«Έφυγε» η Στέλλα Βλαχογιάννη

«Μια Στέλλα τι την είχατε; Την είχαμε πηγάδι και νερό. Μα ήταν πλάσμα ανήμερο και ξωτικό απ' άλλον κόσμο. Oι λέξεις της την παίρνανε μακριά από τον κόσμο... Γινόταν δρόμος για τους άλλους...»

Θλίψη στους λάτρεις του ελληνικού τραγουδιού και όχι μόνο για το θάνατο της δημοσιογράφου, ραδιοφωνικής παραγωγού και ποιήτριας, Στέλλας Βλαχογιάννη, σε ηλικία μόλις 66 ετών. 

Μία σπάνια περίπτωση ανθρώπου, μια εξαιρετική επαγγελματίας, που στήριζε και αναδείκνυε την ελληνική μουσική σκηνή, «γιάτρευε» τους ακροατές με τον ανθρώπινο και αιχμηρό λόγο της. Γεννήθηκε στην Τρίπολη, πέρασε τα παιδικά της χρόνια στο Μαρούσι Αττικής, την εφηβεία στο Ναύπλιο και ζούσε στην Αθήνα.

Είχε εργαστεί σε πολλά περιοδικά, όπως «Επίκαιρα», «Μουσική», «ΒΗΜΑgazino», «Μετρονόμος», «Δίφωνο». Στο τελευταίο είχε διατελέσει αρχισυντάκτρια αλλά απολύθηκε το 2008, όταν είχε κάνει εξώφυλλο τους νέους τότε Νατάσα Μποφίλιου, Ελεονώρα Ζουγανέλη και Γιάννη Χαρούλη γιατί ήταν το πιο... «αποτυχημένο εξώφυλλο στην ιστορία του» , όπως είχε δηλώσει η πρώτη.

Από το 2002 μέχρι το 2013 παρουσίαζε ως «ο φύλακας διάβολός μας» την ραδιοφωνική εκπομπή «Ιατρείον Ασμάτων: Μια ώρα μουσικής ψυχικής διαταραχής», στο Δεύτερο Πρόγραμμα 103,7, η οποία δεν χωρούσε φαίνεται στα ερτζιανά, όταν το Μέσο άρχισε να μπαίνει σε βαθιά κρίση με την επικράτηση των playlist και περικοπές εργαζομένων.

Ξεχωριστή η γραφή της και στην ποίηση. Είχε εκδώσει τις συλλογές, «Η θλίψη του σώματος» (2003), «Με λένε θάνατο» (2010), το βιβλίο «Ιατρείον Ασμάτων-αποσπάσματα ραδιοφωνικού λόγου» (2005) και το θεατρικό έργο «Μην παίζεις με τα χώματα» (''ένα έργο αυστηρώς ακατάλληλο για ευτυχισμένους και απροβλημάτιστους ανθρώπους''), που είχε παιχτεί με μεγάλη επιτυχία το 2010 και το 2011.

Βάπτιση 

Κανείς δεν θα φωνάξει το όνομά σου
έτσι που κατέληξες σ' αυτό το άδειο σπίτι
Ένα σκυλί θα ήταν χρήσιμο αλλά υποσχέθηκες 
να τελειώνεις με τα υποκατάστατα.

Κανείς δεν θα φωνάξει το όνομά σου
σ' αυτό το άδειο σώμα που σχεδίασες
μόνο τραίνα θα παιρνούν
θ' αποβιβάζουν αγνώστους έξω από την πόρτα σου
αλλά σε κανέναν δεν θ' ανοίξεις
ούτε ποτήρι νερό σε διψασμένο θα δώσεις
γιατί έμαθες κι από την καλοσύνη των ξένων
το πικρό φαρμάκι που μένει στο τέλος της γνωριμίας.

Κανείς δεν θα φωνάξει το όνομά σου
γιατί κανείς δεν ξέρει ποιο είναι το αληθινό.
Άλλο έλεγες σε καθένα που ρωτούσε
κι έτσι τώρα είναι σαν να μην υπάρχεις καθόλου
ή σαν να είσαι πάρα πολλά πρόσωπα μαζί
στριμωγμένα σ' έναν καθρέπτη με μνήμη

Πώς σε λένε λοιπόν; Σε βάφτισαν; Σε είπαν κάπως;
Κορίτσι μικρό
νέα γυναίκα 
κυρά με τα χρονάκια σου έτοιμη πάντα
για το μεγάλο ταξίδι

Ποιό είναι το όνομά σου;
Αυτοί που σ' αγάπησαν πώς σε καλούσαν;
κι αυτοί που αγάπησες 
με ποιο προσωνύμιο σε κατέδωσαν;

Κανείς δεν θα φωνάξει το όνομά σου
Σ' αυτό το άδειο σπίτι που κατέληξες.
Εκείνος που θα ανακαλύψει πρώτος την εκπνοή σου
εκείνος και θα σε βαφτίσει οριστικά.

Έξι λόγοι για ένα έγκλημα
...
IV.
Για την ώρα του τέλους θέλω μόνο ένα τραγούδι
Κορίτσι ξένο σαν ίσκιος πλανιέται μονάχο στη γη
μπορεί ακόμα μπορεί
να έχει πια τρελαθεί
και τότε ποιος θα ρωτήσει να μάθει ποτέ το γιατί
Αυτά να πει ο παπάς

Παρόντες οι φίλοι κι ένα σκυλί που αγάπησα
Ο αδελφός μου να αποποιηθεί 
τη μόνη μου κληρονομιά:
τη Θλίψη

Κι εκείνη η γυναίκα που θα στέκεται μακριά
μπορεί ντυμένη μαύρα, μπορεί κόκκινα
εκείνη η γυναίκα που με αγάπησε
περισσότερο από όσο άντεχε
ας ρίξει τότε το ένα το μοναδικό το δάκρυ
που θα μπορούσε να μου ξεδιψάσει μια ζωή

V.
Πείνασα αγάπη, μάτωσα στοργή.
Ένα σκοτάδι, μια νύχτα απέραντη
έβαζε στα χέρια μου τα χρώματα
και κάηκαν οι άνθρωποι οι κοντά
οι άνθρωποι οι μακριά 
οι άνθρωποι που ρώταγαν:
Μια Στέλλα τι την είχατε;

VI. 
Την είχαμε πηγάδι και νερό
Μα ήταν πλάσμα ανήμερο και ξωτικό απ' άλλον κόσμο.
Την στείλαμε σχολείο, πιάνο, αγγλικά
αλλά τα λόγια της γινόντουσαν μαύρος καπνός
κι οι λέξεις της την παίρνανε μακριά από τον κόσμο.
Κυνήγησε καράβια και σχεδίαζε χάρτες
μα δεν ταξίδεψε ποτέ στ' αλήθεια.
Ακίνητη, πετρωμένη σχεδόν
γινόταν δρόμος για τους άλλους.
Πάνω της βάδισαν στρατοί και λεγεώνες
μα μόνο τους τρελούς και τους παρίες
άφηνε να την πληγώνουν.
Κι όταν το σώμα της σκίστηκε
Πληγές και αίμα τα βήματα, το άγγιγμα
Ιδού -είπε- εγώ η σκοτεινή.
Ιδού εγώ η ξένη.
Μπορώ να αγαπώ μέχρι θανάτου

(στίχοι από την ποιητική της συλλογή, «Με λένε θάνατο».)