Μια ολιστική παρέμβαση-εγκατάσταση από το Θέατρο Σημείο στο Ισλαχανέ στη Θεσσαλονίκη

Τετάρτη, 31/08/2022 - 16:32

Με άξονα τα 100 χρόνια παραδειγματικής διαδρομής του Ισλαχανέ το Θέατρο Σημείο παρουσιάζει μια πλατφόρμα θεάτρου και εικαστικής δημιουργίας για το 22 και έναν αναστοχασμό για τις ουλές της Ελλάδας

Ο σκηνοθέτης Νίκος Διαμαντής και το Θέατρο Σημείο, στο πλαίσιο του θεσμού «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός» του Υπουργείου Πολιτισμού και με αφορμή το έτος 1922, πραγματοποιούν στις 5 και 6 Σεπτεμβρίου ένα πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα καλλιτεχνικό πρότζεκτ.

Μια ολιστική καλλιτεχνική παρέμβαση στον ιστορικό τόπο του Ισλαχανέ–Ορφανοτροφείο Αρρένων που περιλαμβάνει θεατρική παράσταση, εικαστική εγκατάσταση, ανοιχτή συζήτηση και ανοιχτό κάλεσμα, με τη συμμετοχή 10 συγγραφέων, 10 ηθοποιών, 3 εικαστικών καλλιτεχνών, 11 συνομιλητών από ένα ευρύ φάσμα των τεχνών και των επιστημών και πολιτών. Πρόκειται για ένα γεγονός για την πόλη της Θεσσαλονίκης και όχι μόνο με αφορμή μια τραυματική επέτειο.

Η ιδέα πίσω από την παράσταση: Θέατρο & Εικαστική δημιουργία

Στον πυρήνα της πρότασης βρίσκονται 10 θεατρικά ταχυδράματα με θέμα το Ισλαχανέ, σε παραγγελία του θεάτρου Σημείο, μέσα από το πρόγραμμα «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός» από σύγχρονους συγγραφείς.

Παρουσιάζονται από ερμηνευτές, ηθοποιούς, περφόρμερ, ανάπηρους χορευτές, χορευτές, λυρικούς τραγουδιστές και διατρέχουν την ιστορία εφαπτόμενων θρησκειών, ανθρώπων, συνειδήσεων, οικογενειών, ορφανών, μουσουλμάνων, χριστιανών, σιδηρουργών, τεχνουργών, ανθρώπων του μόχθου κ.α.

Εξομολογήσεις γυμνές, σκληρές, αθώες, προκλητικές, ρεαλιστικές , ποιητικές, ένα σύνολο ανθρώπινων, πολύ ανθρώπινων καταδύσεων ψυχής, που αφορούν αλλαγές, μετασχηματισμούς, τους τρόπους τελικά που ο άνθρωπος βιώνει την ιστορία.

Η παράσταση συνομιλεί με αντικείμενα, προφορικές μαρτυρίες, ήχους, με το σήμερα, με τα τραύματα, τον φόβο, την προκατάληψη, την ελπίδα και συμπλέκεται με την εικαστική εγκατάσταση- χειρονομία .

Με αφετηρία την ετυμολογία της λέξης Ισλαχανέ (islā που σήμαινε τακτοποίηση, αποκατάσταση και –hane που σήμαινε σπίτι/εστία – ένα «Σπίτι Αποκατάστασης» για ορφανά και άπορα παιδιά), τα 100 χρόνια από την μικρασιατική καταστροφή και τις πραγματικές αντιδράσεις που δημιούργησε η ανταλλαγή πληθυσμών, τους μύθους και τις αλήθειες, η παράσταση και η εικαστική έκθεση, θα φωτίσουν ως ένα ενιαίο ΤΟΠΟ, στο Ισλαχανέ, σύγχρονες ιστορικές διαδρομές.

Εστιάζουν προς τα συνεκτικά οδοιπορικά τριών γενεών – 100 χρόνων, τα οποία τέμνονται και είναι εν πολλοίς αποτελέσματα μιας κοινωνίας η οποία μέσα σε τρεις γενεές δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει τα τραύματά της και τις προκαταλήψεις της.

Με άξονα τα 100 χρόνια παραδειγματικής διαδρομής του Ισλαχανέ, το Θέατρο Σημείο παρουσιάζει μια πλατφόρμα θεάτρου και εικαστικής δημιουργίας, για το 22 και έναν αναστοχασμό για τις ουλές της Ελλάδας.

Η πορεία του Ισλαχανέ μέσα στο χρόνο υποδηλώνει τη διαχρονικότητα και την πολυποικιλότητα του προσφυγικού ζητήματος, την συνεργασία και αλληλοεπικάλυψη πολιτισμών – θρησκειών – ανθρώπων εντέλει, αλλά κυρίως μας υποβάλλει να σεβαστούμε και να αναγνωρίσουμε την Ιστορία επιπλέον , σαν ένα αδιαίρετο ανθρώπινο σύνολο ιστοριών Υποκειμένων.

Ο εξανθρωπισμός της ιστορίας, χάνεται όταν απουσιάζει η εμπειρία των απλών ανθρώπων, όλα όσα προσκόμισε η κοινωνική ανθρωπολογία, η προφορική και η κοινωνική ιστορία, η προβληματική του κοινωνικού φύλου, η ιστορία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας, η ιστορία της εργασίας, και τέλος, η συζήτηση για τα τραύματα.

Η ιστορία είναι μια διαδικασία με υποκείμενο, μία ανθρωπολογική προσέγγιση που δεν θα έσβηνε, όπως στο ακροθαλάσσι ένα πρόσωπο από άμμο.

Η συνεχής παρουσία του συγκροτήματος του Ισλαχανέ και η ποικιλία των χρήσεων που στεγάστηκαν στα κτίρια του, παρ’ όλες τις διαδοχικές αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στο ιδιοκτησιακό καθεστώς και τη μετατροπή του, από οθωμανική τεχνική σχολή ορφανών, σε κατάλυμα προσφύγων, σε δημόσιο ελληνικό εκπαιδευτήριο, καθώς και σε ιδιωτικό ελληνικό εργοστάσιο, δημιουργούν μια πολύ ενδιαφέρουσα διαδρομή στην ιστορία του Ελληνικού κράτους, από το 1874 μέχρι σήμερα.

6 Σεπτεμβρίου | Ανοιχτή συζήτηση – Παρέμβαση με τίτλο «Γιατί δεν ξέρω το Ισλαχανέ;»

Την Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου στις 9 το βράδυ, μετά το τέλος της παράστασης, θα πραγματοποιηθεί συζήτηση με θέμα «Γιατί δεν ξέρω το Ισλαχανέ».

Συμμετέχουν:
Ισίδωρος Ζουργός – συγγραφέας
Αρετή Κονδυλίδου – Ιστορικός ,Κοιν. Ανθρωπολόγος, ΥΝΜΤΕΚΜ-ΥΠΠΟΑ
Γιώργος Κορδομενίδης – λογοτέχνης
Ελένη Κυραμαργιού- Εντεταλμένη Ερευνήτρια ΙΙΕ/ΕΙΕ
Νίκος Μαρατζίδης- πολιτικός επιστήμονας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Πέπη Μαρκή – αρχαιολόγος
Γιάννης Μπουτάρης – πρώην δήμαρχος Θεσσαλονίκης
Σοφία Νικολαίδου – συγγραφέας
Χρήστος Παρίδης- δημοσιογράφος
Γιώργος Σκαμπαρδώνης – συγγραφέας
Φωτεινή Τσιμπιρίδου- Καθηγήτρια στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών & Ανατολικών Σπουδών

Συντονίζει ο Νίκος Διαμαντής – σκηνοθέτης

Ανοιχτό συμμετοχικό κάλεσμα από το Θέατρο Σημείο και τον Νίκο Διαμαντή 

Το Θέατρο Σημείο, έχοντας σαν κεντρική φιλοσοφία την συμπερίληψη, την ανεκτικότητα, την πολυμορφία και το θέατρο ουσίας, με νοηματικό ιστό την μοναδική διαδρομή του Ισλαχανέ της Θεσσαλονίκης ,προτείνει μια πολύμορφη εγκατάσταση , στις 5 και 6 Σεπτεμβρίου, στον Πολυχώρο Ισλαχανέ. Ο Πολυχώρος Πολιτισμού Ισλαχανέ της Θεσσαλονίκης (Πρώην Σχολή Τεχνών & Επαγγελμάτων Χαμιδιέ), Ορφανοτροφείο αρρένων, αποτελεί έναν μουσειακό χώρο με μόνιμη έκθεση κι ένα πολιτιστικό κέντρο που φιλοξενεί εκδηλώσεις, εκθέσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα.

Το κτήριο του κατασκευάστηκε το 1902 και αποτελούσε τμήμα του οθωμανικού ορφανοτροφείου-τεχνικού σχολείου Ισλαχανέ, το οποίο ιδρύθηκε το 1874 από τη μουσουλμανική κοινότητα της πόλης, για ΟΡΦΑΝΑ ΑΓΟΡΙΑ κάθε θρησκείας. Το Θέατρο Σημείο αναζητά κατοίκους, φορείς, οργανώσεις κλπ, της πόλης οι οποίοι ενδιαφέρονται να συμμετέχουν στις 2 παραστάσεις στις 5 και 6 Σεπτεμβρίου, με κεντρικό θέμα «Γιατί δεν ξέρω το Ισλαχανέ». | Πληροφορίες στο 6970989918 Νίκος Διαμαντής η στο μέιλ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Λίγα λόγια από τον εικαστικό επιμελητή Φοίβο Σάκαλη

«Παιδιά του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη» | Το Ισλαχανέ (ή Ασλαχανέ, που στα τουρκικά σημαίνει σπίτι της συμφιλίωσης ή και της καλυτέρευσης) φιλοξένησε από το 1922 πρόσφυγες από την Μικρά Ασία. Δεκαετίες μετά γίνεται η αφορμή για να σκεφτούμε γύρω από το εθνικό μας αφήγημα, αλλά και για να εξετάσουμε την ακτινογραφία της ελληνικής κοινωνίας σήμερα.

Μιας κοινωνίας η οποία παρουσιάζει έντονα φαινόμενα ενδοοικογενειακής και έμφυλης βίας, φασισμού και χουλιγκανισμού, δυσανεξίας στους πρόσφυγες, αλλά και γενικότερα στο διαφορετικό. Τα διακόσια χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση πέρσι, και φέτος τα εκατό χρόνια από την Μικρασιατική καταστροφή είναι ευκαιρία για αποτίμηση και επαναπροσδιορισμό.

Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι ως ιδεοληψία και μόνο, ή η απλή προβολή των αρχαίων σπαραγμάτων σε μουσεία, αρχαιολογικούς χώρους και διαφημιστικές καμπάνιες, η Εκκλησία ως υποχθόνιος ρυθμιστής της κοινωνικής και πνευματικής ζωής, και μία γλώσσα που επιβίωσε μεν επί χιλιετίες αλλά που δεν διασφαλίζει από μόνη της την σύνδεσή μας με ένα παρελθόν ενσωματωμένο και οικείο, δεν επαρκούν και δεν συνεισφέρουν στη δημιουργία μιας υγιούς, πνευματικά ανθηρής, και εύρωστης κοινωνίας.

Η αποτύπωση και αποδοχή της πραγματικότητας είναι η απαρχή κάθε θεραπείας, η παιδεία και η δημιουργία ενός ρεαλιστικού αφηγήματος το οποίο να ανυψώνει μέσω της αποδοχής και της ενσωμάτωσης είναι τα προαπαιτούμενα για το αύριο. Τα έργα που θα παρουσιαστούν στην έκθεση φωτίζουν πλευρές τις ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας. Ο Δημήτρης Αντωνίτσης μέσω των έργων του διαχρονικά σχολιάζει την ελληνική πραγματικότητα με χιούμορ καυστικό.

Ο Γιώργος Λάππας, Έλληνας της διασποράς, που βίωσε τον διωγμό του 1958 από την Αίγυπτο, μιλάει στο έργο του συχνά για την εστία, το σπίτι, την αίσθηση του ανήκειν, ανάγκη πανανθρώπινη. Τέλος, η Εύα Στεφανή με το νέο της βίντεο που δημιούργησε ειδικά για την έκθεση, χρησιμοποιεί το σώμα ως κύριο αφηγηματικό μέσο και μιλάει για την ανάγκη της αποδοχής του άλλου, του διαφορετικού, προσεγγίζοντας με αφαιρετική και ποιητική ματιά, αλλά πάντα κοφτερή και επίκαιρη, θέματα φύλου και θρησκείας.

Ισλαχανέ: Ένα νεότερο μνημείο, τεκμήριο της τεχνικής εκπαίδευσης ως εργαλείο επαγγελματικής αποκατάστασης των ορφανών παιδιών

Λίγα λόγια για τον χώρο και την Ιστορία του

Ο Πολυχώρος Πολιτισμού Ισλαχανέ (Πρώην Σχολή Τεχνών & Επαγγελμάτων Χαμιδιέ) αποτελεί έναν μουσειακό χώρο με μόνιμη έκθεση κι ένα πολιτιστικό κέντρο που φιλοξενεί εκδηλώσεις, εκθέσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα. Το κτήριο του κατασκευάστηκε το 1902 και αποτελούσε τμήμα του οθωμανικού ορφανοτροφείου-τεχνικού σχολείου Ισλαχανέ, το οποίο ιδρύθηκε το 1874 από τη μουσουλμανική κοινότητα της πόλης, για ορφανά αγόρια κάθε θρησκείας.

Η Σχολή αρχικά στεγαζόταν σε ένα μεγάλο τριώροφο κτήριο, ενώ σταδιακά απέκτησε άλλα τρία, το διδακτήριο, το τυπογραφείο και τα εργαστήρια. Στο τελευταίο, το μόνο που σώζεται σήμερα, λειτούργησε ξυλουργείο, μηχανουργείο και σιδηρουργείο, για την εκμάθηση των συγκεκριμένων τεχνών στα ορφανά αγόρια.

Μετά το 1912, οπότε η Θεσσαλονίκη περιήλθε στο ελληνικό κράτος, το κτήριο του Ισλαχανέ περιήλθε στο Δημόσιο, το οποίο από το 1920 και μετά το εκμίσθωνε σε ιδιώτες προκειμένου να στεγαστούν βιοτεχνικές χρήσεις, ανάλογες με τα αρχικά εργαστήρια που υπήρχαν στη Σχολή.

Το 1992 το πρώην κτήριο των εργαστηρίων χαρακτηρίστηκε από το ΥΠ.ΠΟ.Α. ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο συμπεριλαμβανομένου του εξοπλισμού του. Το 2011, το έργο της αποκατάστασης και επανάχρησης του μνημείου ως Πολυχώρος Πολιτισμού εντάχθηκε στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Μακεδονία-Θράκη» του ΕΣΠΑ 2007-2013 και ολοκληρώθηκε το 2015. Ανήκει στην Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων Κεντρικής Μακεδονίας.

Το Ισλαχανέ της Θεσσαλονίκης βρισκόταν στο ανατολικό άκρο της σημερινής οδού Αγίου Δημητρίου, μεταξύ των οδών Αποστόλου Παύλου και Ελένης Ζωγράφου, στο μέσο περίπου των ανατολικών τειχών της πόλης, κοντά στη Νέα Χρυσή Πύλη. Επρόκειτο για το πρώτο συγκρότημα ορφανοτροφείου-τεχνικής σχολής της πόλης και χτίστηκε κατά την τελευταία περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας στη Θεσσαλονίκη, ενδεικτικό παράδειγμα των μεταρρυθμίσεων που επιχείρησε η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά την περίοδο του Τανζιμάτ (1839-1876), αλλά και των ευρύτερων εκσυγχρονιστικών εκπαιδευτικών τάσεων της εποχής. Το συγκρότημα απαρτίζονταν από τρεις κτιριακές ενότητες, δυο από τις οποίες είχαν οικοδομηθεί εντός των ανατολικών τειχών της πόλης και μία εκτός.

Οι ηλικίες των παιδιών που φιλοξενούνταν στα Ισλαχανέ ήταν μεταξύ πέντε και δεκατριών ετών. Έτσι πολλά ορφανά και άπορα παιδιά μεγάλωσαν σε ένα ασφαλές και υγιές περιβάλλον υπό την εποπτεία του κράτους, αποκτώντας ταυτόχρονα ένα επάγγελμα που θα του εξασφάλιζε την επιβίωσή του. Τα Ισλαχανέ είχαν σημαντική θεσμική υποστήριξη, καθώς παρείχαν εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό στην αυτοκρατορία, εξυπηρετώντας έτσι την προσπάθεια για ανάπτυξη της αστικής βιομηχανικής δραστηριότητας.

Η εκπαίδευση που προσφερόταν ήταν σε πρωτοβάθμιο επίπεδο, ενώ οι τέχνες που διδάσκονταν προσαρμόζονταν σύμφωνα με τις ανάγκες της κάθε περιοχής. Η οικονομική ενίσχυση των ιδρυμάτων προερχόταν από δωρεές και δημόσιους φορείς, όμως το 1/3 των δαπανών τους καλύπτονταν με δικά τους μέσα, από τη δική τους παραγωγή. Ο όρος Ισλαχανέ συχνά μεταφράζεται ως Maison de Correction δηλαδή Σωφρονιστήριο – Αναμορφωτήριο. Ωστόσο, δεν υιοθετείται με τη σημερινή έννοια της τιμωρίας σε ένα κατάστημα εγκλεισμού, καθώς οι τρόφιμοι δεν ήταν ανήλικοι παραβάτες, αλλά ορφανά και άπορα παιδιά.

Ο χαρακτήρας των ιδρυμάτων αυτών ήταν κυρίως εκπαιδευτικός και παράλληλα εξυπηρετούσε στη διατήρηση της τάξης στα αστικά κέντρα, καθώς απέτρεπε πολλά ορφανά παιδιά από την επαιτεία και την αλητεία με την εξασφάλιση στέγης και εκπαίδευσης σε ένα τεχνικό επάγγελμα.

Ο Al. Van de Brule, σχολιάζοντας την ίδρυση του Ισλαχανέ της Θεσσαλονίκης γράφει ότι είχε στόχο «να χαρίσει στα ορφανά ένα επάγγελμα που να τους επιτρέπει να κερδίζουν έντιμα τη ζωή τους» και ότι αποτελούσε μέρος μιας σειράς σημαντικών εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων που συνέβησαν στην πόλη της Θεσσαλονίκης τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας.

Στη σχολή διδάσκονταν διάφορες τέχνες, όπως η τυπογραφία, η λιθογραφία, η ξυλουργική, η λεπτουργική (δηλ. ξυλογλυπτική), η υφαντουργική, η υποδηματοποιία, η ραπτική και προγραμματιζόταν η δημιουργία και πρόσθετων τμημάτων για τη διδασκαλία και άλλων τεχνών, ενώ η φοίτηση – προφανώς – ήταν εντελώς δωρεάν.

Οι μαθητές παρακολουθούσαν επίσης τα εξής μαθήματα: κοράνι, στοιχεία θρησκευτικών επιστημών, ανάγνωση τουρκικών, ορθογραφία και καλλιγραφία, αριθμητική, οθωμανική γραμματική, γεωμετρία, γεωγραφία, ζωγραφική, αλλά και γαλλικά, αραβικά και περσικά. Γνωρίζουμε ακόμα ότι η σχολή διέθετε και τη δική της μουσική μπάντα.

Σε ό,τι αφορά τη χρονολόγηση του κτιρίου Ισλαχανέ -εκτός των τειχών-, το βέβαιο είναι ότι λειτουργούσε το 1904, όταν ο περιηγητής Αlfred Van de Brule επισκέπτεται τις εγκαταστάσεις της Σχολής. Εντυπωσιάζεται από τη Σχολή Τεχνών κι Επαγγελμάτων, καθώς υπερτερεί σε σχέση με τις αντίστοιχες σχολές στο Μοναστήρι και στα Σκόπια, που είχε ήδη επισκεφτεί.

Η Σχολή της Θεσσαλονίκης, δεν παρείχε μόνο γνώσεις σε ραπτική, υποδηματοποιΐα και ξυλουργική, όπως οι άλλες, αλλά διέθετε και ένα πλήρως εξοπλισμένο μηχανουργείο, σιδηρουργείο και ξυλουργείο, τα οποία, όπως αναφέρει, είχαν αρχίσει να λειτουργούν λίγα χρόνια πριν την άφιξή του. Από τον ίδιο περιηγητή, πληροφορούμαστε ότι στο μηχανουργείο φοιτούσαν εξήντα μαθητές, ενώ στο σιδηρουργείο, που διέθετε τέσσερις μεταλλουργικές καμίνους, εκπαιδεύονταν τριάντα μαθητές, στο ξυλουργείο περίπου σαράντα και οι υπόλοιποι ασχολούνταν με την υφαντική, την τυπογραφία και τη λιθογραφία.

Επίσης, αναφέρει ότι τη λειτουργία των εργαστηρίων και τα μαθήματα σχεδίου τα είχαν αναθέσει σε έναν Γάλλο, τεχνικό διευθυντή, απόφοιτο των γαλλικών σχολών τεχνών και επαγγελμάτων. Ακόμη, ο Van de Brule διαπιστώνει με ενθουσιασμό, ότι υπάρχει πρόθεση για περαιτέρω ανάπτυξη τη Σχολή, ώστε στο μέλλον να συμπεριληφθεί ακόμη μεγαλύτερος αριθμός ορφανών και ότι υπήρχαν στην πόλη φιλάνθρωποι μουσουλμάνοι, που με υψηλό αίσθημα ανθρωπιάς προήγαγαν το καλό, δίχως να νοιάζονται για τη θρησκεία των προστατευομένων.

Τέλος, διαπιστώνει ότι η ύπαρξη αυτής της σχολής είναι ένα από τα καλύτερα παραδείγματα που θα μπορούσε να παράγει η συνεργασία ευρωπαίων τεχνικών, πέρα από πολιτικές βλέψεις, στην περιοχή της Μακεδονίας. Έτσι το Ισλαχανέ γνωρίζει μεγάλη επιτυχία και καθιερώνεται ως ένα από τα σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα της πόλης. «Η Θεσσαλονίκη είναι υπερήφανη που διαθέτει ένα ίδρυμα για την εκπαίδευση ορφανών, από όλες τις κοινωνικές τάξεις, και την εξάσκησή τους στα βιομηχανικά επαγγέλματα, που μόνον ευημερία και ευτυχία φέρνουν στη ζωή».

«Μέσα στο δαίδαλο μπερδεμένων δρόμων υπήρχαν ευχάριστες εκπλήξεις, να ανοίγονται ξαφνικές δίοδοι μεταξύ της πρασινάδας, στην πόλη και τη θάλασσα, τουρκικά σχολεία που αντηχούσαν όλα από την αργή μελοποιία του Κορανίου που ψέλνονταν από παιδικές φωνές, σκοτεινά εργαστήρια απ’ όπου έβγαινε ο ρυθμικός θόρυβος των σφυριών που κτυπούσαν το χάλκωμα ή σφυρηλατούσαν το σίδερο…». | περιγραφή του Charles Diehl.

Απ’ όλες τις επιχειρήσεις που στεγάστηκαν στο κτίριο αυτό, μακροβιότερη υπήρξε αυτή του Μηχανουργείου Αξυλιθιώτη, ενώ παράλληλα παρουσιάζει ιδιαίτερο τεχνολογικό και ιστορικό ενδιαφέρον, καλύπτοντας ένα σημαντικό μέρος της βιομηχανικής ιστορίας της πόλης της Θεσσαλονίκης από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι και τη δεκαετία του 1990, με ολοκληρωμένη γραμμή παραγωγής, που ξεκινά από την τήξη του μετάλλου και τη χύτευση, μέχρι την τελική μορφοποίηση του προϊόντος στο μηχανουργείο. Με το όνομα αυτό θα γίνει εξάλλου γνωστό το εν λόγω κτίριο των εργαστηρίων του Ισλαχανέ στα νεότερα χρόνια. Στα χρόνια της μικρασιατικής καταστροφής, η πόλη δέχεται μεγάλο αριθμό προσφύγων.

Από τον Αύγουστο του 1922 ως τον Μάρτιο του 1923, περίπου 120.000 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη προστίθενται στον πληθυσμό της Θεσσαλονίκης. Με τη συμφωνία για την ανταλλαγή των πληθυσμών, στη διετία 1923–1924 οι μουσουλμάνοι θα αποχωρήσουν από τη Θεσσαλονίκη, ενώ νέα κύματα προσφύγων θα έρθουν να πάρουν τη θέση τους. Το αίτημα για στεγαστική αποκατάσταση των τεράστιων αριθμών προσφύγων πυροδοτεί την άμεση παρέμβαση του κράτους.

Όπως όλες οι τουρκικές ιδιοκτησίες, το συγκρότημα του Ισλαχανέ περιέρχεται στη κυριότητα του ελληνικού κράτους. Το Κεντρικό Γραφείο Ανταλλαξίμων που αναλαμβάνει τη διαχείριση του Ισλαχανέ, όπως ήταν φυσικό, εγκαθιστά στο κεντρικό κτίριο του ορφανοτροφείου ελληνικές προσφυγικές οικογένειες. Σύμφωνα με έγγραφα που βρέθηκαν στο αρχείο της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου (Κ.Υ.Δ), προκύπτει ότι πολλοί πρόσφυγες είχαν εγκατασταθεί και στο τζαμί του Νουμάν Πασά, στο ομώνυμο χαμάμ, ακόμα και στο μαυσωλείο.

Ο Θ. Ζαχαριάδης εξακολουθεί να είναι κάτοχος του κτιρίου των εργαστηρίων, πληρώνει όμως πλέον τα μισθώματα στο ελληνικό δημόσιο. Τα νέα πληθυσμιακά δεδομένα, θα οδηγήσουν, το 1925, στην ίδρυση του Γ ́ Γυμνασίου Αρρένων, το οποίο ελλείψει κατάλληλου κτιρίου, θα εγκατασταθεί, στο εξαθλιωμένο πλέον δεύτερο κτίριο του συγκροτήματος το οποίο, αφού φιλοξένησε κι αυτό για λίγο διάστημα πρόσφυγες, αποδίδεται και πάλι σε εκπαιδευτική χρήση.

Το διώροφο αυτό κτίριο, θα λειτουργήσει αρχικά ως ημιγυμνάσιο, παράρτημα του Β’ Γυμνασίου, για την αποσυμφόρηση του οποίου θα μεταφερθούν οι μαθητές των δύο πρώτων τάξεων, που κατοικούσαν πάνω από την οδό Εγνατία. Την επόμενη χρονιά, προστέθηκαν στο ημιγυμνάσιο και άλλες τάξεις και το ολοκληρωμένο πια γυμνάσιο θα προσφέρει μάθηση στα προσφυγόπουλα της περιοχής.

Από τους μαθητές του θα αναφέρουμε, μεταξύ άλλων, τον λογοτέχνη Γιώργο Ιωάννου και τον λαογράφο, μελετητή και συγγραφέα Ηλία Πετρόπουλο. Το 1992, το κτίριο των εργαστηρίων, όπου τα τελευταία χρόνια στεγαζόταν το μηχανουργείο Αξυλιθιώτη, χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο που χρειάζεται ειδική κρατική προστασία μαζί με τον εξοπλισμό του, γιατί αποτελεί, ως σύνολο, ένα πολύ αξιόλογο δείγμα της νεοελληνικής βιομηχανικής κληρονομιάς με συνεχή λειτουργία από το 1915 έως σήμερα.

Η χωροθέτηση του κτιρίου αυτού, στην περιοχή έξω από τα ανατολικά τείχη, όπου εντάσσονται αρκετά αξιόλογα νεώτερα μνημεία, όπως τα κοιμητήρια της Ευαγγελίστριας, των Διαμαρτυρομένων και της Αρμενικής Κοινότητας, τα νοσοκομεία Άγιος Δημήτριος (πρώην Δημοτικό Νοσοκομείο) και Γ. Γεννηματά̋ (πρώην Κεντρικό Νοσοκομείο), οι Κήποι του Πασά, καθώς και η οικία – μουσείο του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ (εντός των τειχών), σε συνδυασμό με τα ανατολικά τείχη της πόλης και τον σημαντικό βυζαντινό ναό του Άγιου Νικόλαου Ορφανού, παρουσιάζει ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον, ενδυναμώνοντας το μνημειακό απόθεμα της περιοχής.