«ΠΩΛΕΙΤΑΙ»… από τον Λυκαβηττό ως το Αχίλλειο
ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΥΡΙΛΛΑ
Η μαζική εκποίηση της περιουσίας του λαού, στο όνομα δήθεν της κρίσης και του χρέους, με τρόπο αδίστακτο και ανερυθρίαστο αποτελεί ένα γεγονός.
Η μαζική εκποίηση της περιουσίας του λαού, στο όνομα δήθεν της κρίσης και του χρέους, με τρόπο αδίστακτο και ανερυθρίαστο αποτελεί ένα γεγονός.
Αλλά η εκποίηση τόπων και υποδομών που συνιστούν εμβληματικά τοπόσημα και ως τέτοια καθορίζουν τη συλλογική μνήμη δεν είναι μόνο μια απλή πράξη ξεπουλήματος.
Είναι μια αήθης, ξεδιάντροπη και απολύτως συνειδητή επιχείρηση ξεχαρβαλώματος της πολιτισμικής ταυτότητας και της ιστορικής μνήμης, όπου και τα δύο θυσιάζονται στο βωμό των αναγκαίων αναδιαρθρώσεων του συστήματος.
Πρέπει κανείς να έχει χάσει κάθε ίχνος ντροπής ώστε να επιτρέπει μέσα στις λίστες των προς «αξιοποίηση» ακινήτων να φιγουράρει και το θέατρο του Λυκαβηττού. Και για να είμαστε πιο ακριβείς φιγουράρουν δύο μνημεία. Αρχικά να πούμε ότι και μόνο εκ του γεγονότος ότι περιλαμβάνονται δύο ακίνητα που χαρακτηρίζονται ως «μνημεία» θα έπρεπε να έχει μπει φρένο σε κάθε περαιτέρω διαδικασία.
Τα δύο μνημεία, λοιπόν, τα οποία βρίσκονται στην λίστα του Ελληνικών Τουριστικών Ακινήτων, η οποία πέρασε ολόκληρη στο λεγόμενο Υπερταμείο «διαχείρισης» (ή ξεπουλήματος επί το ελληνικότερον) είναι το Θέατρο του Λυκαβηττού και το Αχίλλειον στην Κέρκυρα.
Το θέατρο χαρακτηρίστηκε το 1998 από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων«ιστορικό διατηρητέο μνημείο και σύγχρονη κατασκευή άριστα ενταγμένη στο φυσικό περιβάλλον». Όταν το 1964 η Αννα Συνοδινού εκμίσθωσε το ανοιχτό νταμάρι για να δημιουργήσει ένα χώρο αναβίωσης του αρχαίου δράματος, ήταν ταυτόχρονα και η εποχή όπου το Φεστιβάλ Αθηνών έμπαινε δυναμικά στη ζωή της πόλης. Ο αρχιτέκτονας Τάκης Ζενέτος τόλμησε μια κατασκευή, η οποία εντυπωσίασε και βρίσκεται σε όλα τα διεθνή επιστημονικά αρχιτεκτονικά περιοδικά. Το θέατρο που σχεδίασε ο Ζενέτος και οραματίστηκε η Αννα Συνοδινού, υποδέχθηκε την πρώτη παράσταση τον Ιούνιο του 1965 και έκτοτε έγινε η ψυχή της πόλης όχι μόνο ως ιδιαίτερο αρχιτέκτονημα, αλλά και ως χώρος στον οποίο φιλοξενήθηκαν σπουδαίες παραστάσεις, μεγάλες συναυλίες, σπουδαίοι καλλιτέχνες. Συνδέθηκε με τη πρώτη μας συναυλία, με την αναμονή κάθε χρόνο του καλοκαιρινού προγράμματος, με τα γύρω βραχάκια που έκρυβαν τις «λαθραίες» ακροάσεις από τους έφηβους που δεν τους έφτανε το χαρτζιλίκι για το εισιτήριο. Με λίγα λόγια ήταν η θερινή πολιτιστική φλέβα της πόλης.
Όλα τα παραπάνω θα περίμενε κανείς να είναι αποτρεπτικά για κάθε είδους άλλη σκέψη ως προς τη διαχείριση και τη χρήση του χώρου.
Συμβαίνει όμως το αντίθετο… Αυτή ακριβώς η ιδιότητά του, ως μνημείο, και πολύ περισσότερο η ίδια η ιστορία του θεάτρου, η αρχιτεκτονική του υπογραφή (έργο του αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου), η ζωντανή σχέση του με τα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης, είναι που ανεβάζει το … «κασέ» του. Διότι στη δημιουργική λογιστική των κάθε λογής και προέλευσης επενδυτών, αλλά και της κυβέρνησης ( στην οποία δεν χαρίζουμε ούτε ως ειρωνεία πλέον το χαρακτηρισμό αριστερή!) μνημεία, ιστορικοί τόποι, ιστορικά κτήρια συνιστούν διαπραγματευτικά ατού για τα deals με ιδιώτες, τα οποία φέρουν τους παραπλανητικούς προσδιορισμούς «διαχείριση», «αξιοποίηση», «μακροχρόνια εκμετάλλευση» ή όποιο άλλο γλωσσικό τερτίπι εφευρίσκουν για να μην διατυπώνεται η ακριβής λέξη, δηλαδή εκποίηση του δημόσιου πλούτου. Βέβαια, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο ο επενδυτής που θα στοχεύσει στο Λυκαβηττό να θεωρήσει το θέατρο «μη ελκυστικό», δηλαδή «μη κερδοφόρο», ακόμα και «δαπανηρό» ως προς τη συντήρησή του σε αντίθεση με τον ίδιο το λόφο, ο οποίος φέρει πολλά επενδυτικά ατού (θέση, θέα κλπ).
Στο χαρτοφυλάκιο της Εταιρίας Ακινήτων του Δημοσίου (http://www.etasa.gr/page.aspx?itemID=SPG183), δηλαδή του Υπερταμείου που ανέλαβε την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας στην κατηγορία των τουριστικών ακινήτων υπάρχει ένα ακόμα μνημείο, το Αχίλλειο, το οποίο το 2014 χαρακτηρίστηκε μνημείο από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων. Στην ίδια κατηγορία βρίσκονται και 31 «Ξενία», αρκετά εκ των οποίων είναι χαρακτηρισμένα «μνημεία». Τα Ξενία, ως δημιουργήματα ενός προγράμματος του ΕΟΤ που ξεκίνησε το 1950, κατασκευάστηκαν είτε υπό την επίβλεψη του κορυφαίου αρχιτέκτονα Αρη Κωνσταντινίδη, ο οποίος τέθηκε επικεφαλής του εγχειρήματος είτε με δικά του σχέδια, και εν τέλει αποτέλεσαν ένα σπουδαίο εργαστήριο αρχιτεκτονικής σκέψης. Η σταδιακή απαξίωσή τους, αλλά και τα διάφορα «τερτίπια» στη διαδικασία της κήρυξής τους ως μνημεία, δηλαδή η κήρυξη μόνο του κελύφους τους, αποτέλεσαν την αρχή της ταφόπλακας. Ο στόχος ήταν και είναι η απάλειψη του πραγματικού τους χαρακτήρα, δηλαδή αρχιτεκτονική λιτότητα, ένταξη στο περιβάλλον και τόπος διαμονής και διακοπών μικρών και μεσαίων εισοδημάτων και η μετατροπή τους σε πολυτελή καταλύματα που θα απευθύνονται σε μια ολιγάριθμη οικονομική ελίτ. Ηδη από το 2013 είχαν μεταβιβαστεί στο ΤΑΙΠΕΔ τα «Ξενία » της Βυτίνας στην Αρκαδία, των Δελφών, της Αράχωβας και του Καρτερού στο Ηράκλειο της Κρήτης. Τα «Ξενία» της Βυτίνας και του Καρτερού έχουν χαρακτηριστεί ως μνημεία από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων, το πρώτο το 2008 και το δεύτερο το 2011.
Στην κατηγορία δημόσια ακίνητα βρίσκουμε μεταξύ δασών, νησιών, οικισμών (!) και 538 αρχαιολογικούς χώρους! Και αυτοί προς αξιοποίηση και εκμετάλλευση… Ούτε ιερό, ούτε όσιο…
αναδημοσίευση από imerodromos
Είναι μια αήθης, ξεδιάντροπη και απολύτως συνειδητή επιχείρηση ξεχαρβαλώματος της πολιτισμικής ταυτότητας και της ιστορικής μνήμης, όπου και τα δύο θυσιάζονται στο βωμό των αναγκαίων αναδιαρθρώσεων του συστήματος.
Πρέπει κανείς να έχει χάσει κάθε ίχνος ντροπής ώστε να επιτρέπει μέσα στις λίστες των προς «αξιοποίηση» ακινήτων να φιγουράρει και το θέατρο του Λυκαβηττού. Και για να είμαστε πιο ακριβείς φιγουράρουν δύο μνημεία. Αρχικά να πούμε ότι και μόνο εκ του γεγονότος ότι περιλαμβάνονται δύο ακίνητα που χαρακτηρίζονται ως «μνημεία» θα έπρεπε να έχει μπει φρένο σε κάθε περαιτέρω διαδικασία.
Τα δύο μνημεία, λοιπόν, τα οποία βρίσκονται στην λίστα του Ελληνικών Τουριστικών Ακινήτων, η οποία πέρασε ολόκληρη στο λεγόμενο Υπερταμείο «διαχείρισης» (ή ξεπουλήματος επί το ελληνικότερον) είναι το Θέατρο του Λυκαβηττού και το Αχίλλειον στην Κέρκυρα.
Το θέατρο χαρακτηρίστηκε το 1998 από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων«ιστορικό διατηρητέο μνημείο και σύγχρονη κατασκευή άριστα ενταγμένη στο φυσικό περιβάλλον». Όταν το 1964 η Αννα Συνοδινού εκμίσθωσε το ανοιχτό νταμάρι για να δημιουργήσει ένα χώρο αναβίωσης του αρχαίου δράματος, ήταν ταυτόχρονα και η εποχή όπου το Φεστιβάλ Αθηνών έμπαινε δυναμικά στη ζωή της πόλης. Ο αρχιτέκτονας Τάκης Ζενέτος τόλμησε μια κατασκευή, η οποία εντυπωσίασε και βρίσκεται σε όλα τα διεθνή επιστημονικά αρχιτεκτονικά περιοδικά. Το θέατρο που σχεδίασε ο Ζενέτος και οραματίστηκε η Αννα Συνοδινού, υποδέχθηκε την πρώτη παράσταση τον Ιούνιο του 1965 και έκτοτε έγινε η ψυχή της πόλης όχι μόνο ως ιδιαίτερο αρχιτέκτονημα, αλλά και ως χώρος στον οποίο φιλοξενήθηκαν σπουδαίες παραστάσεις, μεγάλες συναυλίες, σπουδαίοι καλλιτέχνες. Συνδέθηκε με τη πρώτη μας συναυλία, με την αναμονή κάθε χρόνο του καλοκαιρινού προγράμματος, με τα γύρω βραχάκια που έκρυβαν τις «λαθραίες» ακροάσεις από τους έφηβους που δεν τους έφτανε το χαρτζιλίκι για το εισιτήριο. Με λίγα λόγια ήταν η θερινή πολιτιστική φλέβα της πόλης.
Όλα τα παραπάνω θα περίμενε κανείς να είναι αποτρεπτικά για κάθε είδους άλλη σκέψη ως προς τη διαχείριση και τη χρήση του χώρου.
Συμβαίνει όμως το αντίθετο… Αυτή ακριβώς η ιδιότητά του, ως μνημείο, και πολύ περισσότερο η ίδια η ιστορία του θεάτρου, η αρχιτεκτονική του υπογραφή (έργο του αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου), η ζωντανή σχέση του με τα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης, είναι που ανεβάζει το … «κασέ» του. Διότι στη δημιουργική λογιστική των κάθε λογής και προέλευσης επενδυτών, αλλά και της κυβέρνησης ( στην οποία δεν χαρίζουμε ούτε ως ειρωνεία πλέον το χαρακτηρισμό αριστερή!) μνημεία, ιστορικοί τόποι, ιστορικά κτήρια συνιστούν διαπραγματευτικά ατού για τα deals με ιδιώτες, τα οποία φέρουν τους παραπλανητικούς προσδιορισμούς «διαχείριση», «αξιοποίηση», «μακροχρόνια εκμετάλλευση» ή όποιο άλλο γλωσσικό τερτίπι εφευρίσκουν για να μην διατυπώνεται η ακριβής λέξη, δηλαδή εκποίηση του δημόσιου πλούτου. Βέβαια, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο ο επενδυτής που θα στοχεύσει στο Λυκαβηττό να θεωρήσει το θέατρο «μη ελκυστικό», δηλαδή «μη κερδοφόρο», ακόμα και «δαπανηρό» ως προς τη συντήρησή του σε αντίθεση με τον ίδιο το λόφο, ο οποίος φέρει πολλά επενδυτικά ατού (θέση, θέα κλπ).
Στο χαρτοφυλάκιο της Εταιρίας Ακινήτων του Δημοσίου (http://www.etasa.gr/page.aspx?itemID=SPG183), δηλαδή του Υπερταμείου που ανέλαβε την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας στην κατηγορία των τουριστικών ακινήτων υπάρχει ένα ακόμα μνημείο, το Αχίλλειο, το οποίο το 2014 χαρακτηρίστηκε μνημείο από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων. Στην ίδια κατηγορία βρίσκονται και 31 «Ξενία», αρκετά εκ των οποίων είναι χαρακτηρισμένα «μνημεία». Τα Ξενία, ως δημιουργήματα ενός προγράμματος του ΕΟΤ που ξεκίνησε το 1950, κατασκευάστηκαν είτε υπό την επίβλεψη του κορυφαίου αρχιτέκτονα Αρη Κωνσταντινίδη, ο οποίος τέθηκε επικεφαλής του εγχειρήματος είτε με δικά του σχέδια, και εν τέλει αποτέλεσαν ένα σπουδαίο εργαστήριο αρχιτεκτονικής σκέψης. Η σταδιακή απαξίωσή τους, αλλά και τα διάφορα «τερτίπια» στη διαδικασία της κήρυξής τους ως μνημεία, δηλαδή η κήρυξη μόνο του κελύφους τους, αποτέλεσαν την αρχή της ταφόπλακας. Ο στόχος ήταν και είναι η απάλειψη του πραγματικού τους χαρακτήρα, δηλαδή αρχιτεκτονική λιτότητα, ένταξη στο περιβάλλον και τόπος διαμονής και διακοπών μικρών και μεσαίων εισοδημάτων και η μετατροπή τους σε πολυτελή καταλύματα που θα απευθύνονται σε μια ολιγάριθμη οικονομική ελίτ. Ηδη από το 2013 είχαν μεταβιβαστεί στο ΤΑΙΠΕΔ τα «Ξενία » της Βυτίνας στην Αρκαδία, των Δελφών, της Αράχωβας και του Καρτερού στο Ηράκλειο της Κρήτης. Τα «Ξενία» της Βυτίνας και του Καρτερού έχουν χαρακτηριστεί ως μνημεία από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων, το πρώτο το 2008 και το δεύτερο το 2011.
Στην κατηγορία δημόσια ακίνητα βρίσκουμε μεταξύ δασών, νησιών, οικισμών (!) και 538 αρχαιολογικούς χώρους! Και αυτοί προς αξιοποίηση και εκμετάλλευση… Ούτε ιερό, ούτε όσιο…
αναδημοσίευση από imerodromos