες από τα μνημόνια διωτικοποιήσεις. Τα έσοδα του χρησιμοποιούνται εξολοκλήρου για την αποπληρωμή του χρέους.
[16] Οικονομική Συμφωνία με την Ελλάδα, εργασίες της Διεθνούς Επιτροπής Οικονομικών, επιφορτισμένης με την προετοιμασία του σχεδίου / Γαλλικό Υπουργείο Εξωτερικών, Παρίσι, 1898, σ. 33 (Arrangement financier avec la Grèce, travaux de la Commission internationale chargée de la préparation du projet / Ministère des affaires étrangères – Paris, 1898).
[17] Από τα τέλη της δεκαετίας του 1890 έως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Γερμανία αποτελεί τη βασική χώρα απορρόφησης των ελληνικών εξαγωγών.
[18] Βλ. Carmen M. Reinhart & Christoph Trebesch : The Pitfalls of External Dependence : Greece, 1829-2015, σ. 15.
[19] Ό. π., πίνακας 9, σ. 14.
[20] Eugène-Melchior de Vogüé, « Livres Jaunes », στην εφημερίδα Le Figaro, 2 Μαίου 1898.
[21] Σύμφωνα με τους Driault και Lhéritier, οι οποίοι παραπέμπουν σε τεκμηριωμένες εργασίες, οι ελληνικοί τίτλοι χρέους που εκδόθηκαν στη Γαλλία, αγοράστηκαν σεδόν αποκλειστικά από Έλληνες που κατοικούσαν στη Γαλλία και όχι από Γάλλους. Βλ. Edouard Driault & Michel Lhéritier, Histoire diplomatique de la Grèce de 1821 à nos jours, Presses universitaires de France, 1926, τ. 4, σ. 304, υποσημείωση 1.
[22] Τα αποσπάσματα που παραθέτουμε εντός παρενθέσεων προέρχονται από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Τσουκαλά, La Grèce de l’indépendance aux colonels, Maspéro, Paris, 1970.
[23] Στο παρόν άρθρο, δεν μπορούμε να προβούμε σε μια εκτενή κριτική ανάλυση των χρεών για τα οποία οι συμμαχικές δυνάμεις απαίτησαν εξόφληση από την Ελλάδα μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ακόμα κι αν θεωρούμε ότι ένα σημαντικό μέρος τους είναι παράνομο. Για μια εισαγωγή στο εν λόγω ζήτημα, βλ. Nikos Pantelakis, «Crédits et rapports franco-helléniques 1917-1928», Actes du colloque tenu en novembre 1989 à Thessalonique, Institut d’histoire des conflits contemporains, Παρίσι, 1992.
[24] Το Gold Standard ή étalon-or, στα γαλλικά, είναι ένα σύστημα διεθνώς συναλλαγών του οποίου η βασική μονάδα μέτρησης αντιστοιχεί σε ένα καθορισμένο βάρος χρυσού. Οι υποστηρικτές του εν λόγω συστήματος διατείνονται ότι μπορεί να αντιστέκεται καλύτερα στην εξάπλωση των πιστώσεων και του χρέους. Σε αντίθεση με ένα παραστατικό χρήμα, ένα κράτος δεν μπορεί να εκδόσει εθνικό νόμισμα με τρόπο αυθαίρετο αν το νόμισμα καθορίζεται στη βάση της τιμής του χρυσού. Από το 1929 και την έναρξη της Παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης, τα βρετανικά αποθέματα χρυσού καταρρέουν σε βαθμό που το παθητικό της Τράπεζας της Αγγλίας υπερβαίνει τα αποθεματικά της. Έτσι, το Σεπτέμβριο του 1931, αποφασίζει να αναστείλει την εξωτερική μετατρεψιμότητα της αγγλικής λίρας και να την αφήσει να διακυμαίνεται ελεύθερα. Λίγο καιρό αργότερα, η Γερμανία, η Αυστρία και η Νορβηγία ακολούθησαν το παράδειγμά της. οι ΗΠΑ εξήλθαν του εν λόγω συστήματος το 1933.

από rproject

Α΄μέρος του Ερίκ Τουσέν: «Ελλάδα και χρέος: Δύο αιώνες ανάμειξης των πιστωτών» Η ανεξάρτητη Ελλάδα γεννήθηκε με ένα απεχθές χρέος

Τρίτη, 24/05/2016 - 09:00
Αναδημοσίευση από cadtm και το rproject:

Ερίκ Τουσέν | μετάφραση Σωτήρης Σιαμανδούρας |

"Δημοσιεύουμε σήμερα το πρώτο μέρος μιας σημαντικής δουλειάς του Ερίκ Τουσέν για την ιστορία του ελληνικού δημόσιου χρέους. Την επόμενη βδομάδα θα δημοσιεύσουμε το δεύτερο μέρος.
Ο Ερίκ Τουσέν είναι Βέλγος πολιτικός επιστήμονας και ιστορικός, διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Παρισιού VIII και του Πανεπιστημίου της Λιέγης, όπου και διδάσκει. Είναι πρόεδρος της Επιτροπής για τη Διαγραφή του Χρέους των Χωρών του Τρίτου Κόσμου (Comite pour l'annulation de la dette du Tiers Monde, CADTM). Είναι επίσης μέλος της Προεδρικής Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου του Χρέους (CAIC) στον Ισημερινό, του Διεθνούς Συμβουλίου του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ από την ίδρυσή του το 2001, της επιστημονικής επιτροπής της Attac Γαλλίας, του επιστημονικού δικτύου της Attac Βελγίου, καθώς και της Διεθνούς Επιτροπής της Τετάρτης Διεθνούς (Post-Reunification).

Από τον Απρίλη του 2015 είναι επιστημονικός συντονιστής της Επιτροπής Αλήθειας Δημοσίου Χρέους, που δημιουργήθηκε από την τότε Πρόεδρο της ελληνικής Βουλής, Ζωή Κωνσταντοπούλου.

Από το 2010, με την εμ­φά­νι­ση της κρί­σης χρέ­ους, η Ελ­λά­δα βρί­σκε­ται στο επί­κε­ντρο της προ­σο­χής. Αυτή η κρίση χρέ­ους, που δη­μιουρ­γή­θη­κε πρώτα και κύρια από τις ιδιω­τι­κές τρά­πε­ζες, δεν είναι ωστό­σο και­νο­φα­νής στην ιστο­ρία της ανε­ξάρ­τη­της Ελ­λά­δας. Από το 1826 τέσ­σε­ρις με­γά­λες κρί­σεις χρέ­ους ση­μά­δε­ψαν πολύ βαθιά τη ζωή των Ελ­λή­νων. Κάθε φορά, ευ­ρω­παϊ­κές δυ­νά­μεις συ­να­σπί­ζο­νταν για να ανα­γκά­σουν την Ελ­λά­δα να συ­νά­ψει νέα δά­νεια για να απο­πλη­ρώ­σει τα πα­λαιά.

Αυτή η συμ­μα­χία υπα­γό­ρευ­σε στην Ελ­λά­δα πο­λι­τι­κές με βάση τα συμ­φέ­ρο­ντά της και τα συμ­φέ­ρο­ντα κά­ποιων με­γά­λων ιδιω­τι­κών τρα­πε­ζών, με τις οποί­ες ήταν συ­νέ­νο­χη. Κάθε φορά, οι πο­λι­τι­κές αυτές είχαν σκοπό να απο­μυ­ζή­σουν τους ανα­γκαί­ους για την απο­πλη­ρω­μή του χρέ­ους χρη­μα­το­οι­κο­νο­μι­κούς πό­ρους και συ­μπε­ρι­λάμ­βα­ναν μεί­ω­ση των κοι­νω­νι­κών δα­πα­νών και των δη­μό­σιων επεν­δύ­σε­ων. Με ποι­κί­λους τρό­πους, η Ελ­λά­δα και ο ελ­λη­νι­κός λαός είδαν να τους αφαι­ρεί­ται το δι­καί­ω­μα να ασκή­σουν την εθνι­κή κυ­ριαρ­χία. Αυτό κρά­τη­σε την Ελ­λά­δα στην κα­τά­στα­ση εξαρ­τη­μέ­νης και πε­ρι­φε­ρεια­κής χώρας. Οι ντό­πιες κυ­ρί­αρ­χες τά­ξεις ήταν συ­νέ­νο­χες.

Αυτή η σειρά άρ­θρων ανα­λύ­ει τις τέσ­σε­ρις με­γά­λες κρί­σεις του ελ­λη­νι­κού χρέ­ους, το­πο­θε­τώ­ντας τες στο διε­θνές οι­κο­νο­μι­κό και πο­λι­τι­κό πλαί­σιο, κάτι που απου­σιά­ζει συ­στη­μα­τι­κά από τις κυ­ρί­αρ­χες από­ψεις και εκτι­μή­σεις, ενώ το εντο­πί­ζου­με πολύ σπά­νια στις κρι­τι­κές ανα­λύ­σεις.

Για να χρη­μα­το­δο­τή­σει τον πό­λε­μο της ανε­ξαρ­τη­σί­ας, που ξε­κί­νη­σε το 1821 ενά­ντια στην Οθω­μα­νι­κή Αυ­το­κρα­το­ρία, και να στε­ριώ­σει το νέο κρά­τος, η προ­σω­ρι­νή κυ­βέρ­νη­ση της Ελ­λη­νι­κής Δη­μο­κρα­τί­ας σύ­να­ψε δύο δά­νεια στο Λον­δί­νο, το ένα το 1824 και το άλλο το 1825. Οι τρα­πε­ζί­τες του Λον­δί­νου, ως η κύρια χρη­μα­το­πι­στω­τι­κή δύ­να­μη πα­γκο­σμί­ως εκεί­νη την εποχή, έσπευ­σαν να ορ­γα­νώ­σουν το δά­νειο κατά τέ­τοιο τρόπο ώστε να απο­κο­μί­σουν πολύ με­γά­λα κέρδη.

Πρέ­πει να λά­βου­με υπόψη μας το διε­θνές πλαί­σιο. Το κα­πι­τα­λι­στι­κό σύ­στη­μα βρι­σκό­ταν σε φάση από­λυ­της κερ­δο­σκο­πί­ας, αυτό που στην ιστο­ρία του κα­πι­τα­λι­σμού συ­νι­στά εν γένει την τε­λι­κή φάση μιας πε­ριό­δου ισχυ­ρής οι­κο­νο­μι­κής με­γέ­θυν­σης και ακο­λου­θεί μια από­το­μη σπάνη, με την όποια φτά­νου­με, αφού σπά­σουν οι κερ­δο­σκο­πι­κές φού­σκες, σε μια πε­ρί­ο­δο ύφε­σης ή/και αργής ανά­πτυ­ξης.(1) Οι τρα­πε­ζί­τες του Λον­δί­νου, κι από κοντά οι τρα­πε­ζί­τες του Πα­ρι­σιού, των Βρυ­ξελ­λών και άλλων ευ­ρω­παϊ­κών εδρών του χρη­μα­το­πι­στω­τι­κού κε­φα­λαί­ου, ανα­ζη­τού­σαν μα­νια­σμέ­να να το­πο­θε­τή­σουν τα τε­ρά­στια ποσά που είχαν στη διά­θε­σή τους.

Ανά­με­σα στο 1822 και το 1825, οι τρα­πε­ζί­τες του Λον­δί­νου «συ­γκέ­ντρω­σαν» 20 εκα­τομ­μύ­ρια λίρες στερ­λί­νες για λο­γα­ρια­σμό των νέων λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νών ηγε­τών (Simon Bolivar, Antonio Sucre, José de San Martín), που ολο­κλή­ρω­ναν τον αγώνα της ανε­ξαρ­τη­σί­ας από το ισπα­νι­κό στέμ­μα.(2) Τα δύο ελ­λη­νι­κά δά­νεια του 1824-1825 έφτα­ναν τα 2,8 εκα­τομ­μύ­ρια λίρες στερ­λί­νες, δη­λα­δή το 120% του ΑΕΠ της χώρας εκεί­νη την εποχή.

Τόσο στην πε­ρί­πτω­ση της Ελ­λά­δας, όσο και στην πε­ρί­πτω­ση των νέων επα­να­στα­τι­κών και εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κών κι­νη­μά­των της Λα­τι­νι­κής Αμε­ρι­κής, τα νέα κράτη μόλις που άρ­χι­ζαν να γεν­νιού­νται και δεν ήταν διε­θνώς ανα­γνω­ρι­σμέ­να. Όσον αφορά τη Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή, η Ισπα­νία ήταν ενά­ντια στη χρη­μα­το­δό­τη­σή τους από τα ευ­ρω­παϊ­κά κράτη. Επι­πλέ­ον, εκεί­νη την εποχή θα ήταν αρ­κε­τά λο­γι­κό να θε­ω­ρή­σου­με ότι οι αγώ­νες για την ανε­ξαρ­τη­σία δεν είχαν τε­λειώ­σει ορι­στι­κά. Τέλος, είχαν δοθεί δά­νεια σε δη­μο­κρα­τί­ες, ενώ μέχρι τότε μόνο οι μο­ναρ­χί­ες ήταν απο­δε­κτές στο κλαμπ των δα­νει­ζό­με­νων κρα­τών. Αυτό μας δίνει μια ιδέα για το πάθος των τρα­πε­ζι­τών να παίρ­νουν οι­κο­νο­μι­κά ρίσκα.

Ο δα­νει­σμός στην προ­σω­ρι­νή κυ­βέρ­νη­ση ενός ελ­λη­νι­κού κρά­τους στη γέν­νη­σή του, σε συν­θή­κες πο­λέ­μου, για ένα ποσό που αντι­στοι­χού­σε στο 120% του συ­νό­λου της πα­ρα­γω­γής της χώρας, απο­τε­λεί ξε­κά­θα­ρη από­δει­ξη της βού­λη­σης να βρε­θεί, με κάθε ρίσκο, μια ζου­με­ρή ευ­και­ρία κέρ­δους. Στο πλευ­ρό των τρα­πε­ζι­τών, οι με­γά­λοι βιο­μή­χα­νοι και οι με­γα­λέ­μπο­ροι υπο­στή­ρι­ζαν αυτό το πάθος, γιατί τα δά­νεια αυτά θα χρη­σι­μο­ποιού­νταν σε με­γά­λο βαθμό από τους δα­νει­ζό­με­νους για να αγο­ρά­σουν από το Ηνω­μέ­νο Βα­σί­λειο οπλι­σμό, ρου­χι­σμό για τα νέα στρα­τεύ­μα­τα κι εξο­πλι­σμό κάθε εί­δους…

Πώς συ­νά­πτο­νταν τα δά­νεια;







Τρα­πε­ζί­τες του Λον­δί­νου εξέ­δι­δαν τί­τλους για λο­γα­ρια­σμό των δα­νει­ζό­με­νων κρα­τών και τους που­λού­σαν στο χρη­μα­τι­στή­ριο του City. Είναι ση­μα­ντι­κό να γνω­ρί­ζου­με ότι τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φορές οι τί­τλοι πω­λού­νταν κάτω από την ονο­μα­στι­κή τους αξία (βλέπε σε φω­το­γρα­φία έναν τίτλο του 1825 αξίας 100 λιρών). Κάθε τί­τλος, που είχε εκ­δο­θεί για την Ελ­λά­δα με ονο­μα­στι­κή αξία εκατό λίρες, που­λιό­ταν για 60 λίρες.(3) Έτσι, η Ελ­λά­δα έλαβε λι­γό­τε­ρες από 60 λίρες, αν αφαι­ρέ­σου­με τη με­γά­λη προ­μή­θεια που λάμ­βα­νε η εκ­δο­τι­κή τρά­πε­ζα, για την ανα­γνώ­ρι­ση ενός χρέ­ους 100 λιρών. Αυτό μας επι­τρέ­πει να εξη­γή­σου­με γιατί το δά­νειο αξίας 2.8 εκα­τομ­μυ­ρί­ων λιρών με­τα­φρά­στη­κε τε­λι­κά σε πλη­ρω­μή μόνο 1.3 εκα­τομ­μυ­ρί­ων λιρών στην Ελ­λά­δα. Πρέ­πει επί­σης να λά­βου­με υπόψη μας δύο ση­μα­ντι­κούς πα­ρά­γο­ντες. Αν και ο τόκος για τους ελ­λη­νι­κούς τί­τλους ήταν 5%, υπο­λο­γι­ζό­ταν με βάση την ονο­μα­στι­κή τους αξία, συ­νε­πώς οι ελ­λη­νι­κές αρχές έπρε­πε να κα­τα­θέ­τουν κάθε χρόνο 5 λίρες στον κά­το­χο τί­τλου ονο­μα­στι­κής αξίας 100 λιρών, κάτι που τον συ­νέ­φε­ρε εξαι­ρε­τι­κά, αφού στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα λάμ­βα­νε τόκο 8,33% (και όχι 5%). Αντι­θέ­τως, για το δα­νει­ζό­με­νο κρά­τος το κό­στος ήταν εξω­φρε­νι­κό. Στην ελ­λη­νι­κή πε­ρί­πτω­ση, οι ελ­λη­νι­κές αρχές έλα­βαν 1.3 εκα­τομ­μύ­ρια, αλλά έπρε­πε να απο­πλη­ρώ­νουν κάθε χρόνο το­κο­χρε­ο­λύ­σια για τα 2.8 εκα­τομ­μύ­ρια. Ήταν ανυ­πό­φο­ρο.

Το 1826, η προ­σω­ρι­νή κυ­βέρ­νη­ση έκανε στάση πλη­ρω­μών. Γε­νι­κά, οι με­λέ­τες που έχουν αφιε­ρω­θεί στην πε­ρί­ο­δο αρ­κού­νται να εξη­γούν τη στάση πλη­ρω­μών με βάση το υψηλό κό­στος των στρα­τιω­τι­κών επι­χει­ρή­σε­ων και τη συ­νέ­χι­ση του πο­λέ­μου.

Ωστό­σο, οι λόγοι της χρε­ω­κο­πί­ας δεν βρί­σκο­νται στην Ελ­λά­δα. Διε­θνείς πα­ρά­γο­ντες, ανε­ξάρ­τη­τοι από τη βού­λη­ση των ελ­λη­νι­κών αρχών, έπαι­ξαν πολύ ση­μα­ντι­κό ρόλο. Πράγ­μα­τι, από τον Δε­κέμ­βρη του 1825 ξε­κι­νά­ει η πρώτη πα­γκό­σμια κρίση του κα­πι­τα­λι­σμού, αφού σκάει η κερ­δο­σκο­πι­κή φού­σκα που είχε δη­μιουρ­γη­θεί τα προη­γού­με­να χρό­νια στο χρη­μα­τι­στή­ριο του Λον­δί­νου. Η κρίση αυτή προ­κά­λε­σε πτώση της οι­κο­νο­μι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας και δη­μιούρ­γη­σε σε πολ­λές από τις οι­κο­γέ­νειες των τρα­πε­ζι­τών μια απέ­χθεια για το ρίσκο. Από τον Δε­κέμ­βρη του 1825 και μετά, οι Βρε­τα­νοί τρα­πε­ζί­τες, και μαζί τους οι άλλοι Ευ­ρω­παί­οι τρα­πε­ζί­τες, στα­μα­τούν τα δά­νεια τόσο προς το εξω­τε­ρι­κό όσο και προς την εσω­τε­ρι­κή αγορά. Τα νέα κράτη, που υπο­λό­γι­ζαν να χρη­μα­το­δο­τή­σουν την απο­πλη­ρω­μή των χρεών τους συ­νά­πτο­ντας νέα δά­νεια στο Λον­δί­νο ή στο Πα­ρί­σι, δεν βρί­σκουν πλέον τρα­πε­ζί­τες δια­τε­θει­μέ­νους να τους δα­νεί­σουν χρή­μα­τα.

Η κρίση του 1825-1826 επη­ρέ­α­σε όλα τα χρη­μα­το­πι­στω­τι­κά κέ­ντρα της Ευ­ρώ­πης: Λον­δί­νο, Πα­ρί­σι, Φραν­κφούρ­τη, Βε­ρο­λί­νο, Βιέν­νη, Βρυ­ξέλ­λες, Άμ­στερ­νταμ, Μι­λά­νο, Μπο­λό­νια, Ρώμη, Δου­βλί­νο, Πε­τρού­πο­λη… Η οι­κο­νο­μία μπαί­νει σε ύφεση, εκα­το­ντά­δες τρά­πε­ζες, εμπο­ρι­κές επι­χει­ρή­σεις και βιο­τε­χνί­ες χρε­ο­κο­πούν. Το διε­θνές εμπό­ριο κα­ταρ­ρέ­ει. Για την πλειο­ψη­φία των οι­κο­νο­μο­λό­γων, η κρίση του 1825-1826 απο­τε­λεί την πρώτη με­γά­λη κυ­κλι­κή κρίση του κα­πι­τα­λι­σμού.(4)

Όταν εκρή­γνυ­ται η κρίση στο Λον­δί­νο τον Δε­κέμ­βριο του 1825, η Ελ­λά­δα και τα νέα κράτη της Λα­τι­νι­κής Αμε­ρι­κής απο­πλή­ρω­ναν ακόμη τα δά­νειά τους. Αντι­θέ­τως, μέσα στο 1826 πολ­λές χώρες ανα­γκά­ζο­νται να ανα­στεί­λουν την απο­πλη­ρω­μή (η Ελ­λά­δα, το Περού, η Με­γά­λη Κο­λομ­βία, που πε­ρι­λάμ­βα­νε την Κο­λομ­βία, τη Βε­νε­ζου­έ­λα και το Εκουα­δόρ), γιατί οι τρα­πε­ζί­τες αρ­νού­νται να τους δώ­σουν νέα δά­νεια και γιατί η συ­νο­λι­κή επι­δεί­νω­ση της πα­γκό­σμιας οι­κο­νο­μί­ας και του διε­θνούς εμπο­ρί­ου μειώ­νει τα κρα­τι­κά έσοδα. Το 1828, όλες οι ανε­ξάρ­τη­τες χώρες της Λα­τι­νι­κής Αμε­ρι­κής, από το Με­ξι­κό μέχρι την Αρ­γε­ντι­νή, βρί­σκο­νται σε στάση πλη­ρω­μών.

Το 1829, η ελ­λη­νι­κή προ­σω­ρι­νή κυ­βέρ­νη­ση προ­τεί­νει στους δα­νει­στές του Λον­δί­νου να ξε­κι­νή­σει πάλι τις πλη­ρω­μές, με την προ­ϋ­πό­θε­ση της μεί­ω­σης του χρέ­ους. Οι δα­νει­στές αρ­νού­νται και απαι­τούν το 100% της ονο­μα­στι­κής αξίας. Δεν προ­κύ­πτει συμ­φω­νία.

Από το 1830, τρεις με­γά­λες ευ­ρω­παϊ­κές δυ­νά­μεις, το Ηνω­μέ­νο Βα­σί­λειο, η Γαλ­λία και η Ρωσία(5), συ­γκρο­τούν την πρώτη Τρόι­κα της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής ιστο­ρί­ας και απο­φα­σί­ζουν να εγκα­τα­στή­σουν στην Ελ­λά­δα μια μο­ναρ­χία με επι­κε­φα­λής κά­ποιον Γερ­μα­νό πρί­γκι­πα. Ξε­κι­νά μια δια­πραγ­μά­τευ­ση για το ποιος πρί­γκι­πας θα επι­λε­γεί από τις με­γά­λες δυ­νά­μεις: ο Λε­ο­πόλ­δος του Σαξ Κό­μπουργκ, ο Όθω­νας της Βαυα­ρί­ας ή κά­ποιος άλλος;

Τε­λι­κά, ο Λε­ο­πόλ­δος το­πο­θε­τεί­ται στον θρόνο του Βελ­γί­ου, που γί­νε­ται ανε­ξάρ­τη­το κρά­τος το 1830, και ο Ότο Φρί­ντριχ Λού­ντ­βιχ φον Βί­τελ­σμπαχ επι­λέ­γε­ται για βα­σι­λιάς της Ελ­λά­δας. Ταυ­τό­χρο­να, οι τρεις δυ­νά­μεις φτά­νουν σε συμ­φω­νία στή­ρι­ξης των Βρε­τα­νών τρα­πε­ζι­τών και των άλλων ευ­ρω­παϊ­κών τρα­πε­ζών που είχαν αγο­ρά­σει ελ­λη­νι­κούς τί­τλους χρέ­ους με τη με­σο­λά­βη­σή τους. Απο­φα­σί­ζε­ται επί­σης να μπει η μέ­γι­στη δυ­να­τή πίεση στο νέο ελ­λη­νι­κό κρά­τος, προ­κει­μέ­νου να ανα­γνω­ρί­σει το σύ­νο­λο του χρέ­ους των ετών 1824 και 1825.

Τι κι­νή­σεις κάνει η Τρόι­κα (Ηνω­μέ­νο Βα­σί­λειο, Γαλ­λία, Ρωσία);

Η Τρόι­κα απευ­θύ­νε­ται σε γαλ­λι­κές τρά­πε­ζες για να εκ­δώ­σουν για λο­γα­ρια­σμό της ελ­λη­νι­κής μο­ναρ­χί­ας δά­νειο 60 εκα­τομ­μυ­ρί­ων γαλ­λι­κών φρά­γκων (πε­ρί­που 2.4 εκα­τομ­μύ­ρια λίρες στερ­λί­νες). Το Ηνω­μέ­νο Βα­σί­λειο, η Γαλ­λία και η Ρωσία μπαί­νουν εγ­γυ­η­τές απέ­να­ντι στις τρά­πε­ζες, βε­βαιώ­νο­ντας ότι, σε πε­ρί­πτω­ση απο­τυ­χί­ας της Ελ­λά­δας να απο­πλη­ρώ­σει το δά­νειο, θα ανα­λά­βουν την απο­πλη­ρω­μή οι ίδιες.(6) Η Τρόι­κα προ­σθέ­τει πως θα κάνει ό,τι χρεια­στεί για την απο­πλη­ρω­μή και των δα­νεί­ων του 1824 και του 1825 (βλέπε πα­ρα­κά­τω). Η συμ­φω­νία ανά­με­σα στις τρεις δυ­νά­μεις επι­τυγ­χά­νε­ται το 1830, όμως, λόγω των δυ­σκο­λιών, τί­θε­ται σε ισχύ το 1833. Το δά­νειο των 60 εκα­τομ­μυ­ρί­ων φρά­γκων υπο­γρά­φη­κε το 1833 και δό­θη­κε σε τρεις δό­σεις.



Ο προ­ο­ρι­σμός των ποσών των δύο πρώ­των δό­σε­ων είναι ιδιαί­τε­ρα απο­κα­λυ­πτι­κός. Σε σύ­νο­λο 44.5 εκα­τομ­μυ­ρί­ων δραχ­μών (το δά­νειο βγήκε σε γαλ­λι­κά φρά­γκα και απο­δό­θη­κε σε δραχ­μές με ισο­τι­μία 1 φρά­γκο προς 1.2 δραχ­μές), μόνο 9 εκα­τομ­μύ­ρια έφτα­σαν στα τα­μεία του κρά­τους, δη­λα­δή το 20% του δα­νεί­ου. Η τρά­πε­ζα Rothschild στη Γαλ­λία έλαβε προ­μή­θεια πάνω από 10% (5 εκα­τομ­μύ­ρια), οι αγο­ρα­στές των τί­τλων (με­τα­ξύ των οποί­ων και η τρά­πε­ζα Rothschild) έλα­βαν 7.6 εκα­τομ­μύ­ρια ως προ­πλη­ρω­μή για την πε­ρί­ο­δο 1833-1835 (πάνω από 15% του δα­νεί­ου), 12.5 εκα­τομ­μύ­ρια (λίγο λι­γό­τε­ρο από 30% του δα­νεί­ου) απο­δό­θη­καν στην Οθω­μα­νι­κή Αυ­το­κρα­το­ρία ως απο­ζη­μί­ω­ση για την ανε­ξαρ­τη­σία. Η Γαλ­λία, το Ηνω­μέ­νο Βα­σί­λειο και η Ρωσία έλα­βαν 2 εκα­τομ­μύ­ρια, θε­ω­ρώ­ντας ότι ήταν δα­νει­στές της Ελ­λά­δας. Στον βα­σι­λιά Όθωνα απο­δό­θη­καν 15% ακόμη του ποσού, δη­λα­δή 7.4 εκα­τομ­μύ­ρια, για να κα­λύ­ψει τις αμοι­βές και το κό­στος με­τά­βα­σης της ακο­λου­θί­ας του, των Βαυα­ρών αξιω­μα­τού­χων που είχαν ανα­λά­βει την αντι­βα­σι­λεία(7) και 3.500 μι­σθο­φό­ρων που στρα­το­λο­γή­θη­καν στη Βαυα­ρία, χωρίς να ξε­χνά­με το 1 εκα­τομ­μύ­ριο που προ­γραμ­μα­τί­στη­κε για την αγορά όπλων.

Το πρώτο απε­χθές χρέος που επι­βλή­θη­κε το 1833 στην Ελ­λά­δα από την Τρόι­κα (Γαλ­λία, Ηνω­μέ­νο Βα­σί­λειο, Ρωσία, τις λε­γό­με­νες με­γά­λες δυ­νά­μεις).

Κα­τα­νο­μή ποσών

Ακο­λου­θεί μια πε­ρί­λη­ψη της χρή­σης των ποσών του δα­νεί­ου του 1833 με εγ­γυ­ή­τριες τις με­γά­λες δυ­νά­μεις (δό­σεις A και B, επί συ­νό­λου 44.5 εκα­τομ­μυ­ρί­ων δραχ­μών).

Αμοι­βές για την τρά­πε­ζα Rothschild: 5 εκα­τομ­μύ­ρια.

Τόκοι για το δά­νειο της πε­ριό­δου 1833 με 1835 (προ­πλη­ρω­μή): 7.6 εκα­τομ­μύ­ρια.

Απο­ζη­μί­ω­ση στην Οθω­μα­νι­κή Αυ­το­κρα­το­ρία :12.5 εκα­τομ­μύ­ρια.

Απο­πλη­ρω­μή του δα­νεί­ου στις με­γά­λες δυ­νά­μεις (προ­πλη­ρω­μή στις Γαλ­λία, ΗΒ, Ρωσία): 2 εκα­τομ­μύ­ρια.

Κό­στος με­τά­βα­σης για τον βα­σι­λιά Όθωνα, το προ­σω­πι­κό και τη συ­νο­δεία του: 2.1 εκα­τομ­μύ­ρια.

Μι­σθοί και άλλα έξοδα των μελών της αντι­βα­σι­λεί­ας του Όθωνα: 2 εκα­τομ­μύ­ρια.

Στρα­το­λό­γη­ση και κό­στος με­τα­κί­νη­σης για τους Βαυα­ρούς μι­σθο­φό­ρους: 3.3 εκα­τομ­μύ­ρια.

Αγορά στρα­τιω­τι­κού εξο­πλι­σμού: 1 εκα­τομ­μύ­ριο.

Σύ­νο­λο: 35.5 εκα­τομ­μύ­ρια.

Υπό­λοι­πο που πα­ρα­δό­θη­κε στο τα­μείο του ελ­λη­νι­κού κρά­τους: 9 εκα­τομ­μύ­ρια.

Δη­λα­δή το 20% από τα 44.5 εκα­τομ­μύ­ρια που χρε­ώ­θη­καν στην Ελ­λά­δα.

Πηγή: Reinhart και Trebesch, 2015, «The pitfalls of external dependence: Greece, 1829-2015», σ. 22. Kofas, Jon, 1981, «Financial Relations of Greece and the Great Powers 1832-1862». Boulder: «East European Monographs», σ. 25.







Οι τρεις δυ­νά­μεις υπέ­γρα­ψαν, στις 7 Μάη 1832, με τον Βα­σι­λιά της Βαυα­ρί­ας, τον πα­τέ­ρα του Όθωνα, μελ­λο­ντι­κό βα­σι­λιά της Ελ­λά­δας, μια συμ­φω­νία που υπο­χρέ­ω­νε το νέο «ανε­ξάρ­τη­το» κρά­τος να δώσει από­λυ­τη προ­τε­ραιό­τη­τα στην απο­πλη­ρω­μή του χρέ­ους (βλέπε το άρθρο XII στην πα­ρα­πά­νω ει­κό­να). Όπως απο­δει­κνύ­ε­ται, χωρίς πε­ρι­θώ­ρια αμ­φι­βο­λί­ας, από το αντί­γρα­φο μέ­ρους της συν­θή­κης της 7ης Μάη 1832, το κεί­με­νο αυτό υπο­γρά­φη­κε από τον αντι­πρό­σω­πο του βρε­τα­νι­κού στέμ­μα­τος, τον Λόρδο Πάλ­μερ­στον, από τον αντι­πρό­σω­πο της γαλ­λι­κής μο­ναρ­χί­ας, τον Τα­λεϋ­ράν­δο, από τον αντι­πρό­σω­πο του Τσά­ρου πασών των Ρω­σιών και από τον αντι­πρό­σω­πο του βα­σι­λιά της Βαυα­ρί­ας, ο οποί­ος ενερ­γού­σε στο όνομα της Ελ­λά­δας ενώ ο Όθω­νας και η ακο­λου­θία του δεν είχαν ακόμη φύγει από το Μό­να­χο! Ο Όθω­νας έφτα­σε στην Ελ­λά­δα μόλις τον Ια­νουά­ριο του 1833. Με το κεί­με­νο αυτό δια­θέ­του­με μια προ­φα­νή από­δει­ξη του επο­νεί­δι­στου και πα­ρά­νο­μου χα­ρα­κτή­ρα του χρέ­ους, που χρε­ώ­νε­ται στον ελ­λη­νι­κό λαό από το 1833.

Η Τρόι­κα ασκού­σε πολύ αυ­στη­ρό έλεγ­χο στον προ­ϋ­πο­λο­γι­σμό του κρά­τους και στη συλ­λο­γή των εσό­δων. Απαι­τού­σε τα­χτι­κά να αυ­ξά­νο­νται οι φόροι και οι δα­σμοί και να μειώ­νο­νται οι δα­πά­νες. Αξί­ζει να ση­μειω­θεί ότι η πέμ­πτη εθνο­συ­νέ­λευ­ση, που συ­νε­δρί­α­σε τον Δε­κέμ­βρη του 1831, είχε υιο­θε­τή­σει ένα «Σύ­νταγ­μα της Ελ­λά­δος», του οποί­ου το άρθρο 246 δή­λω­νε ότι ο ηγε­μό­νας δεν έχει το δι­καί­ω­μα να απο­φα­σί­ζει μόνος σε ζη­τή­μα­τα φόρων και δα­σμών, δη­μό­σιων δα­πα­νών ή συλ­λο­γής ει­σο­δη­μά­των, χωρίς να σέ­βε­ται τους νό­μους ή τις απο­φά­σεις του νο­μο­θε­τι­κού ορ­γά­νου.(8) Η μο­ναρ­χία και η Τρόι­κα κα­τα­πά­τη­σαν αυτό το Σύ­νταγ­μα, το οποίο ποτέ δεν ανα­γνώ­ρι­σαν.

Το 1838 και το 1843, η μο­ναρ­χία κάνει παύση πλη­ρω­μών του χρέ­ους, διότι δεν δια­θέ­τει τα ανα­γκαία απο­θέ­μα­τα για συ­νε­χί­σει να πλη­ρώ­νει τους εξαι­ρε­τι­κά βα­ρείς τό­κους.(9) Κατά τη χρε­ο­κο­πία του 1843, ενώ οι τόκοι, που έπρε­πε να κα­τα­βλη­θούν, αντι­προ­σώ­πευαν το 43% των κρα­τι­κών εσό­δων, η Τρόι­κα πα­ρε­νέ­βη ασκώ­ντας τη μέ­γι­στη πίεση στη μο­ναρ­χία προ­κει­μέ­νου να εφαρ­μό­σει ένα πρό­γραμ­μα ακραί­ας λι­τό­τη­τας δια­μορ­φω­μέ­νο με βάση τις υπο­δεί­ξεις των πρε­σβευ­τών των τριών δυ­νά­με­ων (βλέπε το πα­ρα­πά­νω πλαί­σιο).

Οι θυ­σί­ες που επι­βλή­θη­καν στον ελ­λη­νι­κό λαό για την απο­πλη­ρω­μή του δα­νεί­ου ήταν τέ­τοιες, που εξε­γέρ­θη­κε επα­νει­λημ­μέ­νως. Η εξέ­γερ­ση ήταν ιδιαί­τε­ρα με­γά­λη το 1843. Ο πλη­θυ­σμός της Αθή­νας ήταν εξορ­γι­σμέ­νος με τα εγκαί­νια, μετά βαΐων και κλά­δων, του εντυ­πω­σια­κού βα­σι­λι­κού πα­λα­τιού (όπου βρί­σκε­ται σή­με­ρα το ελ­λη­νι­κό κοι­νο­βού­λιο) και τον Σε­πτέμ­βρη του 1843 ξε­ση­κώ­θη­κε ενά­ντια σε μια νέα αύ­ξη­ση των φόρων, ζη­τώ­ντας την εγκα­θί­δρυ­ση συ­νταγ­μα­τι­κού κα­θε­στώ­τος.

Θα πρέ­πει να ση­μειω­θεί ότι το Ηνω­μέ­νο Βα­σί­λειο έφτα­σε μέχρι να απει­λή­σει τον βα­σι­λιά Όθωνα με στρα­τιω­τι­κή επέμ­βα­ση, αν δεν απο­δε­χό­ταν να αυ­ξή­σει τους φό­ρους για να τη­ρή­σει τις υπο­χρε­ώ­σεις του στην Τρόι­κα. Το Ηνω­μέ­νο βα­σί­λειο και η Γαλ­λία κα­τέ­λα­βαν στρα­τιω­τι­κά το λι­μά­νι του Πει­ραιά για δύο χρό­νια, ξε­κι­νώ­ντας από τον Μάη του 1854, ένα μέσο πολύ απο­τε­λε­σμα­τι­κό για να βά­λουν στο χέρι τα έσοδα από το τε­λω­νείο του λι­μέ­να.

Το μνη­μό­νιο που επι­βλή­θη­κε από την Τρόι­κα το 1843

Με βάση το άρθρο του Τάκη Κα­τσι­μάρ­δου «Το πα­λαιό μνη­μό­νιο στην Ελ­λά­δα του 1843».

Τον Ιού­νιο του 1843, η Ελ­λά­δα κή­ρυ­ξε πτώ­χευ­ση, γιατί δεν ήταν σε θέση να πλη­ρώ­σει ένα μέρος των ετή­σιων τόκων για την απο­πλη­ρω­μή του δα­νεί­ου του 1833. Απέ­να­ντι στις απει­λές των δα­νει­στών, η κυ­βέρ­νη­ση δε­σμεύ­τη­κε να εφαρ­μό­σει ένα πρό­γραμ­μα άγριας λι­τό­τη­τας, προ­κεί­με­νου να συ­νε­χί­σει την απο­πλη­ρω­μή του χρέ­ους.

Η Ελ­λά­δα μπήκε σε μια φάση σκλη­ρής «λι­τό­τη­τας». Πηγές της επο­χής κα­τα­γρά­φουν τις σκη­νές εξα­θλί­ω­σης του πλή­θους στις πό­λεις και την ύπαι­θρο. Στην πρω­τεύ­ου­σα, οι πο­λί­τες, χωρίς πό­ρους, στα­μά­τη­σαν να πλη­ρώ­νουν τους φό­ρους τους, σε ση­μείο που δεν υπήρ­χαν πια υπο­ψή­φιοι στους πλειο­δο­τι­κούς δια­γω­νι­σμούς για την ανά­λη­ψη των θέ­σε­ων για την εί­σπρα­ξη των φόρων.

Προ­φα­νώς, ήταν αδύ­να­τον να συλ­λε­χθούν τα χρή­μα­τα για την απο­πλη­ρω­μή των τόκων του χρέ­ους σε μια χώρα της οποί­ας η πλειο­ψη­φία του πλη­θυ­σμού ήταν βαθιά φτω­χο­ποι­η­μέ­νη. Παρ’ όλα αυτά οι δα­νει­στές απαι­τού­σαν την απο­πλη­ρω­μή του χρέ­ους.

Έτσι, ορ­γα­νώ­θη­κε στο Λον­δί­νο μια συ­νά­ντη­ση για το ελ­λη­νι­κό χρέος και οι αντι­πρό­σω­ποι της Τρόι­κας δια­μόρ­φω­σαν μια δια­κή­ρυ­ξη που κα­τα­δί­κα­ζε την Ελ­λά­δα (Ιού­νιος 1843). Με βάση τη δια­κή­ρυ­ξη αυτή, η Ελ­λά­δα δεν είχε σε­βα­στεί τις υπο­χρε­ώ­σεις της. Οι τρεις πρέ­σβεις έδω­σαν στην κυ­βέρ­νη­ση 15 μέρες για να κάνει ακόμα με­γα­λύ­τε­ρες πε­ρι­κο­πές στις δη­μό­σιες δα­πά­νες, ύψους πε­ρί­που τεσ­σά­ρων εκα­τομ­μυ­ρί­ων δραχ­μών. Οι πε­ρι­κο­πές που είχαν προ­βλε­φθεί αρ­χι­κά από την κυ­βέρ­νη­ση ήταν μόλις 1 εκα­τομ­μύ­ριο.

Μετά από ένα μήνα συ­ζη­τή­σε­ων, συ­ντά­χθη­κε ένα πρω­τό­κολ­λο-μνη­μό­νιο από τους πρέ­σβεις και την ελ­λη­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση. Η συμ­φω­νία επι­κυ­ρώ­θη­κε στις 2 Σε­πτεμ­βρί­ου και προ­κά­λε­σε θύ­ελ­λα δια­μαρ­τυ­ριών. Την επο­μέ­νη ξέ­σπα­σε η Επα­νά­στα­ση της 3ης του Σε­πτέμ­βρη. Κα­τέ­λη­ξε σε ένα νέο Σύ­νταγ­μα, που ήταν όμως ακόμη πολύ μα­κριά από τη δη­μο­κρα­τία.(10)

Τα βα­σι­κά μέτρα, που υιο­θε­τή­θη­καν από την ελ­λη­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση το 1843 στο πλαί­σιο της εφαρ­μο­γής του «Μνη­μο­νί­ου» της επο­χής, πε­ρι­λάμ­βα­ναν:(11)

1. Από­λυ­ση του ενός τρί­του των δη­μο­σί­ων υπαλ­λή­λων και τη μεί­ω­ση των μι­σθών των υπο­λοί­πων σε πο­σο­στό 15-20%.

2. Πά­γω­μα της κα­τα­βο­λής των συ­ντά­ξε­ων.

3. Ση­μα­ντι­κή μεί­ω­ση των στρα­τιω­τι­κών δα­πα­νών.

4. Επι­βο­λή σε όλους τους πα­ρα­γω­γούς να κα­τα­βά­λουν προ­πλη­ρω­μή επί του φόρου, τη δε­κά­τη, που αντι­στοι­χού­σε στο ένα δέ­κα­το της αξίας του συ­νό­λου της πα­ρα­γω­γής.

5. Αύ­ξη­ση στα τε­λω­νεια­κά τέλη και τα χαρ­τό­ση­μα.

6. Απο­λύ­θη­καν όλοι οι υπάλ­λη­λοι του εθνι­κού τυ­πο­γρα­φεί­ου, οι δα­σο­φύ­λα­κες και οι πε­ρισ­σό­τε­ροι από τους κα­θη­γη­τές πα­νε­πι­στη­μί­ου (εκτός από 26!).

7. Κα­ταρ­γή­θη­καν όλες οι κρα­τι­κές υπη­ρε­σί­ες υγεί­ας.

8. Απο­λύ­θη­καν όλοι οι πο­λι­τι­κοί μη­χα­νι­κοί του κρά­τους και στα­μά­τη­σαν όλα τα δη­μό­σια έργα.

9. Παύ­θη­καν όλες οι δι­πλω­μα­τι­κές απο­στο­λές στο εξω­τε­ρι­κό.

10. Νο­μι­μο­ποι­ή­θη­καν όλες οι αυ­θαί­ρε­τες κα­τα­σκευ­ές και οι πα­ρά­νο­μες κα­τα­πα­τή­σεις «εθνι­κών γαιών» με την πλη­ρω­μή προ­στί­μων.

11. Ρυθ­μί­στη­καν για ευ­τε­λές αντί­τι­μο όλες οι εκ­κρε­μείς οφει­λές (πε­ρί­που 5 εκα­τομ­μύ­ρια δραχ­μές).

Επι­πλέ­ον, με βάση το «Μνη­μό­νιο», οι πρε­σβευ­τές της Τρόι­κας της επο­χής ήταν πα­ρό­ντες στις συ­να­ντή­σεις του υπουρ­γι­κού συμ­βου­λί­ου, όταν αυτό επι­κύ­ρω­νε τα μέτρα, και λάμ­βα­νε κάθε μήνα μια λε­πτο­με­ρή έκ­θε­ση ανα­φο­ρι­κά με την εφαρ­μο­γή τους και τα ποσά που συ­γκε­ντρώ­νο­νταν. Μήπως σας θυ­μί­ζει κάτι αυτό;



Τε­λι­κά, ο Όθω­νας ανα­τρά­πη­κε το 1862, μετά από μια σειρά λαϊ­κών εξε­γέρ­σε­ων στις τέσ­σε­ρις γω­νιές του βα­σι­λεί­ου του, και υπο­χρε­ώ­θη­κε να εγκα­τα­λεί­ψει τη χώρα. Μετά από αυτά, ψη­φί­στη­κε και πάλι ένα νέο Σύ­νταγ­μα -πολύ μικρή πρό­ο­δος στην κα­τεύ­θυν­ση του πε­ριο­ρι­σμό των εξου­σιών της μο­ναρ­χί­ας. Η Τρόι­κα ανα­ζή­τη­σε έναν αντι­κα­τα­στά­τη. Το Λον­δί­νο πρό­τει­νε τον δευ­τε­ρό­το­κο της βα­σί­λισ­σας Βι­κτώ­ριας, αλλά συ­νά­ντη­σε την εχθρό­τη­τα της Γαλ­λί­ας, που δεν ήθελε πε­ραι­τέ­ρω ενί­σχυ­ση της βρε­τα­νι­κής επιρ­ρο­ής. Τε­λι­κά, οι τρεις δυ­νά­μεις συμ­φώ­νη­σαν στην επι­λο­γή ενός Δανού πρί­γκι­πα, του επο­νο­μα­ζό­με­νου Χρι­στια­νού Γου­λιέλ­μου Φερ­δι­νάν­δου Αδόλ­φου Γε­ωρ­γί­ου.

Από το 1843, η Τρόι­κα δια­σφά­λι­ζε, όπως είχε υπο­σχε­θεί στους τρα­πε­ζί­τες, την απο­πλη­ρω­μή του δα­νεί­ου στη θέση της Ελ­λά­δας, όταν αυτή δεν κα­τά­φερ­νε να απο­μυ­ζή­σει αρ­κε­τά έσοδα για να κα­τα­βά­λει το σύ­νο­λο των τόκων και του κε­φα­λαί­ου. Η απο­πλη­ρω­μή από την Τρόι­κα ολο­κλη­ρώ­θη­κε το 1871(12) και οι δα­νει­στές μπο­ρού­σαν να είναι ικα­νο­ποι­η­μέ­νοι: έλα­βαν τους τό­κους και τους επι­στρά­φη­κε το κε­φά­λαιο που είχαν δα­νεί­σει. Το δά­νειο των 60 εκα­τομ­μυ­ρί­ων φρά­γκων δια­γρά­φη­κε.

Αλλά το χρέος της Ελ­λά­δας προς την Τρόι­κα πα­ρέ­με­νε, αφού το Ηνω­μέ­νο Βα­σί­λειο, η Γαλ­λία και η Ρωσία είχαν δια­σφα­λί­σει μέρος των πλη­ρω­μών. Έκτο­τε, η Ελ­λά­δα ήταν ανα­γκα­σμέ­νη να κα­τευ­θύ­νει μέρος των εσό­δων της στις τρεις δυ­νά­μεις της Τρόι­κας. Η Ελ­λά­δα ολο­κλή­ρω­σε την απο­πλη­ρω­μή για το δά­νειο του 1833 προς τη Γαλ­λία και το Ηνω­μέ­νο Βα­σί­λειο τη δε­κα­ε­τία του 1930, δη­λα­δή έναν αιώνα αρ­γό­τε­ρα. Η Ρωσία από την πλευ­ρά της δεν ικα­νο­ποι­ή­θη­κε, λόγω της επα­νά­στα­σης του 1917.

Τε­λι­κά τι έγινε με την απο­πλη­ρω­μή των δα­νεί­ων του 1824 και του 1825;

Να υπεν­θυ­μί­σου­με ότι η απο­πλη­ρω­μή στα­μά­τη­σε από το 1826 και οι δα­νει­στές αρ­νή­θη­καν το 1829 να φτά­σουν σε συμ­φω­νία με την προ­σω­ρι­νή κυ­βέρ­νη­ση, η οποία στη συ­νέ­χεια πα­ρα­με­ρί­στη­κε από την Τρόι­κα και αντι­κα­τα­στά­θη­κε από τη μο­ναρ­χία. Το δά­νειο των 60 εκα­τομ­μυ­ρί­ων φρά­γκων (που αντι­προ­σώ­πευε το 124% του ΑΕΠ της Ελ­λά­δας το 1833) δεν αντι­κα­τέ­στη­σε τα δά­νεια του 1824-1825 (που αντι­προ­σώ­πευαν το 120% του ΑΕΠ του 1833). Αφού απο­πλη­ρώ­θη­κε το δά­νειο των 60 εκα­τομ­μυ­ρί­ων, η Τρόι­κα επέ­με­νε να ικα­νο­ποι­η­θούν εξί­σου οι απαι­τή­σεις των δα­νει­στών του 1824-1825. Έτσι το 1878, η Ελ­λά­δα, κάτω από την πίεση των με­γά­λων δυ­νά­με­ων, έφτα­σε σε μια συμ­φω­νία με τους τρα­πε­ζί­τες που είχαν στην κα­το­χή τους τους τί­τλους του 1824-1825. Οι πα­λαιοί τί­τλοι είχαν ανταλ­λα­χθεί με νέους για 1.2 εκα­τομ­μύ­ρια λίρες στερ­λί­νες. Ήταν μια εξαι­ρε­τι­κή δου­λειά για τους κα­τό­χους των τί­τλων και μια νέα αδι­κία για τον ελ­λη­νι­κό λαό. Να υπεν­θυ­μί­σου­με ότι το ποσό που με­τα­φέρ­θη­κε πραγ­μα­τι­κά στην Ελ­λά­δα το 1824-1825 ήταν μόλις 1.3 εκα­τομ­μύ­ρια λίρες στερ­λί­νες. Ανταλ­λάσ­σο­ντας τους πα­λαιούς τί­τλους για νέους, αξίας 1.2 εκα­τομ­μυ­ρί­ων, οι δα­νει­στές μπο­ρού­σαν να είναι ικα­νο­ποι­η­μέ­νοι, πόσο μάλ­λον που κά­ποιοι από αυ­τούς είχαν αγο­ρά­σει τους πα­λαιούς τί­τλους για μια μπου­κιά ψωμί. Οι τρα­πε­ζί­τες κερ­δο­σκο­πού­σαν διαρ­κώς πάνω στους ελ­λη­νι­κούς τί­τλους, που­λώ­ντας όταν άρ­χι­ζαν να πέ­φτουν και αγο­ρά­ζο­ντας πάλι όταν άρ­χι­ζαν να ανε­βαί­νουν.

Είναι εντυ­πω­σια­κή η δια­πί­στω­ση ότι οι πε­ρισ­σό­τε­ρες με­λέ­τες και τα άρθρα, που ανα­λύ­ουν επι­φα­νεια­κά τα προ­βλή­μα­τα του ελ­λη­νι­κού χρέ­ους, επι­βε­βαιώ­νουν ότι οι δη­μό­σιες δα­πά­νες ήταν πολύ υψη­λές και ότι οι Έλ­λη­νες δεν πλή­ρω­ναν τους φό­ρους τους ή πλή­ρω­ναν πολύ λίγο. Ωστό­σο, μια αυ­στη­ρή ανά­λυ­ση της εξέ­λι­ξης του κρα­τι­κού προ­ϋ­πο­λο­γι­σμού κα­τα­δει­κνύ­ει ότι, με­τα­ξύ 1837 και 1877, ο προ­ϋ­πο­λο­γι­σμός είχε πρω­ταρ­χι­κό πλε­ό­να­σμα εκτός από δύο πε­ρι­πτώ­σεις, δη­λα­δή τα έσοδα ήταν πε­ρισ­σό­τε­ρα από τα έξοδα πριν την απο­πλη­ρω­μή του χρέ­ους. Συ­νε­πώς, σε μια πε­ρί­ο­δο 41 ετών (1837-1877), τα έσοδα (που προ­έρ­χο­νταν κατά κύριο λόγο από τους φό­ρους) ήταν με­γα­λύ­τε­ρα από τα έξοδα για 39 χρό­νια, αν δεν συ­νυ­πο­λο­γί­σου­με την απο­πλη­ρω­μή του χρέ­ους. Το χρό­νιο έλ­λειμ­μα του προ­ϋ­πο­λο­γι­σμού ήταν το απο­τέ­λε­σμα της απο­πλη­ρω­μής του χρέ­ους που συ­νι­στού­σε ένα βάρος επα­χθές.(13) Βε­βαί­ως, δεν θέ­λου­με εδώ να πούμε ότι η μο­ναρ­χία έκανε καλή δια­χεί­ρι­ση του κρα­τι­κού προ­ϋ­πο­λο­γι­σμού προς όφε­λος του πλη­θυ­σμού. Οι θε­τι­κοί προ­ϋ­πο­λο­γι­σμοί είναι τυ­πι­κή απαί­τη­ση των δα­νει­στών, ανε­ξαρ­τή­τως επο­χής. Το πρω­ταρ­χι­κό πλε­ό­να­σμα εγ­γυά­ται στους δα­νει­στές ακρι­βώς ότι υπάρ­χει ένα πλε­ό­να­σμα που μπο­ρεί να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί για την απο­πλη­ρω­μή του χρέ­ους. Το βάρος της απο­πλη­ρω­μής και η επι­κυ­ριαρ­χία των με­γά­λων ευ­ρω­παϊ­κών δυ­νά­με­ων απο­τε­λούν κα­θο­ρι­στι­κούς πα­ρά­γο­ντες της αδυ­να­μί­ας της Ελ­λά­δας να γνω­ρί­σει μια οι­κο­νο­μι­κή άνοδο.

Συ­μπε­ρά­σμα­τα αυτού του μέ­ρους

Τα δά­νεια του 1824-1825 θα έπρε­πε να θε­ω­ρη­θούν άκυρα, γιατί οι όροι του συμ­βο­λαί­ου ήταν λε­ό­ντιοι και η συ­μπε­ρι­φο­ρά των τρα­πε­ζι­τών ήταν ξε­κά­θα­ρα ανέ­ντι­μη.

Το δά­νειο του 1833 ανή­κει κα­θα­ρά στη λο­γι­κή του απε­χθούς χρέ­ους.(14)  Το χρέος επι­συ­νά­φτη­κε από ένα δε­σπο­τι­κό κα­θε­στώς ενά­ντια στο συμ­φέ­ρον του λαού. Το κα­θε­στώς αυτό ήταν ένα ερ­γα­λείο στην υπη­ρε­σία των με­γά­λων δυ­νά­με­ων, που επι­χει­ρού­σαν να στα­θε­ρο­ποι­ή­σουν τα συμ­φέ­ρο­ντά τους στην πλάτη του ελ­λη­νι­κού λαού, ενώ ταυ­τό­χρο­να φρό­ντι­ζαν να ικα­νο­ποι­η­θούν οι απαι­τή­σεις των διε­θνών τρα­πε­ζι­τών.

Η άρ­νη­ση των δα­νει­στών και των με­γά­λων δυ­νά­με­ων να ακυ­ρώ­σουν το χρέος, στο σύ­νο­λο του ή εν μέρει, είχε απο­τε­λέ­σμα­τα μα­κράς διάρ­κειας και δια­τή­ρη­σε την Ελ­λά­δα υπο­ταγ­μέ­νη, εμπο­δί­ζο­ντάς την να γνω­ρί­σει πραγ­μα­τι­κή οι­κο­νο­μι­κή ανά­πτυ­ξη.

Η Ελ­λά­δα γεν­νή­θη­κε με ένα απε­χθές χρέος που υπο­δού­λω­σε τον λαό της.

Κά­ποια κομ­βι­κά ση­μεία για να κα­τα­νο­ή­σου­με το ιστο­ρι­κό πλαί­σιο της γέν­νη­σης του ανε­ξάρ­τη­του ελ­λη­νι­κού κρά­τος τον 19ο αιώνα. 

Οι­κο­νο­μία και κοι­νω­νία

Ο Κων­στα­ντί­νος Τσου­κα­λάς, στην εξο­ρία στο Πα­ρί­σι στη διάρ­κεια της δι­κτα­το­ρί­ας των συ­νταγ­μα­ταρ­χών, έγρα­φε το 1969:

« Εδώ και σχε­δόν ενά­μι­ση αιώνα, ο εξω­τε­ρι­κός πα­ρά­γο­ντας, με την πα­ρέμ­βα­ση ή τη βο­ή­θειά του, ήταν σχε­δόν πά­ντο­τε λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο υπεύ­θυ­νος για την έκρη­ξη ή την επί­λυ­ση των κρί­σε­ων που γνώ­ρι­σε η Ελ­λά­δα. Οι κοι­νω­νι­κές και πο­λι­τι­κές δυ­νά­μεις της χώρας δεν μπό­ρε­σαν ποτέ να ανα­πτυ­χθούν ή να λει­τουρ­γή­σουν με τρόπο αυ­τό­νο­μο, ο ελ­λη­νι­κός λαός δεν μπό­ρε­σε ποτέ να είναι κύ­ριος της μοί­ρας του, ει­δι­κά στις στιγ­μές που είχε να χάσει ή να κερ­δί­σει τα πε­ρισ­σό­τε­ρα. Πράγ­μα­τι, όποιες κι αν ήταν οι στρα­τη­γι­κές ή δι­πλω­μα­τι­κές της θέ­σεις, η Ελ­λά­δα ήταν ανα­πό­φευ­κτα το αντι­κεί­με­νο της διε­θνούς προ­σο­χής λόγω της γε­ω­γρα­φι­κής της θέσης. Ως πιόνι της δυ­τι­κής δι­πλω­μα­τί­ας την εποχή της κα­τάρ­ρευ­σης της Οθω­μα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας, ως ναυ­τι­κή βάση απα­ραί­τη­τη για τον έλεγ­χο των Δαρ­δα­νε­λί­ων, ως οχυρό του “ελεύ­θε­ρου κό­σμου” στον αγώνα ενά­ντια στην επέ­κτα­ση του κο­μου­νι­σμού ή ως ασφα­λής βάση (μία από τις λίγες) που επι­τρέ­πει τον στρα­τη­γι­κό έλεγ­χο μιας Μέσης Ανα­το­λής σε διαρ­κή αστά­θεια, η Ελ­λά­δα πλή­ρω­σε πά­ντο­τε το διε­θνές εν­δια­φέ­ρον που δη­μιούρ­γη­σε».(15)

Βέ­βαια, τα λόγια του Κων­στα­ντί­νου Τσου­κα­λά θα πρέ­πει να σχε­τι­κο­ποι­η­θούν, γιατί ο ελ­λη­νι­κός λαός κα­τόρ­θω­σε να νι­κή­σει τους ναζί κα­τα­κτη­τές με το τί­μη­μα ενός ηρω­ι­κού αγώνα. Αλλά τα τρα­γι­κά γε­γο­νό­τα του 2015 επι­βε­βαιώ­νουν από πο­λι­τι­κή σκο­πιά αυτά τα λόγια, που γρά­φτη­καν σχε­δόν εδώ και μισό αιώνα. Οι δυ­νά­μεις της δυ­τι­κής Ευ­ρώ­πης επε­νέ­βη­σαν εκ νέου στην Ελ­λά­δα για διε­θνείς λό­γους:  Προ­κει­μέ­νου να εμπο­δί­σουν την επι­τυ­χία μιας προ­σπά­θειας ρήξης με τη λι­τό­τη­τα και να απο­τρέ­ψουν τη με­τά­δο­σή της σε άλλες χώρες της Ευ­ρώ­πης, ξε­κι­νώ­ντας από την Ισπα­νία και την Πορ­το­γα­λία. Προ­κει­μέ­νου να εμπο­δί­σουν την αμ­φι­σβή­τη­ση της ευ­ρω­παϊ­κής ολο­κλή­ρω­σης υπό την κυ­ριαρ­χία του με­γά­λου κε­φα­λαί­ου και των κυ­ρί­αρ­χων ευ­ρω­παϊ­κών δυ­νά­με­ων. Οι ευ­ρω­παϊ­κοί θε­σμοί και το ΔΝΤ οδή­γη­σαν στην απο­τυ­χία μια προ­σπά­θεια που θα μπο­ρού­σε να αλ­λά­ξει την πο­ρεία της Ιστο­ρί­ας.

Ας συ­νε­χί­σου­με όμως να ακο­λου­θού­με την πε­ρι­γρα­φή που έκανε ο Κων­στα­ντί­νος Τσου­κα­λάς, γιατί μας δίνει τα κλει­διά για να κα­τα­νο­ή­σου­με τις συν­θή­κες μέσα στις οποί­ες γεν­νή­θη­κε το πρώτο ανε­ξάρ­τη­το ελ­λη­νι­κό κρά­τος πριν από δύο αιώ­νες.

«Ο ιστο­ρι­κός και πο­λι­τι­σμι­κός χα­ρα­κτή­ρας του ελ­λη­νι­κού έθνους δεν μπο­ρεί να προσ­διο­ρι­στεί με ευ­κο­λία: είναι βαλ­κα­νι­κό, αλλά δεν είναι σλά­βι­κο, ανή­κει στην εγγύς ανα­το­λή, αλλά δεν είναι μου­σουλ­μα­νι­κό, είναι ευ­ρω­παϊ­κό, αλλά δεν είναι δυ­τι­κό. Θα μπο­ρού­σα­με ίσως να δεί­ξου­με κά­ποια συ­νέ­χεια από την κλασ­σι­κή εποχή στη Βυ­ζα­ντι­νή Αυ­το­κρα­το­ρία και στη σύγ­χρο­νη Ελ­λά­δα, μια κά­ποια συ­νέ­χεια της φυλής και της κουλ­τού­ρας. Δεν είναι κα­θό­λου βέ­βαιο. Αυτό που είναι βέ­βαιο είναι ότι η κοι­νω­νι­κή και οι­κο­νο­μι­κή δομή της σύγ­χρο­νης Ελ­λά­δας έλκει την κα­τα­γω­γή της στη μακρά οθω­μα­νι­κή κυ­ριαρ­χία…).

Με την αυ­στη­ρή αντί­λη­ψή της για τους κοι­νω­νι­κούς δια­χω­ρι­σμούς, η στρα­το­κρα­τι­κή οθω­μα­νι­κή ιδε­ο­λο­γία(16) πε­ρι­φρο­νού­σε τις κερ­δο­σκο­πι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες. Αυτή η πε­ρι­φρό­νη­ση επέ­τρε­ψε στους Έλ­λη­νες, και σε μι­κρό­τε­ρο βαθμό σε άλλες μειο­νο­τι­κές ομά­δες όπως οι Εβραί­οι και οι Αρ­μέ­νιοι, να απο­κτή­σουν πρα­κτι­κά το μο­νο­πώ­λιο της επι­χει­ρη­μα­τι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας. Η ελ­λη­νι­κή κοι­νό­τη­τα της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, που την απο­τε­λού­σαν υπο­λείμ­μα­τα της βυ­ζα­ντι­νής αρι­στο­κρα­τί­ας και νε­ο­σύ­στα­τες ομά­δες τρα­πε­ζι­τών και με­γα­λε­μπό­ρων που ήταν γνω­στοί ως Φα­να­ριώ­τες, βρέ­θη­κε γρή­γο­ρα να ελέγ­χει τις πε­ρισ­σό­τε­ρες οι­κο­νο­μι­κές δο­σο­λη­ψί­ες. Ωστό­σο, ο ρόλος των Φα­να­ριω­τών δεν πε­ριο­ρι­ζό­ταν μόνο στο οι­κο­νο­μι­κό πεδίο. Κλή­θη­καν συχνά να παί­ξουν ση­μα­ντι­κό πο­λι­τι­κό και διοι­κη­τι­κό ρόλο στο οθω­μα­νι­κό σύ­στη­μα. (…)

Οι Έλ­λη­νες κυ­ριάρ­χη­σαν επί­σης στις εμπο­ρι­κές και ναυ­τι­λια­κές δρα­στη­ριό­τη­τες που ανα­πτύ­χθη­καν γρή­γο­ρα στο δεύ­τε­ρο μισό του XVIII αιώνα και έφε­ραν ένα νέο πνεύ­μα στη λη­θαρ­γι­κή ζωή των Βαλ­κα­νί­ων. Αυτή η νε­ο­σύ­στα­τη ελ­λη­νι­κή αστι­κή τάξη, η οποία ιδίως μετά το 1789 ει­σή­γα­γε στα Βαλ­κά­νια τις νέες και επα­να­στα­τι­κές ιδέες που έβρα­ζαν στην Ευ­ρώ­πη, απέ­κτη­σε στα­δια­κά ασύ­γκρι­τη ανα­γνώ­ρι­ση τόσο ανά­με­σα στους Έλ­λη­νες όσο και ανά­με­σα στους Σλά­βους. Η ιδέα ενός κι­νή­μα­τος ανε­ξαρ­τη­σί­ας με σκοπό τη δη­μιουρ­γία μιας παν­βαλ­κα­νι­κής ομο­σπον­δί­ας κέρ­δι­ζε έδα­φος, ιδιαί­τε­ρα με την υπο­δαύ­λι­ση της Ρω­σί­ας, ενώ η γε­νι­κή πα­ρακ­μή της Οθω­μα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας ξυ­πνού­σε βίαια σε όλα τα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα της βαλ­κα­νι­κής χερ­σο­νή­σου την ελ­πί­δα ότι η ανε­ξαρ­τη­σία ήταν κοντά.

Η κο­ρύ­φω­ση αυτής της δια­δι­κα­σί­ας ήταν η ελ­λη­νι­κή επα­νά­στα­ση του 1821. Όμως, αν και οι Έλ­λη­νες είχαν ση­μα­ντι­κές επι­τυ­χί­ες τα πρώτα χρό­νια του αγώνα, ο τουρ­κο­αι­γυ­πτια­κός στρα­τός, αφού ανα­διορ­γα­νώ­θη­κε, κα­τά­φε­ρε στη συ­νέ­χεια να νι­κή­σει σε απο­φα­σι­στι­κές μάχες, που ακύ­ρω­σαν στην πο­λι­τι­κή σκα­κιέ­ρα το πλε­ο­νέ­κτη­μα των Ελ­λή­νων. Το 1827, η επα­νά­στα­ση –που είχε αγ­γί­ξει μόνο τα νησιά του Αι­γαί­ου, την Πε­λο­πόν­νη­σο και το νότιο τμήμα της χερ­σο­νή­σου (Στε­ρεά)– βρι­σκό­ταν σε αδιέ­ξο­δο.

Τότε ήταν που επε­νέ­βη­σαν με απο­φα­σι­στι­κό τρόπο οι ξένες δυ­νά­μεις. (…) Αυτή τη φορά, οι λαϊ­κές πιέ­σεις ήταν στην κα­τεύ­θυν­ση των δι­πλω­μα­τι­κών συμ­φε­ρό­ντων, και οι με­γά­λες δυ­νά­μεις απο­φά­σι­σαν να πά­ρουν τον έλεγ­χο της κα­τά­στα­σης. Η Ρωσία, η Γαλ­λία και η Με­γά­λη Βρε­τά­νια κα­τέ­στρε­ψαν τον τουρ­κο-αι­γυ­πτια­κό στόλο στο Να­βα­ρί­νο (1827) και έδω­σαν στην Ελ­λά­δα την ανε­ξαρ­τη­σία της.

Για να εκτι­μή­σου­με σωστά τον ρόλο που έπαι­ξαν στη συ­νέ­χεια οι με­γά­λες δυ­νά­μεις, μπο­ρού­με να εξε­τά­σου­με εν τάχει την πο­λι­τι­κή που ακο­λου­θού­σαν. Η Ρωσία είχε θε­με­λιώ­σει τη δική της στην επι­θυ­μία της να δει να δη­μιουρ­γεί­ται υπό την προ­στα­σία της ένα με­γά­λο ελ­λη­νο­σλα­βι­κό κρά­τος, που θα της χρη­σί­μευε ως οχυρό στη Με­σό­γειο μετά την κα­τάρ­ρευ­ση της Οθω­μα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Ο πλη­θυ­σμός των Βαλ­κα­νί­ων ήταν στην πλειο­ψη­φία του σλα­βι­κός και, θρη­σκευ­τι­κά, 90% ορ­θό­δο­ξος. Τα δύο αυτά δε­δο­μέ­να απο­τε­λού­σαν, στο επί­πε­δο της προ­πα­γάν­δας, τα με­γα­λύ­τε­ρα όπλα της Ρω­σί­ας. Η βρε­τα­νι­κή πο­λι­τι­κή προ­σα­να­το­λι­ζό­ταν αντι­θέ­τως στη συ­ντή­ρη­ση της Οθω­μα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας, ως αντί­βα­ρο στον ρω­σι­κό επε­κτα­τι­σμό. Ωστό­σο, στον βαθμό που η ανά­πτυ­ξη φυ­γό­κε­ντρων δυ­νά­με­ων στην Αυ­το­κρα­το­ρία οδη­γού­σε μα­κρο­πρό­θε­σμα στην ανα­πό­φευ­κτη απο­σύν­θε­σή της, η Με­γά­λη Βρε­τα­νία στή­ρι­ζε τη δη­μιουρ­γία ενός ανε­ξάρ­τη­του ελ­λη­νι­κού κρά­τους, που θα ήταν όμως σε οι­κο­νο­μι­κή και πο­λι­τι­κή εξάρ­τη­ση από τη Με­γά­λη Βρε­τα­νία και θα βρι­σκό­ταν συ­νε­πώς σε ανοι­χτή αντι­πα­ρά­θε­ση με τις υπό­λοι­πες βαλ­κα­νι­κές εθνό­τη­τες. Το πρω­τό­κολ­λο του Λον­δί­νου (1830), με το οποίο ανα­γνω­ρί­στη­κε τε­λι­κά η ανε­ξαρ­τη­σία της Ελ­λά­δας, ήταν ένας θρί­αμ­βος της βρε­τα­νι­κής δι­πλω­μα­τί­ας. Η εγκα­θί­δρυ­ση μιας από­λυ­της μο­ναρ­χί­ας απο­σκο­πού­σε στην αντι­κα­τά­στα­ση του πρώ­του κυ­βερ­νή­τη της Ελ­λά­δας, του Ιω­άν­νη Κα­πο­δί­στρια,(17) που είχε υπάρ­ξει υπουρ­γός του Τσά­ρου και φυ­σι­κά έκλι­νε να συμ­με­ρί­ζε­ται τις ρω­σι­κές από­ψεις. Και καθώς τα σύ­νο­ρα όρι­ζαν έναν πολύ πε­ριο­ρι­σμέ­νο χώρο, ο πλη­θυ­σμός του οποί­ου ήταν σχε­τι­κά ομοιο­γε­νής, το νέο ανε­ξάρ­τη­το κρά­τος εξαρ­τιό­ταν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα από­λυ­τα από την ξένη οι­κο­νο­μι­κή και δι­πλω­μα­τι­κή βο­ή­θεια (δη­λα­δή από τη Με­γά­λη Βρε­τα­νία) κι αυτό θα προ­κα­λού­σε αντα­γω­νι­σμούς με­τα­ξύ Ελ­λή­νων και Σλά­βων. Έτσι, για πε­ρισ­σό­τε­ρο από έναν αιώνα, τα Βαλ­κά­νια έμελε να γί­νουν το πιο ανή­συ­χο μέρος της Ευ­ρώ­πης και το θέ­α­τρο διαρ­κών αντα­γω­νι­σμών με­τα­ξύ εξω­τε­ρι­κών δυ­νά­με­ων. Η ιδέα μιας συ­νο­μο­σπον­δί­ας που να ενώ­νει τους χρι­στια­νι­κούς πλη­θυ­σμούς των ευ­ρω­παϊ­κών επαρ­χιών της Οθω­μα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας, πλη­θυ­σμούς που, τη­ρου­μέ­νων των ανα­λο­γιών, ζού­σαν σε συν­θή­κες καλής συ­νεν­νό­η­σης για τέσ­σε­ρις αιώ­νες, εγκα­τα­λεί­φθη­κε. Η Με­γά­λη Βρε­τα­νία, η Ρωσία, η Γαλ­λία, η Αυ­στρία, και αρ­γό­τε­ρα η Γερ­μα­νία, αντα­γω­νί­ζο­νταν για το μέλ­λον αυτών των επαρ­χιών. Οι πλη­θυ­σμοί τους πλή­ρω­σαν και πλη­ρώ­νουν ακόμη το τί­μη­μα».



Βι­βλιο­γρα­φία για το πρώτο μέρος : 

  • Μπε­λο­γιάν­νης Νίκος, Το ξένο κε­φά­λαιο στην Ελ­λά­δαhttp://​iskra.​gr/​index.​php?​option=com_​content&​vie​w=art​icle&​id=1010 :-1833-&catid=55:an-oikonomia&Itemid=283 
  • Επι­τρο­πή Αλή­θειας Δη­μο­σί­ου Χρέ­ους, Προ­κα­ταρ­κτι­κό Πό­ρι­σμα της Επι­τρο­πής Αλή­θειας Δη­μο­σί­ου Χρέ­ους, Αθήνα 2015 http://​gre​ekde​bttr​uthc​ommi​ssio​n.​org/​assets/​porisma1.​pdf 
  • JUGLAR Clément. 1862. Des crises commerciales et de leur retour périodique en France, en Angleterre et aux Etats-Unis, Paris 1862 http://​gallica.​bnf.​fr/​ark :/12148/bpt6k1060720 
  • KATSIMARDOS Takis « Το παλιό μνη­μό­νιο στην Ελ­λά­δα του 1843 », δη­μο­σιευ­μέ­νο στις 18/09/2010, στην κα­θη­με­ρι­νή οι­κο­νο­μι­κή εφη­με­ρί­δα « Ημε­ρι­σία»
  • Mandel, Ernest.1972. Le Troisième âge du Capitalisme, La Passion, Paris, 1997, 500 p.
  • Mandel, Ernest. 1978. Τα μακρά κύ­μα­τα της κα­πι­τα­λι­στι­κής εξέ­λι­ξης, Ερ­γα­τι­κή Πάλη, Αθήνα 2003
  • Marichal, Carlos. 1989. A century of debt crises en Latin America, Princeton, University Press, Princeton, 283p.
  • Marx–Engels, La Crise, col. 10/18, Union générale d’éditions, 1978, 444 p
  • Reinhardt Carmen et Rogoff Kenneth, Cette fois, c’est différent. Huit siècles de folie financière, Paris, Pearson, 2010.
  • Reinhardt Carmen M., and M. BELEN Sbrancia. 2015 “The Liquidation of Government Debt.” Economic Policy30, no. 82 : 291-333
  • Reinhardt Carmen and TREBESCH Christoph. 2015. The pitfalls of external dependance : Greece, 1829-2015
  • Sack, Alexander Nahum. 1927. Les Effets des Transformations des Etats sur leurs Dettes Publiques et Autres Obligations financières, Recueil Sirey, Paris.
  • Τσου­κα­λάς Κων­στα­ντί­νος. 1970. Η Ελ­λη­νι­κή τρα­γω­δία από την απε­λευ­θέ­ρω­ση στους συ­νταγ­μα­τάρ­χες, Λι­βά­νης, μτφρ. Κ. Ιορ­δα­νί­δη, Αθήνα 1981
Ευ­χα­ρι­στί­ες : 

Ο συγ­γρα­φέ­ας ευ­χα­ρι­στεί για την ανά­γνω­ση και τις προ­τά­σεις τους : Τάσο Ανα­στα­σιά­δη, Θάνος Κο­νταρ­γύ­ρη, Olivier Delorme, Romaric Godin, Jean-Marie Harribey, Δάφνη Κιού­ση, Yvette Krolikowski, Christian Louedec, Damien Millet, Γιώρ­γο Μη­τρα­λιά, Αντώ­νη Ντα­βα­νέλ­λο, Νίκο Πα­ντε­λά­κη, Claude Quémar, Γιάν­νη Θα­νασ­σέ­κο, Δή­μη­τρα Τσάμη, Ελένη Τσέ­κε­ρη, Αλέκο Ζαννά.

Ο συγ­γρα­φέ­ας έχει την απο­κλει­στι­κή ευ­θύ­νη για τα πι­θα­νά λάθη που συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται σε αυτό το έργο.

Ση­μειώ­σεις

|1| Βλέπε τη δου­λειά των Juglar, Marx, Kondratieff, Kindleberger, Mandel… 

|2| Μια απο­φα­σι­στι­κή μάχη κερ­δή­θη­κε από τους επα­να­στά­τες στο Ayacucho του Pérou στις 9 Δε­κεμ­βρί­ου 1824, αλλά η σύ­γκρου­ση δεν τερ­μα­τί­στη­κε. Θα πρέ­πει να ση­μειω­θεί ότι μόνο μέρος του ποσού των 20 εκα­τομ­μυ­ρί­ων λιρών με­τα­φέρ­θη­κε πράγ­μα­τι στη Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή. 

|3| Αυτό ακρι­βώς συ­νέ­βη με τα δύο δά­νεια του 1824 και του 1825. Οι τί­τλοι πω­λή­θη­καν από την αρχή στο 60 % της ονο­μα­στι­κής τους αξίας. Βλ. Carmen M. Reinhart & Christoph Trebesch : The pitfalls of external dependance : Greece, 1829-2015, σ. 24. Η πώ­λη­ση τί­τλων κάτω από την ονο­μα­στι­κή τους αξία κατά την αρ­χι­κή τους έκ­δο­ση προ­κει­μέ­νου να προ­σελ­κυ­στούν αγο­ρα­στές πα­ρα­μέ­νει και σή­με­ρα συ­νη­θι­σμέ­νη πρα­κτι­κή, αν και η υπο­τί­μη­ση που επι­τρέ­πε­ται είναι σαφώς μι­κρό­τε­ρη σε σχέση με τον 19ο αιώνα. 

|4| Ο Ernest Mandel προ­τεί­νει την ακό­λου­θη πε­ριο­δο­λό­γη­ση για τα μακρά κύμ­μα­τα από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ου : 1793-1825 (πε­ρί­ο­δος ισχυ­ρής ανά­πτυ­ξης που τε­λειώ­νει με τη με­γά­λη κρίση που ξεσπά το 1825), πε­ρί­ο­δος αργής ανά­πτυ­ξης από το 1826 ως το 1847 (με με­γά­λη κρίση το 1846-47), πε­ρί­ο­δος ισχυ­τής ανά­πτυ­ξης από το 1848 ως το 1873 με με­γά­λη κρίση το 1873, αργή ανά­πτυ­ξη από το 1874 ως το 1893 με σο­βα­ρή τρα­πε­ζι­κή κρίση το 1890-1893,  ισχυ­ρής ανά­πτυ­ξη από το 1894 ως το 1913… Βλ. E. Mandel, Le Troisième âge du Capitalisme, 1972. Οι φά­σεις με­γά­λης επέ­κτα­σης και οι φά­σεις αργής επέ­κτα­σης υπο­διαι­ρού­νται και οι ίδιες σε πιο σύ­ντο­μους κύ­κλους 7 έως 10 ετών που κα­τα­λή­γουν κι αυτές σε κρί­σεις.

|5| Για τις πιο σύν­θε­τες και τε­τα­μέ­νες σχέ­σεις ανά­με­σα στο Ηνω­μέ­νο Βα­σί­λειο και τη Ρωσία βλέπε το πλαί­σιο « Κά­ποια κομ­βι­κά ση­μεία για να κα­τα­νο­ή­σου­με το ιστο­ρι­κό πλαί­σιο της γέν­νη­σης του ανε­ξάρ­τη­του ελ­λη­νι­κού κρά­τος τον 19οαιώνα. ». Βλέπε επί­σης Olivier Delorme, La Grèce et les Balkans, du Ve siècle à nos jours, Gallimard, Paris, 2013. 

|6| Λίγο πολύ αυτό συ­νέ­βη και το 2010-2012 όταν 13 χώρες της ευ­ρω­ζώ­νης μπή­καν εγ­γυ­ή­τριες στο δά­νειο που πα­ρα­χω­ρή­θη­κε από το Ευ­ρω­παϊ­κό Τα­μείο Χρη­μα­το­πι­στω­τι­κής Στα­θε­ρό­τη­τας. Σε πε­ρί­πτω­ση κή­ρυ­ξης χρε­ω­κο­πί­ας από την Ελ­λά­δα, οι χώρες αυτές εγ­γυού­νται την απο­πλη­ρω­μή των τί­τλων που βρί­σκο­νται στα χέρια ιδιω­τι­κών τρα­πε­ζών. Βλ. Επι­τρο­πή Αλή­θειας Δη­μο­σί­ου Χρέ­ους, Προ­κα­ταρ­κτι­κό Πό­ρι­σμα της Επι­τρο­πής Αλή­θειας Δη­μο­σί­ου Χρέ­ους, Αθήνα 2015 http://​gre​ekde​bttr​uthc​ommi​ssio​n.​org/​assets/​porisma1.​pdf  κε­φά­λαια 3 και 4 

|7| Μέχρι να φτά­σει ο Όθω­νας την ηλι­κία των 20 ετών, δη­λα­δή μέχρι το 1835, στή­νε­ται ένα Συμ­βού­λιο Αντι­βα­σι­λεί­ας, που το απο­τε­λού­σαν δύο Βαυα­ροί αρι­στο­κρά­τες και ένας Βαυα­ρός στρα­τη­γός. Όταν έφτα­σε ο Όθω­νας, εγκα­τα­στά­θη­κε στο Ναύ­πλιο, πόλη 6000 κα­τοί­κων, πριν απο­φα­σί­σει, με τη σύμ­φω­νη γνώμη του Συμ­βου­λί­ου, ότι πρω­τεύ­ου­σα θα γίνει η Αθήνα, που την εποχή εκεί­νη είχε 5000 κα­τοί­κους. Βλ. https://​goo.​gl/​U6M3wX 

|8| Βλ. Μπε­λο­γιάν­νης Νίκος, Το ξένο κε­φά­λαιο στην Ελ­λά­δα, http://​iskra.​gr/​index.​php?​option=com_​content&​vie​w=art​icle&​id=1010 :-1833-&catid=55:an-oikonomia&Itemid=283 

|9| Στις 31 Δε­κεμ­βρί­ου του 1843, η Ελ­λά­δα είχε ολο­κλη­ρώ­σει την πλη­ρω­μή 33 εκα­τομ­μυ­ρί­ων δραχ­μών για τους τό­κους και την απο­πλη­ρω­μή του κε­φα­λαί­ου. Αλλά έμενε να πλη­ρώ­σει στις τρεις δυ­νά­μεις της Τρόι­κα, εγ­γυ­ή­τριες του δα­νεί­ου του 1833, το ποσό των 66 εκα­τομ­μυ­ρί­ων δραχ­μών, δη­λα­δή πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρα από αυτά που η Ελ­λά­δα έλαβε πράγ­μα­τι το 1833. Πλη­ρο­φο­ρί­ες από τη Δή­μη­τρα Τσάμη.

|10| Σε αυτό το ιστο­ρι­κό γε­γο­νός οφεί­λει το όνομα της η πλα­τεία Συ­ντάγ­μα­τος, μπρο­στά από το κοι­νο­βού­λιο.

|11| Με βάση το Τάκης Κα­τσι­μάρ­δος, « Το παλιό μνη­μό­νιο στην Ελ­λά­δα του 1843 »,δη­μο­σιευ­μέ­νο στις 18/09/2010, στην κα­θη­με­ρι­νή οι­κο­νο­μι­κή εφη­με­ρί­δα «Ημε­ρη­σία », που δεν υπάρ­χει πια. Ηλ.εκδ. : http://​www.​neapnyka.​gr/​archives/​%CF%84%CE%BF-​%CF%80%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%8C-​%CE%BC%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CF%8C%CE%BD%CE%B9%CE%BF-​%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-​%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1-​%CF%84%CE%BF%CF%85-​1843

|12| Βλ. Carmen M. Reinhart και Christoph Trebesch : The pitfalls of external dependance : Greece, 1829-2015, σ. 24.

|13| Με βάση το Reinhart et Trebesch, 2015. The pitfalls of external dependance : Greece, 1829-2015, σ. 23, Appendix B

|14| Στη διάρ­κεια του 19ου και του 20ου αι., ακυ­ρώ­θη­καν κατ’ επα­νά­λη­ψη δά­νεια που θε­ω­ρή­θη­καν απε­χθή. Ο νο­μι­κός Alexander Sack, που απο­τε­λεί ανα­φο­ρά σε ό,τι αφορά τη θε­ω­ρία του απε­χθούς χρέ­ους, συ­νό­ψι­σε μια σειρά συ­γκε­κρι­μέ­νων πε­ρι­πτώ­σε­ων σε μια συλ­λο­γή που εκ­δό­θη­κε στο Πα­ρί­σι το 1927. Βλ., Sack, Alexander Nahum. 1927. Les Effets des Transformations des États sur leurs Dettes Publiques et Autres Obligations financières, Recueil Sirey, Paris. http://​www.​worldcat.​org/​title/​effets-​des-​tra​nsfo​rmat​ions-​des-​etats-​sur-​leurs-​dettes-​publiques-​et-​autres-​obligations-​financieres-​traite-​juridique-​et-​financier/​oclc/​18085050/​editions?​referer=di&​edi​tion​sVie​w=tru​e 

|15| Όλα τα απο­σπά­σμα­τα είναι από το πρώτο κε­φά­λαιο του πρώ­του βι­βλί­ου του Κων­στα­ντί­νου Τσου­κα­λά, La Grèce de l’indépendance aux colonels, Editions F. Maspéro, Paris, 1970=Τσου­κα­λάς Κων­στα­ντί­νος. 1970. Η Ελ­λη­νι­κή τρα­γω­δία από την απε­λευ­θέ­ρω­ση στους συ­νταγ­μα­τάρ­χες, Λι­βά­νης, μτφρ. Κ. Ιορ­δα­νί­δη, Αθήνα 1981

|17| Βλέπε τη βιο­γρα­φία του Ιω­άν­νη Κα­πο­δί­στρια: https://​goo.​gl/​xwxmsL