Το ελεύθερο πνεύμα του Γιώργου Σεφέρη

O Γιώργος Σεφέρης παρέμεινε σε ολόκληρη τη ζωή του ένα ελεύθερο πνεύμα, υπηρετώντας την ελεύθερη ποίηση. Από τη δεκαετία του '50 το έργο του Σεφέρη μεταφράστηκε και εκτιμήθηκε στο εξωτερικό. Συνεπεία αυτού ήταν η βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας τον Δεκέμβριο του 1963, «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες», όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας. Κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας, έσπασε τη σιωπή του στις 28 Μαρτίου του 1969 και στηλίτευσε τη χούντα με την περίφημη δήλωσή του στο ραδιόφωνο του BBC.

«Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά» τόνισε μεταξύ άλλων.

Στις αρχές Αυγούστου του 1971 ο Γιώργος Σεφέρης εισάγεται στον Ευαγγελισμό και εγχειρίζεται στον δωδεκαδάκτυλο. Θα πεθάνει από μετεγχειρητικές επιπλοκές τα ξημερώματα της 20ης Σεπτεμβρίου του 1971.

Η κηδεία του, δύο ημέρες αργότερα θα λάβει αντιδικτατορικό χαρακτήρα. Στη νεκρώσιμη πομπή προς το Α' Νεκροταφείο, μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το απαγορευμένο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους Σεφέρη Άρνηση (Στο περιγιάλι το κρυφό, όπως είναι πιο γνωστό). Στις 23 Σεπτεμβρίου, δημοσιεύεται στην εφημερίδα Το Βήμα, το τελευταίο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη Επί Ασπαλάθων, που έγραψε στις 31 Μαρτίου 1971 και αποτελεί μία ακόμη καταγγελία κατά της δικτατορίας.

Μερικά από τα πιο αγαπημένα έργα του: 

Ἄρνηση

Στὸ περιγιάλι τὸ κρυφὸ

κι ἄσπρο σὰν περιστέρι

διψάσαμε τὸ μεσημέρι

μὰ τὸ νερὸ γλυφό.

Πάνω στὴν ἄμμο τὴν ξανθὴ

γράψαμε τ᾿ ὄνομά της

ὡραῖα ποὺ φύσηξεν ὁ μπάτης

καὶ σβήστηκε ἡ γραφή.

Μὲ τί καρδιά, μὲ τί πνοή,

τί πόθους καὶ τί πάθος

πήραμε τὴ ζωή μας· λάθος!

κι ἀλλάξαμε ζωή.

Στροφή

Στιγμή, σταλμένη ἀπὸ ἕνα χέρι

ποὺ εἶχα τόσο ἀγαπήσει

μὲ πρόφταξες ἴσια στὴ δύση

σὰ μαῦρο περιστέρι.

Ὁ δρόμος ἄσπριζε μπροστά μου,

ἁπαλὸς ἀχνὸς ὕπνου

στὸ γέρμα ἑνὸς μυστικοῦ δείπνου...

Στιγμὴ σπυρὶ τῆς ἄμμου,

ποὺ κράτησες μονάχη σου ὅλη

τὴν τραγικὴ κλεψύδρα

βουβή, σὰ νὰ εἶχε δεῖ τὴν Ὕδρα

στὸ οὐράνιο περιβόλι.

(συλλογή Στροφή, ὁμώνυμο ποίημα)

Ελένη (απόσπασμα)

Δακρυσμένο πουλί, στὴν Κύπρο τὴ θαλασσοφίλητη

ποὺ ἔταξαν γιὰ νὰ μοῦ θυμίζει τὴν πατρίδα,

ἄραξα μοναχὸς μ᾿ αὐτὸ τὸ παραμύθι,

ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς αὐτὸ εἶναι παραμύθι,

ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ ἄνθρωποι δὲ θὰ ξαναπιάσουν

τὸν παλιὸ δόλο τῶν θεῶν.

ἂν εἶναι ἀλήθεια

πὼς κάποιος ἄλλος Τεῦκρος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια,

ἢ κάποιος Αἴαντας ἢ Πρίαμος ἢ Ἑκάβη

ἢ κάποιος ἄγνωστος, ἀνώνυμος, ποὺ ὡστόσο

εἶδε ἕνα Σκάμαντρο νὰ ξεχειλάει κουφάρια,

δὲν τὄχει μὲς στὴ μοίρα του ν᾿ ἀκούσει

μαντατοφόρους ποὺ ἔρχονται νὰ ποῦνε

πὼς τόσος πόνος τόση ζωὴ

πῆγαν στὴν ἄβυσσο

γιὰ ἕνα πουκάμισο ἀδειανὸ γιὰ μίαν Ἑλένη.

Επί Ασπαλάθων

Ἦταν ὡραῖο τὸ Σούνιο τὴ μέρα ἐκείνη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.

πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη.

Λιγοστὰ πράσινα φύλλα γύρω στὶς σκουριασμένες πέτρες

τὸ κόκκινο χῶμα καὶ οἱ ἀσπάλαθοι

δείχνοντας ἕτοιμα τὰ μεγάλα τους βελόνια

καὶ τοὺς κίτρινους ἀνθούς.

Ἀπόμερα οἱ ἀρχαῖες κολόνες, χορδὲς μιᾶς ἅρπας ποὺ ἀντηχοῦν

ἀκόμη...

Γαλήνη

-Τί μπορεῖ νὰ μοῦ θύμισε τὸν Ἀρδιαῖο ἐκεῖνον;

Μιὰ λέξη στὸν Πλάτωνα θαρρῶ, χαμένη στοῦ μυαλοῦ

τ᾿ αὐλάκια.

Τ᾿ ὄνομα τοῦ κίτρινου θάμνου

δὲν ἄλλαξε ἀπὸ κείνους τοὺς καιρούς.

Τὸ βράδυ βρῆκα τὴν περικοπή:

«τὸν ἔδεσαν χειροπόδαρα» μᾶς λέει

«τὸν ἔριξαν χάμω καὶ τὸν ἔγδαραν

τὸν ἔσυραν παράμερα τὸν καταξέσκισαν

ἀπάνω στοὺς ἀγκαθεροὺς ἀσπάλαθους

καὶ πῆγαν καὶ τὸν πέταξαν στὸν Τάρταρο κουρέλι».

Ἔτσι στὸν κάτω κόσμο πλέρωνε τὰ κρίματά του

Ὁ Παμφύλιος ὁ Ἀρδιαῖος ὁ πανάθλιος Τύραννος

31 τοῦ Μάρτη 1971

Λίγο ἀκόμα

Λίγο ἀκόμα θὰ ἰδοῦμε

τὶς ἀμυγδαλιὲς ν᾿ ἀνθίζουν.

Λίγο ἀκόμα θὰ ἰδοῦμε

τὰ μάρμαρα νὰ λάμπουν,

νὰ λάμπουν στὸν ἥλιο

κι ἡ θάλασσα νὰ κυματίζει.

Λίγο ἀκόμα, νὰ σηκωθοῦμε

λίγο ψηλότερα.

Ὑστερόγραφο

Ἀλλὰ ἔχουν μάτια κάτασπρα χωρὶς ματόκλαδα

καὶ τὰ χέρια τοὺς εἶναι λιγνὰ σὰν τὰ καλάμια.

Κύριε, ὄχι μ᾿ αὐτούς. Γνώρισα

τὴ φωνὴ τῶν παιδιῶν τὴν αὐγὴ

πάνω σὲ πράσινες πλαγιὲς ροβολώντας

χαρούμενα σὰ μέλισσες καὶ σὰν

τὶς πεταλοῦδες μὲ τόσα χρώματα.

Κύριε ὄχι μ᾿ αὐτούς, ἡ φωνή τους

δὲ βγαίνει κἂν ἀπὸ τὸ στόμα τους.

Στέκεται κεῖ κολλημένα σὲ κίτρινα δόντια.

Δική σου ἡ θάλασσα κι ὁ ἀγέρας

μ᾿ ἕνα ἄστρο κρεμασμένο στὸ στερέωμα,

Κύριε, δὲ ξέρουνε πῶς εἴμαστε

ὅ,τι μποροῦμε νὰ εἴμαστε

γιατρεύοντας τὶς πληγές μας μὲ τὰ βότανα

ποῦ βρίσκουμε πάνω σὲ πράσινες πλαγιὲς

ὄχι ἄλλες, τοῦτες τὶς πλαγιὲς κοντά μας,

πῶς ἀνασαίνουμε ὅπως μποροῦμε ν᾿ ἀνασαίνουμε

μὲ μιὰ μικρούλα δέηση κάθε πρωὶ

ποῦ βρίσκει τ᾿ ἀκρογιάλι ταξιδεύοντας

στὰ χάσματα τῆς μνήμης.

Κύριε, ὄχι μ᾿ αὐτούς.

Ἂς γίνει  ἀλλιῶς  τὸ θέλημά Σου.

Τελευταία τροποποίηση στις Τρίτη, 21/09/2021 - 12:07