«Θα ξαναβρεθούμε» - Μία έκθεση-γροθιά στη μνήμη της Ίμβρου

Μαρία Ζαχαράκη

Ανταποκρίτρια στην Τουρκία

«Τα πρόσωπα σκοτείνιαζαν ξαφνικά…». Με αυτή τη φράση περιγράφει η δημοσιογράφος, Μελικέ Τσαπάν, την εμπειρία της, όταν ρωτούσε τους εναπομείναντες γηραιούς Έλληνες της Ίμβρου για το τέλμα στο οποίο βρέθηκαν το 1964.

Την περασμένη Τρίτη (8/11/22), η Τουρκάλα δημοσιογράφος Μελικέ Τσαπάν εγκαινίασε την έκθεση με τίτλο «Θα ξαναβρεθούμε – Μνήμες από την Ίμβρο 1964» στο Ιωακείμειο Γυμνάσιο Θηλέων στην Κωνσταντινούπολη.

Η έκθεση έχει στόχο να καταγράψει τα δεινά και ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει τις μνήμες του ’64, παρουσιάζοντας την άλλη οπτική, που δεν περιλαμβάνεται στην επίσημη ιστοριογραφία της Τουρκίας σχετικά με τις τραγικές καταστάσεις που βίωσε το νησί πριν από περίπου 60 χρόνια.

 

Έκθεση Ίμβρος
Έκθεση Ίμβρος

 

Η έκθεση αποτελείται από μία σύνθεση οπτικο-ακουστικού υλικού, καθώς και αντικειμένων της καθημερινής ζωής που προσέφεραν Ίμβριοι, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης, που προσέφερε την κούνια του.

Στο ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε, οι κάτοικοι της Ίμβρου περιγράφουν τις εμπειρίες τους την περίοδο εκείνη, πώς έπρεπε να φύγουν από το νησί τους και τι είδους ζωή είχαν πριν αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους μετά την απόφαση της απέλασης το 1964, ενώ οι μαύροι από την υγρασία τοίχοι του ιστορικού σχολείου της Πόλης «φωτίστηκαν» ξανά με 35 φωτογραφίες από την εποχή πριν το ‘64, τις οποίες η Μελικέ Τσαπάν, βρήκε μόνη της -στην κυριολεξία- κάτω από ερείπια και χαλάσματα σπιτιών στην Ίμβρο.

Μάλιστα, όπως μας εξομολογήθηκε η Μελικέ Τσαπάν, τα πρόσωπα που απεικονίζονται στις φωτογραφίες ‘ζητούν εναγωνίως να αναγνωριστούν’ από τυχόν εναπομείναντες απογόνους τους, που γεννήθηκαν και διαμένουν πλέον στην Ελλάδα ή στα πέρατα της γης.

Τα λόγια της Μελικέ Τσαπάν, η οποία ανέβηκε στο βήμα, παρουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίουκαθηλωτικά.

«Αυτή η νεαρή γυναίκα μπροστά σας είναι δημοσιογράφος μόνο 10 χρόνια. Παρεμπιπτόντως, έχω γράψει αμέτρητες ειδήσεις για τις μειονότητες και την πολιτιστική κληρονομιά που έχουν αφήσει στην Τουρκία. Πόσους διαφορετικούς ανθρώπους έχω ακούσει να μιλούν για αυτόν τον πόνο; Και αυτός δεν περιορίστηκε μόνο στο 1964. Αλλά ο πόνος του 1964 με εντυπωσίασε περισσότερο. Γιατί με όποιο μέλος της κοινωνίας και να μίλησα, οι εκφράσεις στα πρόσωπά τους άλλαζαν πάντα. Γιατί γι' αυτούς το τίμημα του 1964 ήταν πιο βαρύ από το να λεηλατηθούν, να πεθάνουν ή να σκοτωθούν: ήταν εξορία. Μερικές φορές αυτό γινόταν φανερά, όπως στην Κωνσταντινούπολη, και μερικές φορές σιωπηλά, όπως στην Ίμβρο…».

Από την πλευρά του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, στον σύντομο χαιρετισμό του, εμφανώς συγκινημένος ακούγοντας -από τουρκικά χείλη αυτή τη φορά- για τα δεινά του νησιού που τον γέννησε, συνεχάρη τη δημιουργό της έκθεσης για την πρωτοβουλία της και αναφέρθηκε στη δύσκολη εκείνη περίοδο και στην αδικία που συντελέστηκε σε βάρος των Ιμβρίων, με την εφαρμογή του “Προγράμματος διάλυσης”.

Εξέφρασε παράλληλα τη λύπη του για τις διακρίσεις που έγιναν σε βάρος των Ρωμηών κατά το παρελθόν, και διερωτήθηκε για ποιο λόγο η Θεολογική Σχολή της Χάλκης παραμένει μέχρι σήμερα κλειστή.

Η απόφαση για απέλαση περισσότερων από 10 χιλιάδων Ελλήνων με ελληνικά διαβατήρια το 1964 ήταν η αρχή μιας δύσκολης εποχής για τους Έλληνες που ζούσαν στην Ίμβρο, καθώς και στην Κωνσταντινούπολη. Η ζοφερή περίοδος που ξεκίνησε το ’55, συνεχίστηκε το ’64 και κορυφώθηκε με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το ’74.

Πηγή: ethnos.gr