Tο αμάρτημα της μητρός μου
του Θωμά Σίδερη
Άλλον αδελφόν να τον κάνωμεν πρωθυπουργόν δεν είχομεν παρά μόνο τον Γεώργιον.
Ήτον ο ακαταλόγιστος της μικράς ημών οικογενείας και τον ηγαπώμεν όλοι. Αλλ’ απ’ όλους περισσότερον τον ηγάπα η μήτηρ μας. Εις την τράπεζαν (την Ευρωπαϊκήν Κεντρικήν) τον εκάθιζε πάντοτε πλησίον της και από ό,τι είχομεν έδιδε το καλλίτερον ειςεκείνον. Και ενώ ημάς μας ενέδυε χρησιμοποιούσα τα φορέματα της δευτέρας συζύγου του μακαρίτη πατρός μας, για τον Γεώργιον ηγόραζε συνήθως νέα: υποκάμισα από τον Χρηστάκη, γραβάτες από τον Παγώνη και υποδήματα από τον Τσακίρην Μάλα.
Ως και εις τα γράμματα δεν τον εβίαζεν και διά τούτον έγινεν ξύλον απελέκητον. Αν ήθελεν ο Γεώργιος, επήγαινεν εις το Χάρβαρντ και εις το Λόντον Σκουλ Οφ Εκονόμικς, αν δεν ήθελεν, έμενε εις την οικίαν. Πράγμα το οποίον εις ημάς δια κανέναν λόγον δεν επετρέπετο.
Ο Γεώργιος, εκτός ότι ήτον ο μόνος μας αδελφός που επροορίζετο για πρωθυπουργός (και εν ευθέτω χρόνω ηγέτης κομματιδίου), ήτο κατά δυστυχίαν ανέκαθεν ανόητος και φιλοαμερικανός. Ενθυμούμαι τους μαύρους και μεγάλους αυτού οφθαλμούς, και τα καμαρωτά και σμιγμένα οφρύδια τα οποία εφαίνοντο τόσω μάλλον μελανότερα, όσον ωχρότερον εγένετο το πρόσωπόν του έμπροσθεν του εξαμηνίτικου εξαμβλώματος που ακούει εις το όνομαν Αγγέλαν, ουχί Παπάζογλου, αλλά Μέρκελ.
Το πρόσωπον του Γεωργίου ήτο εκ φύσεως βλακώδες και ιλαροτραγικόν, επί του οποίου τότε μόνον επεχύνετο γλυκεία τις ιλαρότης, όταν μας έβλεπεν όλους τους Έλληνας εις το χείλος του εγκρεμνού.Εν τούτοις, η πρωθυπουργική ασθένεια του Γεωργίου ολονέν εδεινούτο, ωσάν την κατάστασιν της Ελλάδος, και ολονέν περισσότερον συνεγκεντρούντο περί αυτόν της μητρός μας αι φροντίδες.
Αφ' ότου απέθανεν ο πατήρ μας, δεν είχεν εξέλθει της οικίας. Αλλ' αφ' ης ημέρας ο Γεώργιος αποφάσισεν να ανακηρυχθεί πρωθυπουργός, έβαλε την εντροπήν κατά μέρος.
Ο χονδρός της συνοικίας κουρεύς (του ελληνικού χρέους), ονόματι Ευάγγελος, αυτός μας επεσκέπτετο αυτόκλητος και δικαιωματικώς. Ήτον ο μόνος επίσημος κουρεύς εν τη περιφερεία μας. Άμα τον έβλεπον εγώ έπρεπε να τρέχω εις τον μπακάλην διότι τον εφοβούμην.
- Είμαι χονδρός, μωρή, έλεγε προς την ανυπόμονον μητέρα, είμαι χονδρός, και αν δεν φάγω έναν χοίρον στην καθισιά μου, δεν βλέπουν καλά τα μάτια μου.
Και φαίνεται, ότι δεν εψεύδετο. Διότι όσω περισσότερον χοίρον έτρωγε, τόσον ευκολώτερον ηδύνατο να διακρίνη ποία είναι η παχυτέρα της αυλής όρνιθα, διά να την λάβη απερχόμενος.
Η μήτηρ, όπως και ολόκληρος ο ελληνικός λαός, αν και έπαυσε πλέον να ελπίζει εις τον κουρέαν και εις τα κουρέματα, εν τούτοις επλήρωνε τακτικά και αγογγύστως.
Η κατάστασις του Γεωργίου, ωσάν την κατάστασιν της Ελλάδος, έβαινεν αργά μεν και απαρατηρήτως, αλλ' ολονέν επί τα χείρω. Και η παράτασις αυτής της αορίστου οικονομικής καχεξίας έκαμε την μητέρα μας, όπως και όλους τους Έλληνας, άλλων εξ' άλλων.
Ο ασθενής Γεώργιος εκάθισεν εις άσχημον τόπον και εν προκειμένω εις τον σβέρκον του ασχήμου τόπου. Επέρασε νύκτα τον ποταμόν του δημοψηφίσματος, καθ' ην στιγμήν αι Νηρηίδες της Βουλής ετέλουν αόρατοι τα όργιά των. Εδιασκέλισε μαύρον γάτον, ουχί τον μαύρον γάτοντου Βασιλείου Παπακωνσταντίνου, ο οποίος γάτος ήτο κυρίως ο έξω από εδώ μεταμορφωμένος σε Αλέξιον Τσίπρα.
Και αφού εξαντλήθησαν πλέον όλα τα μέσα και όλος ο λαός, και όλα τα χαράτσια εδοκιμάσθησαν, τότε προσήλθομεν εις το έσχατον καταφύγιον εις παρομοίας περιστάσεις, ήτοι την κυβέρνησιν εθνικής ενότητος, αλλέως ειδικού σκοπού και αλλέως πολυκομματικήν και πολυσπερματικήν με την τεστοστερόνην των (πολιτικών) ανδρών να κάμνει το (πολιτικόν) θερμόμετρον να ανέρχεται εις τα ύψη.
Η πανδαμάτωρ και παντοκράτωρ μήτηρ εσήκωσε το μαραμένο μειράκιο εις την αγκάλην της και το έφερεν εις την Βουλήν. Εγώ και ο μεγαλύτερός μου αδελφός εφορτώθημεν τα στρώματα και ηκολουθήσαμεν κατόπιν.
Και εκεί, επί των καθύγρων και ψυχρών πλακών της πλατείας Συντάγματος, προ της εικόνος του Οσίου Λουκά Παπαδήμου (του μεταστάντος),εστρώσαμεν και επλαγιάσαμεν το ανοητότερον αντικείμενον των μεριμνών μας, τον έναν και μόνο μας ακαταλόγιστον αδελφόν μας.
Άλλον αδελφόν να τον κάνωμεν πρωθυπουργόν δεν είχομεν παρά μόνο τον Γεώργιον.
Ήτον ο ακαταλόγιστος της μικράς ημών οικογενείας και τον ηγαπώμεν όλοι. Αλλ’ απ’ όλους περισσότερον τον ηγάπα η μήτηρ μας. Εις την τράπεζαν (την Ευρωπαϊκήν Κεντρικήν) τον εκάθιζε πάντοτε πλησίον της και από ό,τι είχομεν έδιδε το καλλίτερον ειςεκείνον. Και ενώ ημάς μας ενέδυε χρησιμοποιούσα τα φορέματα της δευτέρας συζύγου του μακαρίτη πατρός μας, για τον Γεώργιον ηγόραζε συνήθως νέα: υποκάμισα από τον Χρηστάκη, γραβάτες από τον Παγώνη και υποδήματα από τον Τσακίρην Μάλα.
Ως και εις τα γράμματα δεν τον εβίαζεν και διά τούτον έγινεν ξύλον απελέκητον. Αν ήθελεν ο Γεώργιος, επήγαινεν εις το Χάρβαρντ και εις το Λόντον Σκουλ Οφ Εκονόμικς, αν δεν ήθελεν, έμενε εις την οικίαν. Πράγμα το οποίον εις ημάς δια κανέναν λόγον δεν επετρέπετο.
Ο Γεώργιος, εκτός ότι ήτον ο μόνος μας αδελφός που επροορίζετο για πρωθυπουργός (και εν ευθέτω χρόνω ηγέτης κομματιδίου), ήτο κατά δυστυχίαν ανέκαθεν ανόητος και φιλοαμερικανός. Ενθυμούμαι τους μαύρους και μεγάλους αυτού οφθαλμούς, και τα καμαρωτά και σμιγμένα οφρύδια τα οποία εφαίνοντο τόσω μάλλον μελανότερα, όσον ωχρότερον εγένετο το πρόσωπόν του έμπροσθεν του εξαμηνίτικου εξαμβλώματος που ακούει εις το όνομαν Αγγέλαν, ουχί Παπάζογλου, αλλά Μέρκελ.
Το πρόσωπον του Γεωργίου ήτο εκ φύσεως βλακώδες και ιλαροτραγικόν, επί του οποίου τότε μόνον επεχύνετο γλυκεία τις ιλαρότης, όταν μας έβλεπεν όλους τους Έλληνας εις το χείλος του εγκρεμνού.Εν τούτοις, η πρωθυπουργική ασθένεια του Γεωργίου ολονέν εδεινούτο, ωσάν την κατάστασιν της Ελλάδος, και ολονέν περισσότερον συνεγκεντρούντο περί αυτόν της μητρός μας αι φροντίδες.
Αφ' ότου απέθανεν ο πατήρ μας, δεν είχεν εξέλθει της οικίας. Αλλ' αφ' ης ημέρας ο Γεώργιος αποφάσισεν να ανακηρυχθεί πρωθυπουργός, έβαλε την εντροπήν κατά μέρος.
Ο χονδρός της συνοικίας κουρεύς (του ελληνικού χρέους), ονόματι Ευάγγελος, αυτός μας επεσκέπτετο αυτόκλητος και δικαιωματικώς. Ήτον ο μόνος επίσημος κουρεύς εν τη περιφερεία μας. Άμα τον έβλεπον εγώ έπρεπε να τρέχω εις τον μπακάλην διότι τον εφοβούμην.
- Είμαι χονδρός, μωρή, έλεγε προς την ανυπόμονον μητέρα, είμαι χονδρός, και αν δεν φάγω έναν χοίρον στην καθισιά μου, δεν βλέπουν καλά τα μάτια μου.
Και φαίνεται, ότι δεν εψεύδετο. Διότι όσω περισσότερον χοίρον έτρωγε, τόσον ευκολώτερον ηδύνατο να διακρίνη ποία είναι η παχυτέρα της αυλής όρνιθα, διά να την λάβη απερχόμενος.
Η μήτηρ, όπως και ολόκληρος ο ελληνικός λαός, αν και έπαυσε πλέον να ελπίζει εις τον κουρέαν και εις τα κουρέματα, εν τούτοις επλήρωνε τακτικά και αγογγύστως.
Η κατάστασις του Γεωργίου, ωσάν την κατάστασιν της Ελλάδος, έβαινεν αργά μεν και απαρατηρήτως, αλλ' ολονέν επί τα χείρω. Και η παράτασις αυτής της αορίστου οικονομικής καχεξίας έκαμε την μητέρα μας, όπως και όλους τους Έλληνας, άλλων εξ' άλλων.
Ο ασθενής Γεώργιος εκάθισεν εις άσχημον τόπον και εν προκειμένω εις τον σβέρκον του ασχήμου τόπου. Επέρασε νύκτα τον ποταμόν του δημοψηφίσματος, καθ' ην στιγμήν αι Νηρηίδες της Βουλής ετέλουν αόρατοι τα όργιά των. Εδιασκέλισε μαύρον γάτον, ουχί τον μαύρον γάτοντου Βασιλείου Παπακωνσταντίνου, ο οποίος γάτος ήτο κυρίως ο έξω από εδώ μεταμορφωμένος σε Αλέξιον Τσίπρα.
Και αφού εξαντλήθησαν πλέον όλα τα μέσα και όλος ο λαός, και όλα τα χαράτσια εδοκιμάσθησαν, τότε προσήλθομεν εις το έσχατον καταφύγιον εις παρομοίας περιστάσεις, ήτοι την κυβέρνησιν εθνικής ενότητος, αλλέως ειδικού σκοπού και αλλέως πολυκομματικήν και πολυσπερματικήν με την τεστοστερόνην των (πολιτικών) ανδρών να κάμνει το (πολιτικόν) θερμόμετρον να ανέρχεται εις τα ύψη.
Η πανδαμάτωρ και παντοκράτωρ μήτηρ εσήκωσε το μαραμένο μειράκιο εις την αγκάλην της και το έφερεν εις την Βουλήν. Εγώ και ο μεγαλύτερός μου αδελφός εφορτώθημεν τα στρώματα και ηκολουθήσαμεν κατόπιν.
Και εκεί, επί των καθύγρων και ψυχρών πλακών της πλατείας Συντάγματος, προ της εικόνος του Οσίου Λουκά Παπαδήμου (του μεταστάντος),εστρώσαμεν και επλαγιάσαμεν το ανοητότερον αντικείμενον των μεριμνών μας, τον έναν και μόνο μας ακαταλόγιστον αδελφόν μας.