Η έκθεση ”POPOLODISENZAPAROLA” του Adrian Paci στη γκαλερί Kalfayan εστιάζει στη δύναμη και τον κοινωνικοπολιτικό ρόλο της «γλώσσας»
Τρίτη, 06/09/2022 - 16:30Μια νέα σειρά κεραμικών γλυπτών καθώς και νέα υφαντά μάλλινα χαλιά
7 Σεπτεμβρίου - 15 Οκτωβρίου, 2022
Οι Kalfayan Galleries παρουσιάζουν την ατομική έκθεση του Adrian Paci με τίτλο ”POPOLODISENZAPAROLA” (άνθρωποιχωρίςλέξεις) που θα διαρκέσει από τις 7 Σεπτεμβρίου έως τις 15 Οκτωβρίου.
Στη δεύτερη ατομική έκθεσή του στην Kalfayan Galleries, ο Adrian Paci εστιάζει στη δύναμη και τον κοινωνικοπολιτικό ρόλο της «γλώσσας». Παρουσιάζει μια νέα σειρά κεραμικών γλυπτών καθώς και νέα υφαντά μάλλινα χαλιά. Τα τελευταία έχουν υφανθεί σε χειροποίητους αργαλειούς από μια κοινότητα χειροτεχνίας γυναικών που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1990 στη Σκόδρα.
Η έκθεση σηματοδοτεί επίσης την πρώτη παρουσίαση ενός έργου από ξύλο που αντλεί από την παράδοση της εικονοποιίας. Το έργο αυτό έρχεται να προστεθεί στην πολυεπίπεδη σειρά έργων βασισμένων στη γλώσσα, τα οποία έχουν δημιουργηθεί για την έκθεση στην Αθήνα. Το κυρίαρχο μοτίβο στα γλυπτά και τα χαλιά παραπέμπει σε σχέδια του καλλιτέχνη που βασίζονται σε σελίδες από σημειωματάρια που ανήκαν στον Μαουρίτσιο (Maurizio), έναν άνδρα με σύνδρομο Άσπεργκερ, ο οποίος κρατούσε αδιάκοπα και συστηματικά χειρόγραφες σημειώσεις σε μια δική του «αινιγματική» γλώσσα.
Όταν κάποτε ρωτήθηκε «γιατί γράφεις;», ο Μαουρίτσιο απάντησε: «Γράφω γιατί αυτό είναι το καθήκον μου» («Scrivo perché questo è il mio compito»). Τα έργα του Adrian Paci παρουσιάζουν ένα παλίμψηστο γραφής και δεξιοτεχνίας, μια συναρμογή σημαίνοντος και σημαινόμενου, αντικατοπτρίζοντας έναν δονούμενο χώρο γεμάτο προκλήσεις, έναν χώρο μεταξύ αυτού που λέγεται, αυτού που υπονοείται και αυτού που μερικές φορές σκοπίμως παραλείπεται. Η πολύπλευρη εικαστική του πρακτική προσφέρει μια οπτική έκφραση που αγκαλιάζει το ανοιχτό νόημα των λέξεων, των κωδίκων και των σημείων, της επικοινωνίας και της αλληλεπίδρασης μεταξύ ανθρώπων με διαφορετικές «φωνές».
Adrian Paci, Compito #2, 2022, Μαλλί, 300 Χ 200 εκ. Ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη, της Galerie Peter Kilchmann και των Kalfayan Galleries
Ο καλλιτέχνης γράφει για τα έργα που παρουσιάζονται στην ατομική του έκθεση στην Kalfayan Galleries:
«Πάντα με ενδιέφερε να διερευνήσω τον χώρο ανάμεσα σε αυτό που θα μπορούσαμε να βιώσουμε και σε αυτό που θα μπορούσαμε να σκεφτούμε, σε αυτό που θα μπορούσαμε να σκεφτούμε και σε αυτό που θα μπορούσε να ειπωθεί προφορικά, σε αυτό που θα μπορούσε να ειπωθεί και σε αυτό που θα μπορούσε να γραφτεί. Υπάρχει πάντα μια ένταση σε αυτόν τον χώρο που διέπεται από σημεία έλξης και κενά, φορτισμένος με δυνατότητες και αδυναμίες.
Δουλεύοντας με τη ζωγραφική εδώ και αρκετό καιρό, έχω εξερευνήσει αυτόν τον χώρο δόνησης μεταξύ του ρητού και αυτού που παραμένει άρρητο. Υπάρχει όμως και χώρος για το άγραφο, για το ανείπωτο ακόμα και για το αδιανόητο. Ίσως η ορθολογική σκέψη έχει τα όριά της και εκεί είναι που ενεργοποιούνται η διαίσθηση και η φαντασία. Ταυτόχρονα υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι έκφρασης, όπου το αδιανόητο και το ανείπωτο αφήνουν ενδεχομένως τα ίχνη τους.
Το ανθρώπινο σώμα, για παράδειγμα, έχει τον δικό του τρόπο έκφρασης χωρίς λόγια. Στην περίπτωση του πίνακα, η έκφραση δημιουργείται μέσα από μια πινελιά, ένα βερνίκι, μια σκιά, έναν ρυθμό. Είναι αδύνατο να κωδικοποιηθεί αυτό το είδος έκφρασης. Δεν μπορείς να το ορίσεις αλλά νιώθεις την παρουσία του.
Όταν με προσκάλεσαν να επισκεφτώ τα μαθήματα σχεδίου της Κοινότητας Sant’Egidio στη Ρώμη, δεν είχα ιδέα τί να περιμένω. Ήξερα ότι η κοινότητα εστιάζει σε περιθωριοποιημένες κοινότητες, οργανώνει δραστηριότητες που προάγουν την ειρήνη σε καταστάσεις συγκρούσεων και βοηθά τους άπορους. Η πρώτη μου επίσκεψη ήταν στο Laboratorio di Tor Bella Monaca, μια από τις πιο ‘προβληματικές’ συνοικίες της ιταλικής πρωτεύουσας, και βρέθηκα σε μια τάξη όπου άνθρωποι με αναπηρίες δημιουργούσαν σχέδια και πίνακες ζωγραφικής.
Ανάμεσά τους ήταν και ο Μαουρίτσιο (Maurizio). Δεν μου μίλησε, αλλά έγραφε στο σημειωματάριό του. Οι σελίδες ήταν γεμάτες με σύμβολα, όχι γράμματα, αλλά σύμβολα. Δεν ήταν απλώς άσκοπα σχεδιάκια. Ένα είδος ρυθμού και μια αίσθηση τάξης συνδυάζονταν με το αίνιγμα αυτών των μυστηριωδών συμβόλων τα οποία είναι αδύνατον να αποκρυπτογραφηθούν. Με γοήτευσαν αυτά τα σύμβολα. Φίλοι μου από την Κοινότητα του Sant’Egidio μου έδωσαν μερικά από τα σημειωματάρια του Μαουρίτσιο.
Πολλά, μου είπαν, είχαν πεταχτεί από ανθρώπους του άμεσου περιβάλλοντος του γιατί θεωρούσαν αυτά τα τετράδια χωρίς νόημα. Όταν κάποτε ρωτήθηκε «γιατί γράφεις;», ο Μαουρίτσιο απάντησε: «Γράφω γιατί αυτό είναι το καθήκον μου».
Κοιτούσα διαρκώς τις σελίδες των τετραδίων του. Φυσικά, δεν μπορούσα να βγάλω νόημα. Αλλά υπήρχε η αίσθηση του επείγοντος σε αυτές τις σελίδες. Υπήρχε επίσης μια αίσθηση αυστηρότητας και επανάληψης. Η κατανόηση είναι συχνά ένας τρόπος να ασκήσουμε τη δύναμή μας πάνω σε κάτι. Το να στέκεσαι μπροστά σε αυτές τις σελίδες χωρίς να τις καταλαβαίνεις, ήταν ένας άλλος τρόπος σύνδεσης με τα ίχνη του Μαουρίτσιο, ένα μείγμα απορίας και θαυμασμού.
Ήταν τόσο συγκεκριμένα και ακριβή μπροστά στα μάτια μου αλλά ταυτόχρονα τόσο μυστηριώδη και απρόσιτα. Άρχισα να τα αντιγράφω. Η σχεδίαση αυτών των σελίδων ήταν ένας τρόπος να σχετιστώ μέσω της απλής χειρονομίας του σώματός μου, των ματιών μου και του χεριού μου. Άρχισα να χρησιμοποιώ πινέλο και ακουαρέλες, οπότε δεν συμμετείχε μόνο το σώμα μου σε αυτόν τον διάλογο, αλλά και διάφορα εργαλεία ζωγραφικής: χαρτί, νερό, πινέλο, χρώματα ακουαρέλας.
Ένιωσα ότι υπήρχε ένα ακόμη στοιχείο που συμμετείχε σε αυτόν τον διάλογο: ο χρόνος. Ο χρόνος των σχεδίων μου συνδεόταν με τον χρόνο της γραφής του Μαουρίτσιο. Έγραφε γρήγορα και με εμμονή. Διαλογιζόμουν αργά και προσεκτικά. Στη συνέχεια, σκέφτηκα ότι θα ήταν ενδιαφέρον να εξερευνήσω αυτή τη διαδικασία χρησιμοποιώντας διαφορετικά εργαλεία και υλικά, διαφορετικά χέρια και διαφορετικούς χρόνους. Με αυτόν τον τρόπο αναπτύχθηκε η ιδέα για τα πρώτα ψηφιδωτά και στη συνέχεια για τα έργα με ύφανση.
Η Λέτα (Leta) είναι μια γυναίκα που γνώρισα στην Αλβανία πριν από κάποια χρόνια. Κατάγεται από τα βουνά στο βόρειο τμήμα της χώρας, και εγκαταστάθηκε στη Σκόδρα -όπως και πολλές οικογένειες- μετακομίζοντας από τα χωριά στην πόλη μετά τις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η Λέτα οργάνωσε μια ομάδα γυναικών για να σχηματίσει μια μικρή κοινότητα που εργάζεται με μαλλί, παράγοντας χαλιά που ακολουθούν την παλιά παράδοση της τέχνης που κληρονόμησαν από τις μητέρες και τις γιαγιάδες τους.
Κοιτάζοντας τα σχέδια που αντέγραφα από τα σημειωματάρια του Μαουρίτσιο, άρχισα να φλερτάρω με την ιδέα να μετατρέψω αυτά τα σχέδια σε χαλιά ή ταπισερί. Έτσι ξεκίνησε μια νέα σειρά έργων. Από τις χειρόγραφες σελίδες των τετραδίων του Μαουρίτσιο μέχρι τα χέρια της Λέτα και των άλλων γυναικών που εργάζονταν στη Σκόδρα, από το μελάνι πάνω σε χαρτί στο μάλλινο νήμα στους αργαλειούς, αυτά τα σύμβολα ζούσαν άλλες πιθανές ζωές. Σε αυτή τη διαδικασία σχέσης και μετάφρασης δεν χρειάζεται να ορίσουμε ένα τελικό νόημα, αλλά να παραμείνουμε σε αυτήν την περιοχή των δυνατοτήτων που ξεδιπλώνονται μπροστά μας.
Μέρος αυτής της διερεύνησης είναι και η νέα σειρά κεραμικών μαζί με το έργο πάνω στο ξύλο που ακολουθεί την παλιά παράδοση της εικονοποιίας και που θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά στην Αθήνα. Ξεκίνησα αυτή τη σειρά αποκαλώντας τα έργα «Χωρίς τίτλο», αλλά όταν θυμήθηκα την απάντηση του Μαουρίτσιο: “Scrivo perché questo è il mio compito”, (γράφω γιατί αυτό είναι το καθήκον μου), αποφάσισα να αρχίσω να ονομάζω αυτά τα έργα “Compito” («Καθήκον») και απλώς αριθμώντας τα 1,2,3… Δεν ξέρω πόσο καιρό θα δουλεύω αυτά τα σχέδια, ίσως 10, ίσως 10.000.
Ένα πράγμα για το οποίο είμαι σίγουρος, είναι ότι το θέμα της σχέσης ανάμεσα σε αυτό που πρέπει να εκφραστεί και σε αυτό που μπορεί ή δεν μπορεί να εκφραστεί, έχει ενσωματωθεί στην πρακτική μου, όπως επίσης και η έλξη και η στοργή που τρέφω για όλους αυτούς που ζουν σε αυτή την ένταση και την αντίφαση. Η Μικαέλα (Michaela), μια γυναίκα που είναι κωφή, πληκτρολόγησε κάποτε στον υπολογιστή: ”POPOLODISENZAPAROLA” (άνθρωποιχωρίςλέξεις). Ίσως να είναι κάτι περισσότερο από μία έλξη για αυτούς του ανθρώπους, ίσως μέσα μου υπάρχει ένας από αυτούς. “
Σύντομο βιογραφικό σημείωμα:
Ο Adrian Paci γεννήθηκε το 1969 στη Σκόδρα (Shkodër) της Αλβανίας. Σπούδασε στην Ακαδημία Τεχνών στα Τίρανα. Δίδαξε Ιστορία της Τέχνης και Αισθητική στη Σκόδρα από το 1995 έως το 1997, όταν και έφυγε με την οικογένειά του για το Μιλάνο της Ιταλίας δραπετεύοντας από τη βία της ένοπλης εξέγερσης που τάραξε την Αλβανία εκείνη τη χρονιά.
Το πολυσχιδές εικαστικό έργο του Paci περιλαμβάνει βίντεο, φωτογραφία, ζωγραφική, σχέδιο, γλυπτική και εγκαταστάσεις. Τα βιώματά του ως εξόριστος, κατέχει κεντρική θέση στο έργο του. Τα έργα του αναφέρονται συχνά σε θέματα μετατόπισης, αποχωρισμού και μνήμης και διαμορφώνονται από μια συναισθηματική συμπάθεια για το άτομο. Ο καλλιτέχνης μεταμορφώνει υπαρξιακές στιγμές της ανθρώπινης ζωής σε εκπληκτικές και διαχρονικές εικόνες.
Αφότου εκπροσώπησε την Αλβανία στην Μπιενάλε της Βενετίας 1999 και μετά την έκθεσή του το 2005 στο MoMa PS1 στη Νέα Υόρκη, το έργο του Paci έχει παρουσιαστεί διεθνώς σε πλήθος ατομικών εκθέσεων όπως μεταξύ άλλων: Haifa Museum of Art, Ισραήλ (2022), Kunsthalle Krems, Αυστρία (2019), Εθνική Πινακοθήκη, Τίρανα (2019), Salzburger Kunstverein, Σάλτσμπουργκ, Αυστρία (2019), Museo Novecento, Φλωρεντία (2018); MAXXI, Ρώμη (2015); Musée d’Art Contemporain, Μόντρεαλ (2014), Galeries Nationales du Jeu de Paume, Παρίσι (2013); Kunsthaus Zurich (2010), Ζυρίχη; Kunstverein, Hannover (2008), Ανόβερο, CCA, Τελ Αβίβ (2008) κ.α. Έργα του βρίσκονται σε σημαντικές συλλογές Μουσείων και Ιδρυμάτων, όπως μεταξύ άλλων: Solomon Guggenheim Foundation, Νέα Υόρκη, MoMA, Νέα Υόρκη, Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη, Museum of Contemporary Art, Μαϊάμι, Centre Georges Pompidou, Παρίσι; Fondation Louis Vuitton, Παρίσι; Fundaciò La Caixa, Βαρκελώνη, Moderna Museet, Στοκχόλμη, Kunsthaus Zurich, Ζυρίχη κ.α.