Υπερλειτουργική δυσφωνία: Η πάθηση που προτιμά τους… «φωνακλάδες»

Δευτέρα, 04/04/2022 - 21:59

Λεπτή, ψιλή, βαθιά ή βροντερή, η φωνή μας βοηθά να εκφραστούμε και δεν είναι τόσο δεδομένη, όσο τείνουμε να πιστεύουμε. Είναι ευάλωτη σε προβλήματα και σε δυσλειτουργίες. Ένα τέτοιο πρόβλημα είναι η λεγόμενη υπερλειτουργική δυσφωνία, η πάθηση, που… προτιμά τους φωνακλάδες.


Η φωνή είναι ο ήχος, ο οποίος δημιουργείται από τις δονήσεις των φωνητικών χορδών. Τις δονήσεις αυτές τις προκαλεί ο αέρας, που περνά στο λάρυγγα και κάνει τις χορδές να έρχονται πιο κοντά η μία με την άλλη.


«Όπως όλα τα όργανα, έτσι και η φωνή χρειάζεται προσοχή και φροντίδα. Η υπερλειτουργική δυσφωνία είναι ο λανθασμένος τρόπος φώνησης, με καταβολή προσπάθειας και κόπωση των μυών του λάρυγγα.
Στην υπερλειτουργική δυσφωνία, δηλαδή, υπάρχει υπερβολική πίεση των μυών του λάρυγγα κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι φωνητικές χορδές να μην έχουν τη σωστή τάση. Πώς μεταφράζεται αυτό; Με μια φωνή που ακούγεται βραχνή, ασθενική και πιεσμένη. Ο ασθενής νιώθει κούραση, αν μέσα στην ημέρα έχει χρειαστεί να μιλήσει πολύ και να φωνάξει. Κάποιες φορές παραπονιέται και για πόνο στο λαιμό και συχνά τα βράδια δεν βγαίνει η φωνή του», εξηγεί η Ωτορινολαρυγγολόγος, Χειρουργός Κεφαλής – Τραχήλου, ΠαιδοΩΡΛ, επιστημονική συνεργάτης του νοσοκομείου ΥΓΕΙΑ- ΜΗΤΕΡΑ Ανατολή Παταρίδου.


Προτιμά τους φωνακλάδες


Πολλές φορές στη διάρκεια της ημέρας μπορεί να χρειαστεί να ανεβάσουμε τους τόνους, να υψώσουμε τη φωνή μας από εκνευρισμό ή για να μας ακούσουν. Όταν αυτή η συνήθεια παγιώνεται -είτε λόγω επαγγέλματος, π.χ. εκπαιδευτικός, είτε λόγω συνθηκών- τότε μπορεί να αποκτήσουμε υπερλειτουργική δυσφωνία.


«Η υπερλειτουργική δυσφωνία είναι μια λειτουργική διαταραχή και οφείλεται σε χρόνια κακή χρήση της φωνής μας. Στα πρώτα της στάδια οι οργανικές αλλοιώσεις δεν είναι εμφανείς. Όμως αυτό στην πορεία αλλάζει. Μεταξύ άλλων μπορεί να παρατηρηθούν οζίδια, πολύποδες και το λεγόμενο οίδημα του Reinke», αναφέρει η ωτορινολαρυγγολόγος, χειρουργός κεφαλής – τραχήλου, παιδοΩΡΛ.
Η έγκαιρη παρέμβαση του ειδικού ιατρού είναι σημαντική. Θα πάρει το λεπτομερές ιατρικό ιστορικό του ασθενούς και στη συνέχεια θα τον εξετάσει με τα σύγχρονα ενδοσκόπια, για να προχωρήσει με ακρίβεια στη διάγνωση του προβλήματος. 


Αυτό, που είναι σημαντικό να γνωρίζουμε, είναι ότι οι διαταραχές της φωνής, όπως είναι η υπερλειτουργική δυσφωνία, αντιμετωπίζονται καλύτερα, όταν η προσέγγιση είναι διεπιστημονική και ολιστική.
Είναι σημαντική, λοιπόν, η συνεργασία ιατρών και ειδικών διαφόρων ειδικοτήτων, για την καλύτερη δυνατή παρέμβαση στον ασθενή. Χρειάζονται ωτορινολαρυγγολόγος, λογοθεραπευτής, ψυχολόγος -σε περίπτωση που υπάρχει διαταραχή ψυχογενούς δυσφωνίας- και φυσικοθεραπευτής, για αλλαγή στη στάση του σώματος ή για τη χαλάρωση των μυϊκών ομάδων που συμμετέχουν στη φώνηση. Εννοείται ότι η αντιμετώπιση συμπεριλαμβάνει αλλαγές στη συμπεριφορά, κυρίως ως προς τις «φωνητικές συνήθειες», ασκήσεις χαλάρωσης και αναπνοής.


Υπερλειτουργική δυσφωνία στα παιδιά


«Η υπερλειτουργική δυσφωνία παρατηρείται και σε παιδιά, ο λάρυγγας των οποίων είναι πιο ευλύγιστος, με πιο ελαστικούς χόνδρους και με χαμηλό ποσοστό νευρομυϊκού συντονισμού. Είναι μικρός, ψηλότερα στο λαιμό απ’ ό,τι θα είναι σε κάθε άλλη στιγμή της ζωής τους και με βραχείες φωνητικές χορδές.
Στα παιδιά, η υπερλειτουργική δυσφωνία χαρακτηρίζεται από ένα φωνητικό «ζόρισμα» και συνοδεύεται από αλλαγή στη χροιά της φωνής - γίνεται βραχνή και κάπως βαριά. Μάλιστα έχει παρατηρηθεί ότι την πάθηση αποκτούν συχνότερα τα αγόρια, λίγο πριν ξεκινήσουν το δημοτικό», υπογραμμίζει η ειδικός.
Τι μπορεί να παρατηρήσουν οι γονείς; Το παιδί πιθανόν να δείχνει ότι χρειάζεται περισσότερη δύναμη για να προφέρει τις λέξεις. Μπορεί, επίσης, να παραπονιέται για πόνο στο λαιμό, στο πρόσωπο ή και σε όλο το σώμα. Η βραχνάδα του είναι χαρακτηριστική. 


«Μπορεί η φωνή του παιδιού να μας ακούγεται κάπως τραχιά. Το παιδί μπορεί να αναφέρει ότι δεν του είναι εύκολο να μιλήσει και ότι δεν μπορεί να ολοκληρώσει την πρότασή του ή να ακουστεί σε έναν χώρο με φασαρία. Επιπλέον μπορεί να παραπονεθεί ότι νιώθει κουρασμένο, αν έχει μιλήσει πολύ ή να μιλάει ψιθυριστά», καταλήγει η κα Παταρίδου.