"Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (IMF) και ο ρόλος του" των Δημήτρη Λιάπη & Θωμά Χρηστίδη

Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (IMF)
(Απόσπασμα από το άρθρο με τίτλο " Οι Σύγχρονες Δομές της Παγκόσμιας Οικονομικής Διακυβέρνησης και τα κράτη BRICS")

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, επινοήθηκε στη Διάσκεψη του Bretton Woods το 1944 και η λειτουργία του ξεκίνησε το 1947. Το ΔΝΤ, ιδρύεται με σκοπό την επίβλεψη της ομαλής λειτουργίας του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος, διαμέσου ενός συστήματος ρύθμισης των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Καλείται λοιπόν, να εξομαλύνει στρεβλώσεις που προκύπτουν σε κάποια χώρα λόγω ελλειμμάτων στο ισοζύγιο πληρωμών.
Έτσι, σύμφωνα με το νέο σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών, κάθε νόμισμα θα όριζε συγκεκριμένη ισοτιμία με το δολάριο, ενώ οι ΗΠΑ δεσμεύτηκαν να συνδέσουν το δολάριο με το χρυσό και να εγγυηθούν την πλήρη μετατρεψιμότητα των δολαρίων σε χρυσό (IMF, 2016, α). Το συγκεκριμένο σύστημα, παρουσίασε δυσκολίες στην πρακτική του εφαρμογή, καθώς η μεγάλη υποτίμηση της στερλίνας στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ήταν δυνατή να προκαλέσει υποτίμηση της αξίας των νομισμάτων και από άλλες χώρες. Το γεγονός αυτό,  άσκησε δυναμικά αυξητική πίεση στη διεθνή τιμή του χρυσού, με αποτέλεσμα τη δυσκολία αντιμετώπισης των κλιμακούμενων αποτιμήσεων των αγορών, καθώς σταδιακά θα δημιουργούνταν αναντιστοιχία μεταξύ δολαρίου και των αποθεμάτων χρυσού.

Έτσι, το 1971 οι ΗΠΑ ανέστειλαν τη μετατρεψιμότητα των δολαρίων που βρίσκονταν στην κατοχή άλλων κυβερνήσεων σε χρυσό (Peet, 2009, σελ.146). Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, κατά την περίοδο (1947-1971) εμπνεύστηκε από την Κεϋνσιανή προσέγγιση,  μέσω της αντικυκλικής πολιτικής για τη διατήρηση της νομισματικής και κατ’ επέκταση της οικονομικής ισορροπίας σε διεθνές επίπεδο. Παρ’ όλα αυτά δεν παρατηρούμε πρακτική εφαρμογή της πολιτικής αυτής (Βαρουφάκης, 2008, σελ.127). Το 1971, μετά την κατάργηση του συστήματος του Bretton Woods από τις ΗΠΑ, αναδεικνύεται η αδυναμία του ΔΝΤ να διασφαλίσει την ισορροπία του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος. Η διαχείριση όμως των πετρελαϊκών κρίσεων τη δεκαετία του ’70, καθώς επίσης και το αίτημα χορήγησης δανείου “stand-by” από την Βρετανία, έφερε το ΔΝΤ δυναμικά και πάλι στο προσκήνιο. Οι όροι όμως που επιβλήθηκαν, περιελάμβαναν και την άφιξη στο Λονδίνο διαπραγματευτικής ομάδας στελεχών του ΔΝΤ. Η νέα προσέγγιση διατήρησης της οικονομικής σταθερότητας που υιοθετεί το ΔΝΤ, είναι βασισμένη στην υιοθέτηση των συμβατικών εννοιών των νεοκλασικών οικονομικών (Peet, 2009, σελ.148). Έχοντας σημειώσει αύξηση της τάξεως του 12% ανά έτος, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, οι τιμές των εμπορευμάτων στις αρχές του 1980 σημείωσαν απότομη πτώση, δημιουργώντας καταστροφικές συνθήκες για τις χώρες όπου ο προσανατολισμός των οικονομιών τους ήταν οι εξαγωγή εμπορευμάτων με τη μορφή πρώτων υλών. Αυτό, οδήγησε το 1982 το Μεξικό και τη Βραζιλία να παρουσιάσουν έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών και την παρέμβαση του ΔΝΤ (Peet, 2009, σελ.159). Το ΔΝΤ, το 1982, ενέκρινε τη χορήγηση δανείου στο Μεξικό, υπό την προϋπόθεση να δεχθεί ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της ελεύθερης αγοράς. Το πρόγραμμα, περιελάμβανε ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων, μείωση εμπορικών φραγμών, βιομηχανική απορρύθμιση, απελευθέρωση των ξένων επενδύσεων και δημοσιονομική λιτότητα, το οποίο οδήγησε στη μείωση των κρατικών επιδοτήσεων  στα βασικά καταναλωτικά αγαθά, με αποτέλεσμα την συρρίκνωση της οικονομίας κατά 4,2% το 1983, ενώ οι πραγματικοί μισθοί κατά τη διάρκεια της επόμενης πενταετίας, μειώθηκαν περίπου κατά 30% (Rabo Bank, 2016). Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, τα διεθνή επιτόκια αυξήθηκαν και η Βραζιλία δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει δάνεια ώστε να χρηματοδοτήσει την οικονομία της.

 Οι τιμές των εξαγωγών της μειώθηκαν σημαντικά, με αποτέλεσμα να ανακοινώσει “μορατόριουμ” στην αποπληρωμή των ξένων χρεών της το 1982. Το ΔΝΤ επιβάλλοντας μία σειρά υπερβολικών δημοσιονομικών στόχων και πλεονασμάτων και σε συνδυασμό με την άρνηση της κυβέρνησης να εφαρμόσει εξ’ ολοκλήρου τα μέτρα αυτά, η Βραζιλία στράφηκε προς μία κατεύθυνση, που όπως υποστήριζε το Ταμείο θα της επέτρεπε να εξυπηρετήσει τα χρέη της. Ακολούθησε υποτίμηση του νομίσματος, χαμηλότεροι πραγματικοί μισθοί και περικοπές στις κρατικές επιχορηγήσεις (Alejandro, 1983, σελ.515). Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, μεγάλο μέρος της Λατινικής Αμερικής και αφρικανικών κρατών βρίσκονταν κάτω από κάποιας μορφής επιτήρηση από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα (Peet, 2009, σελ.161). Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, γνώρισε τη μεγαλύτερη επέκτασή του λόγω της πτώσης του τείχους του Βερολίνου το 1989 και της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης το 1991. Ο στόχος του Ταμείου ήταν να συνδράμει στη μετάβαση των οικονομιών αυτών, από οικονομίες κεντρικού προγραμματισμού σε οικονομίες της αγοράς, με την παροχή βοήθειας μέσω συμβουλευτικών υπηρεσιών ως προς την τεχνική ανάλυση, αλλά και οικονομικής υποστήριξής (IMF, 2012, Chapter 8). Το 1997, ένα κύμα οικονομικών κρίσεων σάρωσε την Ανατολική Ασία, από την Ινδονησία έως τη Ν. Κορέα, όπου σχεδόν κάθε πληγείσα χώρα προσέφυγε στο ΔΝΤ, τόσο για οικονομική υποστήριξη, όσο και για βοήθεια στο σχεδιασμό της οικονομικής μετάβασης. Κατά την περίοδο 2000-2009, το ΔΝΤ ακολουθεί πολιτική η οποία είναι σταθερά βασισμένη σε βασικές έννοιες των νεοκλασικών οικονομικών. Ένα μεταλλασσόμενο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον, στο οποίο το σύνολο των εθνικών οικονομιών παρουσιάζουν έντονη αλληλεξάρτηση. Παρατηρούμε όμως, ότι ο τρόπος με τον οποίο το ΔΝΤ προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις ανισορροπίες στο νέο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, δεν αλλάζουν κατεύθυνση και δεν διαφοροποιούνται ανάλογα με το περιβάλλον και τη δομή της οικονομίας κάθε κράτους. Ακολουθεί πολιτικές μείωσης των δημοσίων δαπανών, ιδιωτικοποιήσεων των μέσων παραγωγής και του τραπεζικού κλάδου, καθώς και αύξηση της φορολογίας με οριζόντιο τρόπο (Essential Action, 2016). Ορισμένες ενδεικτικές περιπτώσεις επέμβασης του ΔΝΤ σε εθνικές οικονομίες κατά την περίοδο αυτή είναι οι εξής: Αργεντινή: Στα τέλη του 2000 και υπό την απειλή χρεοκοπίας, εξασφαλίζει δάνειο 40 δισ. δολαρίων από το ΔΝΤ. Η διαχείριση της κρίσης εκ μέρους του οργανισμού θεωρείται αποτυχημένη, κυρίως γιατί επέβαλε τους ίδιους όρους λιτότητας που είχαν χρησιμοποιηθεί και κατά την Ασιατική κρίση του '97. Το 2001, η χώρα δεν αποφεύγει τη χρεοκοπία (μείωση 22% του ΑΕΠ μεταξύ 1998-2002) και το τραπεζικό της σύστημα καταρρέει. Από το 1999 έως το 2001, περίοδο εφαρμογής των πολιτικών του Ταμείου, το ΔΝΤ προέβλεπε ρυθμούς μεγέθυνσης 1,5%, 3,7%, και 2,6% για κάθε έτος ενώ οι πραγματικοί ρυθμοί ήταν  -0,8%, -4,4% και -10,9% αντίστοιχα (IMF, 2003). Η Τουρκία, έχει λάβει κατ' επανάληψη δάνεια στήριξης από το ΔΝΤ.

Μερικά παραδείγματα, αποτελούν τα 4 δισ. δολάρια του 1999, τα 7,5 δισ. δολάρια του 2000 και το 3ετές πρόγραμμα των 10 δισ. δολαρίων που συμφωνήθηκε το 2004. Το ΔΝΤ, θεωρεί ότι η εμπλοκή του στην οικονομία της Τουρκίας έχει στεφθεί από επιτυχία. Εξαιτίας της οριζόντιας εφαρμογής των πολιτικών που συνόδευαν τα προγράμματα του ΔΝΤ, η κυβέρνηση της Τουρκίας βρέθηκε αντιμέτωπη με έντονες αντιδράσεις της τοπικής κοινωνίας. Έτσι, ο πρόεδρος Ερντογάν απέφυγε με κάθε τρόπο κατά τη διάρκεια της τελευταίας οικονομικής κρίσης να προσφύγει στο ΔΝΤ, γνωρίζοντας ότι οι απαιτήσεις του οργανισμού για μειώσεις κρατικών δαπανών και αναδιάρθρωση του προϋπολογισμού, θα επέφεραν μεγάλο πολιτικό κόστος (IMF, 2002). Δύο ακόμη περιπτώσεις όπου έχει εμπλακεί το ΔΝΤ είναι αυτές της Ουγγαρίας και της Ρουμανίας, το 2008 και το 2009 αντίστοιχα. Αξίζει να συγκρίνουμε εδώ τις δύο περιπτώσεις διότι πρόκειται για δύο οικονομίες με παρόμοιο κοινωνικό-οικονομικό υπόβαθρο (δύο χώρες που πραγματοποίησαν μετάβαση από οικονομίες κεντρικού προγραμματισμού σε οικονομίες της αγοράς). Και οι δύο χώρες πριν το ξέσπασμα της κρίσης του 2008, με πλήθος ιδιωτικοποιήσεων και προσέλκυση ξένων επενδύσεων, σημείωσαν θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ωστόσο, λόγω της οικονομικής κρίσης και οι δύο χώρες παρουσίασαν αύξηση στο εξωτερικό τους χρέος. Έτσι, σύναψαν συμφωνία βοήθειας με το ΔΝΤ. Αποτέλεσμα των πολιτικών που άσκησε το ΔΝΤ στη Ρουμανία το 2009 (μειώσεις μισθών κατά 25% και αύξηση της φορολογίας) είναι η συρρίκνωση της οικονομίας της κατά 7.1%, ελλείμματα στον προϋπολογισμό και περαιτέρω συρρίκνωση του ΑΕΠ. Στην περίπτωση της Ουγγαρίας το 2008, εφαρμόστηκε παρόμοια προσέγγιση του προβλήματος από το ΔΝΤ, (περικοπές δαπανών, μειώσεις μισθών και συντάξεων και μέτρα λιτότητας), σε αντίθεση όμως με τη Ρουμανία, η περίπτωση της Ουγγαρίας στέφθηκε με επιτυχία. Ο λόγος είναι ότι η Ουγγαρία πριν την παρέμβαση του ΔΝΤ παρουσίαζε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης περιορίζοντας τις δημόσιες δαπάνες μέσω μέτρων λιτότητας σε συνδυασμό με την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Άρα η επιτυχία της περίπτωσης της Ουγγαρίας σε σχέση με της Ρουμανίας έγκειται στο γεγονός, ότι στην Ουγγαρία το ΔΝΤ βρήκε πρόσφορο έδαφος καθώς ο λαός της ήταν εξοικειωμένος με τέτοιου είδους πολιτικές, σε αντίθεση με το λαό της Ρουμανίας αλλά και άλλων κρατών (IEO, 2012).

Η παγκόσμια οικονομική ύφεση του 2008 είναι το αποτέλεσμα που προκλήθηκε από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2007, σε τομείς της πραγματικής οικονομίας της διεθνούς κοινότητας. Η πιστωτική κρίση από την έλλειψη ρευστότητας έγινε εμφανής στους χρηματιστηριακούς δείκτες των ανεπτυγμένων χωρών. Οι εθνικές οικονομίες στο σύνολό τους, βρέθηκαν αντιμέτωπες με αρνητική επίδραση των οικονομικών τους μεγεθών,  όπως αύξηση της ανεργίας, νέες πληθωριστικές πιέσεις, υποτίμηση νομισμάτων κ.α. Η κατάσταση της οικονομικής ύφεσης παρουσιάζει κοινά στοιχειά  με την παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929, με τους ρυθμούς ανάπτυξης να υποχωρούν και τα δημοσιονομικά των χωρών να εκτίθενται στο ενδεχόμενο εκτροπής. Στην προσπάθεια να επιτευχθεί οικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε παγκόσμιο επίπεδο, πλήθος χωρών ζήτησαν τη στήριξη του ΔΝΤ. Υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις κρατών όπου το ΔΝΤ ενεπλάκη με χορήγηση δανείων και πολιτικές προσαρμογής (Wisman and Baker, 2013). Αναπόφευκτα, προκύπτει το ερώτημα το οποίο ήταν το ίδιο και κατά την ίδρυση του Ταμείου, εάν μπορεί να εγγυηθεί την παγκόσμια οικονομική σταθερότητα ώστε να ξεπεραστεί η μεγάλη οικονομική αστάθεια που διανύουμε. Ως προς αυτή την κατεύθυνση, το καλάθι των νομισμάτων που συνθέτουν τα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα (SDR), δέχτηκε το 2015 – για πρώρη φορά μετά την ίδρυσή του το 1969 – το γουάν (RMB) της Κίνας ως νέο μέλος στην «νομισματική οικογένεια» του ΔΝΤ. Το SDR περιελάμβανε το μάρκο, το γαλλικό φράγκο – που μετέπειτα συγχωνεύθηκαν στο ευρώ – το δολάριο, τη στερλίνα και το ιαπωνικό γεν. Η συμπερίληψη του RMB αποτελεί ένα σημαντικό ορόσημο για την ένταξη της κινεζικής οικονομίας στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Τέλος, ο προσδιορισμός του ΔΝΤ ότι το RMB είναι ελεύθερα χρησιμοποιήσιμο, αποτελεί το έναυσμα για την επέκταση του ρόλου της Κίνας στο παγκόσμιο εμπόριο και την ουσιαστική αύξηση στη διεθνή χρήση και εμπορία του γουάν (IMF, 2016, β).

Δημήτρης Λιάπης & Θωμάς Χρηστίδης
Οικονομολόγοι






Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 07/06/2017 - 16:57