×

Προειδοποίηση

JUser: :_load: Αδυναμία φόρτωσης χρήστη με Α/Α (ID): 109
JUser: :_load: Αδυναμία φόρτωσης χρήστη με Α/Α (ID): 55

Στο 27% η πραγματική ανεργία στην Ελλάδα με βάση την Ετήσια Έκθεση (2018) για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ

Παρασκευή, 23/03/2018 - 14:00
Υψηλότερο κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες (27,5%) σε σχέση με το επίσημο εμφανίζεται το ποσοστό ανεργίας στην Ετήσια Έκθεση (2018) του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ που παρουσιάστηκε για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση.

Όπως αναφέρεται στην πολυσέλιδη Έκθεση με βάση τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2017 υπάρχει μια τάση αποκλιμάκωσης της ανεργίας, ωστόσο όπως υποστήριξε ο Επιστημονικός Διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ Γιώργος Αργείτης που παρουσίασε την Έκθεση, αυτή η βελτίωση δεν οφείλεται στην επιτυχία των προγραμμάτων προσαρμογής αλλά στο γεγονός ότι μεγάλο μέρος των νέων θέσεων εργασίας είναι μερικής απασχόλησης, που σημαίνει ότι τα εισοδήματα είναι πολύ χαμηλά.

"Θα ήταν μία προοπτική εξόδου από την κρίση αν άλλαζαν προς το ποιοτικότερο μια σειρά από μεγέθη της ελληνικής αγοράς εργασίας με δημιουργία θέσεων πλήρους απασχόλησης" είπε χαρακτηριστικά.

Ειδικότερα στην Έκθεση σημειώνεται ότι το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται σημαντικά υψηλότερο στις γυναίκες και στους νέους ‒ακόμα και σ’ αυτούς με υψηλή ειδίκευση‒ καθώς και στις Περιφέρειες της Βόρειας και της Δυτικής Ελλάδας, ενώ οι μακροχρόνια άνεργοι ξεπερνούν το 70% του συνόλου των ανέργων.

Όσον αφορά τις μεταβολές στην απασχόληση, το ποσοστό των απασχολουμένων στο σύνολο του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας, κατά το γ΄ τρίμηνο του 2017 ανήλθε σε 54,6%, ποσοστό αυξημένο σε σχέση με τις χειρότερες στιγμές του πρόσφατου παρελθόντος, αλλά σημαντικά χαμηλότερο από τα προ κρίσης επίπεδα.

Για τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ),στην Έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ αναφέρεται ότι οι εθνικές ή τοπικές κλαδικές ΣΣΕ εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά ολιγάριθμες, ενώ για όγδοη χρονιά οι επιχειρησιακές ΣΣΕ υπερτερούν συντριπτικά.

"Με βάση τα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας το 2017 υπογράφτηκαν μόνο 15 κλαδικές/ομοιο-επαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις, δηλαδή στα ίδια περίπου επίπεδα με τα προηγούμενα έτη. Αντίθετα, ο αριθμός των επιχειρησιακών ΣΣΕ ανέρχεται σε 244, αντιπροσωπεύοντας το 92% του συνόλου των ΣΣΕ. Την ίδια στιγμή οι προσλήψεις με πλήρη απασχόληση υποχωρούν σταθερά, αφού μειώνεται η ποσοστιαία αναλογία τους από 79% το 2009 σε 45% το 2017, ενώ η ποσοστιαία αναλογία των νέων προσλήψεων με ευέλικτες μορφές απασχόλησης υπερδιπλασιάζεται. Ενώ το 2009 οι προσλήψεις με ευέλικτες μορφές εργασίας αντιστοιχούσαν στο 21% του συνόλου των προσλήψεων, το 2017 αντιστοιχούν στο 54,9%".

Σχετικά με το δείκτη φτώχειας ενδεικτικά σημειώνεται ότι αυξάνεται από 27,6% το 2009 σε 36% το 2014 για να μειωθεί ελαφρώς στο 35,6% το 2016 (διαθέσιμο εισόδημα 2015). «Επίσης, δυσχερέστερη γίνεται η θέση των μη μισθωτών εργαζόμενων (αυτοαπασχολού- μενοι) σε αντίθεση με τους μισθωτούς, όπου το ποσοστό φτώχειας παρουσιάζει μικρή υποχώρηση».

Όπως αναφέρεται στην Έκθεση παρόλο που το ποσοστό φτώχειας εμφανίζει τάσεις σταθεροποίησης στην ανοδική πορεία των προηγούμενων χρόνων, η οικονομική στενότητα των νοικοκυριών συνεχίζει να αυξάνεται το 2016 για όλες σχεδόν τις κατηγορίες καταναλωτικών αναγκών, ενώ η απόκλιση ως προς το επίπεδο διαβίωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) φτάνει στο υψηλότερο επίπεδο της περιόδου 2009-2016.

Όσον αφορά το κομμάτι της Έκθεσης για την ελληνική οικονομία αναφέρεται ότι, μέχρι και το γ΄ τρίμηνο του 2017 εμφανίζει ενδείξεις εύθραυστης σταθεροποίησης σε χαμηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, χωρίς ενδογενή δυναμική, γεγονός που θέτει την Ελλάδα σε μια δυναμική απόκλισης από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, τα οποία -για πρώτη φορά μετά την κρίση του 2007-2008- καταγράφουν ικανοποιητικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης.

«Η ελληνική οικονομία έχει πλέον εξέλθει από το καθεστώς υψηλών δημοσιονομικών ανισορροπιών, αλλά με μη βιώσιμο και μη διατηρήσιμο τρόπο». Σημειώνεται ότι το διάστημα Ιανουάριος-Δεκέμβριος 2017 οι έμμεσοι φόροι αντιστοιχούσαν στο 56,6% των φορολογικών εσόδων του κράτους, έναντι 54% το 2016.

«Στο πλαίσιο αυτό, οι δημοσιονομικές δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα για την περίοδο 2018-2022, σε συνδυασμό με την εκκρεμότητα για το μελλοντικό χρηματοδοτικό σχήμα της ελληνικής οικονομίας (ειδικά εάν αυτό συνοδευτεί με πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα), είναι πολύ πιθανό να συντηρήσουν το κλίμα αβεβαιότητας όσον αφορά τη μεσομακροπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική της χώρας, τη βιωσιμότητα των πρωτογενών πλεονασμάτων, καθώς και τη φερεγγυότητα και την πιστοληπτική αξιοπιστία του Δημοσίου».Οι μόνοι κλάδοι τονίζεται που παρουσιάζουν μια ήπια τάση ανάκαμψης είναι της γεωργίας και της μεταποίησης, ενώ το γ΄ τρίμηνο του 2017, η κατανάλωση παρέμεινε στάσιμη, κυμαινόμενη όμως σε επίπεδο υψηλότερο του διαθέσιμου εισοδήματος.

Η εξέλιξη των μισθών, αναφέρει η Έκθεση κατά το 2017, εμφανίζει σταθεροποίηση στα χαμηλά επίπεδα τα οποία έχουν διαμορφωθεί. Στον ιδιωτικό τομέα έχει αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό των χαμηλόμισθων εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω των 700 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 37,4% το 2017 (από 13,1% το 2009), ενώ μειώνεται κατά 4 περίπου ποσοστιαίες μονάδες το ποσοστό για αποδοχές μεταξύ 700-899 ευρώ (23,5% το 2017 από 27,3% το 2009). Παράλληλα, έχει μειωθεί δραστικά, κατά το ήμισυ περίπου, το ποσοστό των εργαζομένων με καθαρές μηνι- αίες αποδοχές μεταξύ 900-1.300 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 16,8% το 2017 (από 35,7% το 2009). Στον ευρύτερο δημόσιο τομέα έχει αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό των εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω των 1.000 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 29,8% το 2017 (από 18,9% το 2009), και έχει αυξηθεί λίγο το ποσοστό για αποδοχές 1.000-1.100 ευρώ (16,2% το 2017 από 13% το 2009). Αντίθετα, έχει μειωθεί σημαντικά το ποσοστό των εργαζομένων που δηλώνει καθαρές μηνιαίες αποδοχές 1.100-1.599 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 34,3% το 2107 (από 46,5% το 2009), όπως και το ποσοστό των εργαζομένων με αποδοχές άνω των 1.600 ευρώ (4,7% το 2017 από 10,9% το 2009)».

Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος δήλωσε σχετικά με τη Έκθεση ότι «είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική για τι πραγματικά συμβαίνει στην οικονομία και την κοινωνία» και σχολίασε «δεν υπάρχει καμιά ιδιαίτερη αναπτυξιακή ώθηση,υπάρχει μια σταθερότητα στα κατώτερα επίπεδα της οικονομίας από το 2013 μέχρι σήμερα και αυτή η σταθερότητα δεν προοιωνίζει τίποτα καλό για το μέλλον, αν δεν ληφθούν σοβαρές και τολμηρές πρωτοβουλίες», ενώ τόνισε την ανάγκη να συμφωνηθεί πραγματικά ότι αν βγει η χώρα από το μνημόνιο και υπάρχουν προαπαιτούμενα όπως η μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου θα οδηγηθούμε σε νέα δεινά για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους.









ΑΠΕ

Τριμηνιαία έκθεσή του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής: Έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει τέλος της εποπτείας

Πέμπτη, 01/02/2018 - 15:00
«Η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει το τέλος της εποπτείας, ούτε ισοδυναμεί με το τέλος της λιτότητας», αναφέρει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην τριμηνιαία έκθεσή του για το διάστημα Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2017, που είναι η τελευταία υπό τον συντονισμό του Παναγιώτη Λιαργκόβα, η θητεία του οποίου έληξε τον Νοέμβριο και δεν θα ανανεωθεί, κατόπιν απόφασης της Επιτροπής Κανονισμού της Βουλής.

Μεταξύ άλλων, το Γραφείο Προϋπολογισμού τονίζει ότι «η Ελλάδα, ακόμα και αν όλα πάνε καλά, θα υπάγεται στους ισχύοντες για τα κράτη-μέλη περιορισμούς της δημοσιονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και ειδικά της Ευρωζώνης» και υπενθυμίζει ότι η εποπτεία για κράτη-μέλη που έχουν δανειστεί από τον ΕΜΣ προβλέπεται να είναι ενισχυμένη.


Εξάλλου, σημειώνει ότι τον ρόλο της «τρόικας» αναλαμβάνουν, με διαφορετική βέβαια μορφή, οι ίδιες οι αγορές. Στο σημείο αυτό το Γραφείο Προϋπολογισμού προειδοποιεί τα εξής: «Στον βαθμό που η οικονομική πολιτική χαρακτηρίζεται από συνέπεια αναφορικά με τους στόχους της (π.χ. δημοσιονομική σταθερότητα), οι αγορές θα ανταμείβουν τη χώρα με αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας και χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού. Αν όμως οι αγορές διαπιστώσουν ότι οι κυβερνήσεις δεν χαρακτηρίζονται από συνέπεια στην άσκηση οικονομικής πολιτικής (π.χ. εφαρμόζουν πελατειακές πρακτικές για την εξασφάλιση πολιτικού οφέλους), θέτοντας σε κίνδυνο την δημοσιονομική σταθερότητα, οι αγορές θα είναι τιμωρητικές, ανεβάζοντας τα επιτόκια και δυσκολεύοντας ή/και ακυρώνοντας τυχόν πρόσβαση σε δανειακά κεφάλαια».

Στην έκθεση διευκρίνιζεται ότι η έξοδος στις αγορές δεν ισοδυναμεί με το τέλος της λιτότητας, καθώς η χώρα:  

α) Έχει δεσμευθεί θεσμοθετώντας μια σειρά συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων για τα χρόνια μετά το 2018: πρωτογενή πλεονάσματα και μέτρα στο ασφαλιστικό σύστημα το 2019 και στη φορολογία το 2020, συνολικά της τάξης του 2% ΑΕΠ προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% ΑΕΠ μέχρι το 2022. 

β) Θα πρέπει, στη συνέχεια, να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, τα οποία ενδέχεται να αποδειχθούν ανέφικτα αν η χώρα δεν ακολουθήσει τον δρόμο της διατηρήσιμης ανάπτυξης. 

Ακόμη, σημειώνεται ότι παρά τις συμβατικές δεσμεύσεις και το γεγονός ότι η κυβέρνηση εφαρμόζει εν πολλοίς το τρίτο πρόγραμμα, παραμένει αδιευκρίνιστο τι θα συμβεί μετά το τέλος του προγράμματος. Το Γραφείο Προϋπολογισμού υπενθυμίζει μάλιστα ότι ο αναπληρωτής υπουργός οικονομικών Γ. Χουλιαράκης είπε πρόσφατα ότι είναι υπαρκτό το ενδεχόμενο επανόδου στις παλιές κακές δημοσιονομικές συνήθειες και συνεπώς «δεν είναι μικρός ο κίνδυνος ενός δημοσιονομικού παραστρατήματος», καθώς το 2019 θα είναι εκλο γικό έτος.

Επίσης, υπογραμμίζεται ότι «δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες σχετικά με το μέγεθος και τη διάρκεια της κατανόησης των εταίρων για κάποιες αποκλίσεις από τους στόχους που έχουν τεθεί π.χ. στο ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων ή για τις δυνατότητες της ΕΚΤ να διευκολύνει την έξοδο στις αγορές διατηρώντας το waiver ακόμα και αν οι ελληνικοί τίτλοι δεν αξιολογού- νται καταλλήλως από τις αγορές».

«Η απόδοση από το δεκαετές ομόλογο του ελληνικού δημοσίου κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2017, βάσει στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος, σημείωσε σημαντική υποχώρηση, καθώς από το 5,56% τον Σεπτέμβριο, διαμορφώθηκε στο 4,44% τον Δεκέμβριο, που αποτελεί το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών, λόγω και της εξαιρετικά ευνοϊκής ευρωπαϊκής και διεθνούς συγκυρίας. Να σημειωθεί ωστόσο, ότι όταν αρχίσει να ομαλοποιείται η νομισμα- τική πολιτική της ΕΚΤ (ολοκλήρωση των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης), τα εξαιρετικά χαμηλά αυτά επιτόκια θα αυξηθούν, με άμεσο κόστος και για την Ελλάδα», προστίθεται.

Η οικονομία ανακάμπτει

Το Γραφείο Προϋπολογισμού διαπιστώνει «ότι το 2017 η οικονομία επί τέλους ανακάμπτει, μολονότι ο ρυθμός μεγέθυνσης είναι συγκριτικά μικρότερος σε σχέση με τον μέσο ρυθμό της Ευρωζώνης, αλλά και με τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί».

Πάντως, παρατηρεί ότι τα στοιχεία για το ΑΕΠ του εννεαμήνου Ιανουάριος - Σεπτέμβριος 2017 θέτουν εν αμφιβόλω την αισιόδοξη πρόβλεψη της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών για ρυθμό μεγέθυνσης 1,6% το 2017. 

Ακόμη, εκτιμά ότι η ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις τάσεις ανάκαμψης, αλλά υπενθυμίζει ότι τα έγγραφα που κοινοποιήθηκαν στους υπουργούς και η απόφαση του Eurogroup της 22ας Ιανουαρίου 2018 υπογράμμισαν όχι μόνον όσα επιτεύχθηκαν μέχρι σήμερα, αλλά και ποιες εκκρεμότητες έμειναν. Υπενθύμισαν επίσης βασικά θεσμικά ελλείμματα της χώρας που θα πρέπει να εξαλειφθούν για να περάσει σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης.

«Η πτώση του ποσοστού ανεργίας σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια οφείλεται και στη σημαντική εξάπλωση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, οι οποίες τον Νοέμβριο του 2017 ανήλθαν στο 58,04%», συμπληρώνει. 

Ζητούμενο η διατηρήσιμη ανάπτυξη

Σύμφωνα με την έκθεση, η Ελλάδα έχει βρεθεί σε μια «παγίδα λιτότητας», όπου οι συνεχείς αυξήσεις φορολογίας και μειώσεις δαπανών μειώνουν το ΑΕΠ, αυξάνουν το χρέος και φτωχοποιούν τον πληθυσμό.

Ακόμη, τονίζεται ότι όσο δεν ρυθμίζεται, το χρέος θα παραμένει ως «δαμόκλειος σπάθη» πάνω από την ελληνική οικονομία, θα επηρεάζει αρνητικά τις προσδοκίες των οικονομικών παραγόντων και θα εμποδίζει την ανάπτυξη.

Το ζητούμενο είναι η διατηρήσιμη ανάπτυξη, που μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν:

  • Συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις: Αυτό που εξακολουθεί να χρειάζεται η χώρα είναι μια ριζική αλλαγή των συστημάτων κινήτρων και αντικινήτρων, των κανόνων του παιχνιδιού και των θεσμών που τους εφαρμόζουν. 
  • Συνεχιστεί η δημοσιονομική σταθερότητα, αλλά με άλλο μίγμα, χωρίς υπερφορολόγηση, αφού «η εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας έχει οδηγήσει πολλά νοικοκυριά στα όρια της φτώχειας: Το κέντρο βάρους της δημοσιονομικής προσαρμογής θα πρέπει στο μέλλον να μετατεθεί περισσότερο στην περιστολή της κακοδιαχείρισης στο δημόσιο (όπου υπάρχουν ακόμα περιθώρια), στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στη σταδιακή μείωση των φόρων. 
  • Υπάρξει γενναία ρύθμιση του χρέους μακροπρόθεσμα με ταυτόχρονη συζήτηση για το απαιτούμενο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων: Όσο δεν ρυθμίζεται, το χρέος θα παραμένει ως «δαμόκλειος σπάθη» πάνω από την ελληνική οικονομία, θα επηρεάζει αρνητικά τις προσδοκίες των οικονομικών παραγόντων και θα εμποδίζει την ανάπτυξη.   
  • Χαρτογραφηθεί ένα εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο.
  • Υπάρξει συναίνεση και συνεννόηση:  Καμία χώρα που ήταν σε πρόγραμμα δεν κατάφερε να βγει από την κρίση, χωρίς να διαθέτει μια αποφασισμένη ηγεσία και ένα ελάχιστο πεδίο συναίνεσης, χωρίς δηλαδή να έχει αποκαταστήσει ένα πνεύμα εθνικής και κοινωνικής συνεννόησης για να πετύχει τους στόχους της.







πηγή: // naftemporiki/

"Μέχρι την επόμενη συμφωνία" του Αλέξανδρου Πάστρα

Δευτέρα, 19/06/2017 - 16:20
Είχα την τύχη να εκπαιδεύομαι οικονομολόγος κατά τη διάρκεια της Οικονομικής Κρίσης, της πολιτικής αστάθειας και των ατελείωτων Eurogroup. Να δω ελπίδες να χτίζονται και να γκρεμίζονται, επιχειρήσεις να προσπαθούν αλλά να κλείνουν, την ανεργία να εκτοξεύεται, τις προβλέψεις να γίνονται χειρότερες, και ταυτόχρονα τις υποσχέσεις να γίνονται μεγαλύτερες. Την Πέμπτη 15 Ιουνίου είδα άλλη μία συμφωνία για την Ελλάδα.

Μετά την ψήφιση των πρόσφατων δημοσιονομικών μέτρων, για μεταρρύθμιση της φορολογίας εισοδήματος και του συνταξιοδοτικού συστήματος μετά την λήξη του τρέχοντος προγράμματος, η Ελλάδα ΄΄κέρδισε΄΄ την εκταμίευση της επόμενης δόσης και μια πιο συγκεκριμένη διατύπωση για την αναδιάρθρωση του χρέους. Πιο συγκεκριμένα, ανακοινώθηκε με σαφήνεια ότι μετά την λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018, θα εφαρμοστεί μια δέσμη μέτρων για την αναδιάρθρωση του Ελληνικού Χρέους. Πιθανά τέτοια μέτρα θα ήταν μια επέκταση των ωριμάνσεων των δανείων ή μια παράταση της περιόδου χάριτος ως και για 15 χρόνια. Πάντως, η συγκεκριμενοποίηση και ποσοτικοποίηση των μέτρων αυτών θα γίνει στο μέλλον, βάση των εκθέσεων βιωσιμότητας του Χρέους. Ακόμα, αναφέρεται πως αν καταστεί απαραίτητο, θα ληφθούν επιπλέον μέτρα για το χρέος στο μέλλον. Το πιο σημαντικό όμως κομμάτι αυτής της συμφωνίας είναι η οριστικοποίηση των μελλοντικών δημοσιονομικών στόχων της χώρας. Η Ελλάδα καλείται να δημιουργεί πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και στη συνέχεια περίπου 2% μέχρι το 2060. Το μόνο θετικό κομμάτι σε αυτό το μέρος της συμφωνίας, είναι η αποδοχή της πρότασης για αποπληρωμή του Χρέους ανάλογη με την απόδοση της Ελληνικής Οικονομίας. Έτσι, η εξυπηρέτηση του Χρέους δεν θα μπορεί να υπερβαίνει το 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και το 20% στο μέλλον.

Στο κείμενο του Eurogroup αναφέρεται, πολλαπλές φορές, η λέξη ανάπτυξη. Λογικό, αφού πλέον έχει γίνει κοινή πίστη όλων πως αυτή είναι ο μόνος τρόπος να ξεφύγουμε από τα δεινά που έχουν φέρει στη χώρα η οικονομική κρίση και οι δεκαετίες κακής διαχείρισης των δημοσίων οικονομικών της. Ορθό. Το λογικό ερώτημα είναι λοιπόν, πως η παραπάνω συμφωνία επηρεάζει την όποια αναπτυξιακή δυναμική της Ελληνικής Οικονομίας;

            Η οικονομική πολιτική που ασκείται αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα επικεντρώνεται στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων από το εξωτερικό, που θα έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της εγχώριας παραγωγής και των εξαγωγών, της ρευστότητας και τελικά του ΑΕΠ της χώρας. Σε συνδυασμό με την μεγαλύτερη δυνατή μείωση των εξόδων της χώρας και τη μεταρρύθμιση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας (συνταξιοδοτικό, ασφαλιστικό), η χώρα θα καταστεί ικανή να αποπληρώσει τα χρέη της και να αναδιανείμει ό,τι περισσέψει, σε μια προσπάθεια εξομάλυνσης των τεράστιων κοινωνικών προβλημάτων που έχουν δημιουργηθεί όλα αυτά τα χρόνια.

Το μεγαλύτερο εμπόδιο σε αυτό το σχέδιο είναι τα άπιαστα ποσοστά πρωτογενών πλεονασμάτων που η Ελλάδα καλείται να παράγει για τα επόμενα 42 χρόνια! Η διαρκής πολιτική λιτότητας, που αναμένεται να επιβληθεί για όλο αυτό το χρονικό διάστημα, δεν συμβαδίζει με την οικονομική μεγέθυνση μιας χώρας, όπως έχει αποδειχθεί πολλαπλές φορές στην παγκόσμια οικονομική ιστορία. Η αύξηση του ΑΕΠ μιας οικονομίας απαιτεί τη συγκρότηση ενός παραγωγικού προτύπου που δεν θα βασίζεται εξολοκλήρου μόνο σε ένα τομέα παραγωγής, αλλά στην πλήρη εκμετάλλευση των παραγωγικών δυνατοτήτων της. Απαιτείται η συγκρότηση μιας παραγωγικής βάσης που θα δημιουργήσει καινοτόμες επιχειρήσεις και προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, τα οποία θα αυξήσουν τις εξαγωγές, μειώνοντας ταυτόχρονα τις εισαγωγές και την εξάρτηση από αυτές. Η βελτίωση του επιπέδου παραγωγής, θα μειώσει την ανεργία και θα αυξήσει περεταίρω την εγχώρια ζήτηση, έχοντας πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην μεγέθυνση του ΑΕΠ. Έτσι γίνεται εφικτή, τόσο μία αναδιανομή του πλούτου, που θα διόρθωνε τα ακραία κοινωνικά φαινόμενα που έχουν εμφανιστεί, όσο και η κάλυψη των υποχρεώσεων της χώρας προς τους διεθνείς πιστωτές.

Για να γίνει εφικτό όμως το παραπάνω θα πρέπει να γίνουν στοχευμένες επενδύσεις, που ο ιδιωτικός τομέας δεν είναι διατεθειμένος να κάνει. Επιπλέον, είναι αναγκαία η αποτελεσματική χρησιμοποίηση όλου του δυνατού ανθρωπίνου κεφαλαίου, η κατασκευή των κατάλληλων υποδομών και η αύξηση της ρευστότητας. Και αν κάνουμε τη υπόθεση πως το τελευταίο θα ικανοποιηθεί, από την υπόσχεση του Eurogroup για στήριξη της Ελλάδας στην έξοδο στις διεθνείς αγορές, σε όλα τα υπόλοιπα μπαίνει ως τροχοπέδη η απαίτηση για άπιαστα πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτά, είναι η πραγματική αιτία του «BrainDrain», της απάνθρωπης φορολογικής επιβάρυνσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, των μειωμένων επενδύσεων, της μηδαμινής εγχώριας ζήτησης, των χαμηλών ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ και ως ένα βαθμό της πολιτικής αστάθειας. Και ενώ το μέτρο για την σύνδεση της αποπληρωμής του Χρέους με την απόδοση της Οικονομίας είναι θετικό, το μόνο που πραγματικά θα καταφέρει θα είναι η μείωση της επίδρασης του Χρέους στον Οικονομικό Κύκλο. Σημαντικό, αλλά όχι ικανό από μόνο του για να προωθήσει την ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας.

Αν πιστέψουμε πως το ερώτημα της παραμονής ή όχι στην Νομισματική Ένωση έχει σταματήσει να είναι το κυρίαρχο, για την κυβέρνηση τουλάχιστον μοιάζει να έχει απαντηθεί πλήρως, τότε θα πρέπει να επικεντρωθούμε στη δημιουργία των βέλτιστων όρων ανάπτυξης και ύπαρξης της Ελλάδας μέσα στην Ένωση. Να ακολουθήσουμε τις οικονομικές πολιτικές που θα επανεκκινήσουν την Ελληνική Οικονομία και σταδιακά θα την κάνουν να φτάσει σε παρόμοια ταχύτητα με αυτές της Κεντρικής Ευρώπης. Αυτό εξάλλου, θα έπρεπε να είναι και το κύριο μέλημα της ίδια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχει αρχίσει να πληρώνει βαριά το τίμημα των ιδεολογικών εμμονών της και της δημιουργίας οικονομιών πολλών ταχυτήτων στο εσωτερικό της. Αυτή πρέπει να είναι η προτεραιότητα της Κυβέρνησης σε κάθε Eurogroup και όχι η Πολιτική διαχείριση του αποτελέσματος στο εσωτερικό της χώρας. Μια υπόσχεση για τη διαχείριση του χρέους δεν είναι αρκετή για να πάρει η Ελληνική παραγωγική μηχανή μπροστά και αν αρκεστούμε σε αυτή τα προβλήματα της χώρας απλά θα συνεχιστούν και διογκωθούν στο μέλλον. Ευτυχώς για την Ελλάδα, το μεγαλύτερο της πρόβλημα είναι πως αυτή, όπως και όλες οι προηγούμενες, δεν θα είναι η τελευταία συμφωνία. 

Αλέξανδρος Πάστρας - Οικονομολόγος


Βερολίνο: «Φως στην άκρη του τούνελ» για την ελληνική οικονομία

Τετάρτη, 20/11/2013 - 21:39

«Απολύτως δεδομένη» χαρακτήρισε την βούληση της αλληλεγγύης των εταίρων της Ελλάδας ο εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών Μάρτιν Κότχάους και τόνισε ότι παρά τις δυσκολίες «βλέπουμε φως στην άκρη του τούνελ». Εξέφρασε δε τον σεβασμό και την αναγνώριση του Βερολίνου για τις προσπάθειες του ελληνικού λαού, ενώ σε ό,τι αφορά ενδεχόμενα λάθη στο πρόγραμμα που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα, δήλωσε ότι «είναι δύσκολο να αποφασίσει κανείς τι, πού, πώς οδήγησε σε ποια αποτελέσματα», αλλά εξέφρασε την πεποίθηση ότι η αποτίμηση του έργου της τρόικας είναι θετική.

 

Νέα ελληνική κρίση εντός του 2014 βλέπει το Μπλούμπεργκ

Κυριακή, 13/10/2013 - 15:25

Στο ενδεχόμενο μιας νέας ελληνικής κρίσης μέσα στο 2014 αναφέρεται δημοσίευμα του οικονομικού πρακτορείου Μπλούμπεργκ. Η Ελλάδα εθεωρείτο μέχρι πρόσφατα ότι θα επιτύγχανε τους στόχους, αλλά οι προβλέψεις αποδείχθηκαν υπεραισιόδοξες σημειώνει το άρθρο κάνοντας αναφορά στην έκθεση του ΔΝΤ.

 

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η περισυλλογή φόρων παρουσιάζει προβλήματα, η χώρα συνεχίζει να βρίσκεται σε ύφεση, ενώ η πορεία ιδιωτικοποιήσεων εξελίσσεται βραδύτερα από ό,τι είχε σχεδιασθεί.

 

Το ελληνικό Υπουργείο Οικονομικών, προστίθεται, αντέδρασε αμέσως στις νέες προβλέψεις του ΔΝΤ, υποστηρίζοντας ότι η ελληνική κυβέρνηση θα πράξει ό,τι είναι δυνατό για να επιτύχει τον στόχο του 1,5%, είτε με την περικοπή δαπανών, είτε με την αύξηση των φορολογικών εσόδων, είτε και με τα δύο.

 

Όπως αναφέρεται, οι περαιτέρω περικοπές ωστόσο φαντάζουν πολιτικά ανέφικτες, λόγω της δυσφορίας κατά των μέτρων λιτότητας.

 

Η αδυναμία επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει στην καθυστέρηση εκταμίευσης της δόσης από το ΔΝΤ και την Ευρωζώνη.

 

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω ο συντάκτης συμπεραίνει ότι μια νέα ελληνική κρίση είναι εξαιρετικά πιθανή το επόμενο έτος.