"Μέχρι την επόμενη συμφωνία" του Αλέξανδρου Πάστρα

Είχα την τύχη να εκπαιδεύομαι οικονομολόγος κατά τη διάρκεια της Οικονομικής Κρίσης, της πολιτικής αστάθειας και των ατελείωτων Eurogroup. Να δω ελπίδες να χτίζονται και να γκρεμίζονται, επιχειρήσεις να προσπαθούν αλλά να κλείνουν, την ανεργία να εκτοξεύεται, τις προβλέψεις να γίνονται χειρότερες, και ταυτόχρονα τις υποσχέσεις να γίνονται μεγαλύτερες. Την Πέμπτη 15 Ιουνίου είδα άλλη μία συμφωνία για την Ελλάδα.

Μετά την ψήφιση των πρόσφατων δημοσιονομικών μέτρων, για μεταρρύθμιση της φορολογίας εισοδήματος και του συνταξιοδοτικού συστήματος μετά την λήξη του τρέχοντος προγράμματος, η Ελλάδα ΄΄κέρδισε΄΄ την εκταμίευση της επόμενης δόσης και μια πιο συγκεκριμένη διατύπωση για την αναδιάρθρωση του χρέους. Πιο συγκεκριμένα, ανακοινώθηκε με σαφήνεια ότι μετά την λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018, θα εφαρμοστεί μια δέσμη μέτρων για την αναδιάρθρωση του Ελληνικού Χρέους. Πιθανά τέτοια μέτρα θα ήταν μια επέκταση των ωριμάνσεων των δανείων ή μια παράταση της περιόδου χάριτος ως και για 15 χρόνια. Πάντως, η συγκεκριμενοποίηση και ποσοτικοποίηση των μέτρων αυτών θα γίνει στο μέλλον, βάση των εκθέσεων βιωσιμότητας του Χρέους. Ακόμα, αναφέρεται πως αν καταστεί απαραίτητο, θα ληφθούν επιπλέον μέτρα για το χρέος στο μέλλον. Το πιο σημαντικό όμως κομμάτι αυτής της συμφωνίας είναι η οριστικοποίηση των μελλοντικών δημοσιονομικών στόχων της χώρας. Η Ελλάδα καλείται να δημιουργεί πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και στη συνέχεια περίπου 2% μέχρι το 2060. Το μόνο θετικό κομμάτι σε αυτό το μέρος της συμφωνίας, είναι η αποδοχή της πρότασης για αποπληρωμή του Χρέους ανάλογη με την απόδοση της Ελληνικής Οικονομίας. Έτσι, η εξυπηρέτηση του Χρέους δεν θα μπορεί να υπερβαίνει το 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και το 20% στο μέλλον.

Στο κείμενο του Eurogroup αναφέρεται, πολλαπλές φορές, η λέξη ανάπτυξη. Λογικό, αφού πλέον έχει γίνει κοινή πίστη όλων πως αυτή είναι ο μόνος τρόπος να ξεφύγουμε από τα δεινά που έχουν φέρει στη χώρα η οικονομική κρίση και οι δεκαετίες κακής διαχείρισης των δημοσίων οικονομικών της. Ορθό. Το λογικό ερώτημα είναι λοιπόν, πως η παραπάνω συμφωνία επηρεάζει την όποια αναπτυξιακή δυναμική της Ελληνικής Οικονομίας;

            Η οικονομική πολιτική που ασκείται αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα επικεντρώνεται στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων από το εξωτερικό, που θα έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της εγχώριας παραγωγής και των εξαγωγών, της ρευστότητας και τελικά του ΑΕΠ της χώρας. Σε συνδυασμό με την μεγαλύτερη δυνατή μείωση των εξόδων της χώρας και τη μεταρρύθμιση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας (συνταξιοδοτικό, ασφαλιστικό), η χώρα θα καταστεί ικανή να αποπληρώσει τα χρέη της και να αναδιανείμει ό,τι περισσέψει, σε μια προσπάθεια εξομάλυνσης των τεράστιων κοινωνικών προβλημάτων που έχουν δημιουργηθεί όλα αυτά τα χρόνια.

Το μεγαλύτερο εμπόδιο σε αυτό το σχέδιο είναι τα άπιαστα ποσοστά πρωτογενών πλεονασμάτων που η Ελλάδα καλείται να παράγει για τα επόμενα 42 χρόνια! Η διαρκής πολιτική λιτότητας, που αναμένεται να επιβληθεί για όλο αυτό το χρονικό διάστημα, δεν συμβαδίζει με την οικονομική μεγέθυνση μιας χώρας, όπως έχει αποδειχθεί πολλαπλές φορές στην παγκόσμια οικονομική ιστορία. Η αύξηση του ΑΕΠ μιας οικονομίας απαιτεί τη συγκρότηση ενός παραγωγικού προτύπου που δεν θα βασίζεται εξολοκλήρου μόνο σε ένα τομέα παραγωγής, αλλά στην πλήρη εκμετάλλευση των παραγωγικών δυνατοτήτων της. Απαιτείται η συγκρότηση μιας παραγωγικής βάσης που θα δημιουργήσει καινοτόμες επιχειρήσεις και προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, τα οποία θα αυξήσουν τις εξαγωγές, μειώνοντας ταυτόχρονα τις εισαγωγές και την εξάρτηση από αυτές. Η βελτίωση του επιπέδου παραγωγής, θα μειώσει την ανεργία και θα αυξήσει περεταίρω την εγχώρια ζήτηση, έχοντας πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην μεγέθυνση του ΑΕΠ. Έτσι γίνεται εφικτή, τόσο μία αναδιανομή του πλούτου, που θα διόρθωνε τα ακραία κοινωνικά φαινόμενα που έχουν εμφανιστεί, όσο και η κάλυψη των υποχρεώσεων της χώρας προς τους διεθνείς πιστωτές.

Για να γίνει εφικτό όμως το παραπάνω θα πρέπει να γίνουν στοχευμένες επενδύσεις, που ο ιδιωτικός τομέας δεν είναι διατεθειμένος να κάνει. Επιπλέον, είναι αναγκαία η αποτελεσματική χρησιμοποίηση όλου του δυνατού ανθρωπίνου κεφαλαίου, η κατασκευή των κατάλληλων υποδομών και η αύξηση της ρευστότητας. Και αν κάνουμε τη υπόθεση πως το τελευταίο θα ικανοποιηθεί, από την υπόσχεση του Eurogroup για στήριξη της Ελλάδας στην έξοδο στις διεθνείς αγορές, σε όλα τα υπόλοιπα μπαίνει ως τροχοπέδη η απαίτηση για άπιαστα πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτά, είναι η πραγματική αιτία του «BrainDrain», της απάνθρωπης φορολογικής επιβάρυνσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, των μειωμένων επενδύσεων, της μηδαμινής εγχώριας ζήτησης, των χαμηλών ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ και ως ένα βαθμό της πολιτικής αστάθειας. Και ενώ το μέτρο για την σύνδεση της αποπληρωμής του Χρέους με την απόδοση της Οικονομίας είναι θετικό, το μόνο που πραγματικά θα καταφέρει θα είναι η μείωση της επίδρασης του Χρέους στον Οικονομικό Κύκλο. Σημαντικό, αλλά όχι ικανό από μόνο του για να προωθήσει την ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας.

Αν πιστέψουμε πως το ερώτημα της παραμονής ή όχι στην Νομισματική Ένωση έχει σταματήσει να είναι το κυρίαρχο, για την κυβέρνηση τουλάχιστον μοιάζει να έχει απαντηθεί πλήρως, τότε θα πρέπει να επικεντρωθούμε στη δημιουργία των βέλτιστων όρων ανάπτυξης και ύπαρξης της Ελλάδας μέσα στην Ένωση. Να ακολουθήσουμε τις οικονομικές πολιτικές που θα επανεκκινήσουν την Ελληνική Οικονομία και σταδιακά θα την κάνουν να φτάσει σε παρόμοια ταχύτητα με αυτές της Κεντρικής Ευρώπης. Αυτό εξάλλου, θα έπρεπε να είναι και το κύριο μέλημα της ίδια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχει αρχίσει να πληρώνει βαριά το τίμημα των ιδεολογικών εμμονών της και της δημιουργίας οικονομιών πολλών ταχυτήτων στο εσωτερικό της. Αυτή πρέπει να είναι η προτεραιότητα της Κυβέρνησης σε κάθε Eurogroup και όχι η Πολιτική διαχείριση του αποτελέσματος στο εσωτερικό της χώρας. Μια υπόσχεση για τη διαχείριση του χρέους δεν είναι αρκετή για να πάρει η Ελληνική παραγωγική μηχανή μπροστά και αν αρκεστούμε σε αυτή τα προβλήματα της χώρας απλά θα συνεχιστούν και διογκωθούν στο μέλλον. Ευτυχώς για την Ελλάδα, το μεγαλύτερο της πρόβλημα είναι πως αυτή, όπως και όλες οι προηγούμενες, δεν θα είναι η τελευταία συμφωνία. 

Αλέξανδρος Πάστρας - Οικονομολόγος


Τελευταία τροποποίηση στις Δευτέρα, 19/06/2017 - 18:51