Ο Ευρωπαϊκός εφεδρικός στρατός

Οι μεγάλες στρατηγικές αποτελούνται, πάντα, από μια σειρά ξεχωριστών δράσεων και η τελική εικόνα γίνεται αντιληπτή μόνο όταν όλα τα επιμέρους κομμάτια μπουν στη σωστή θέση του παζλ. Ο διαχωρισμός σε ξεχωριστές πρωτοβουλίες στρέφει την προσοχή σε ήσσονος σημασίας ζητήματα, έτσι ώστε η κύρια στρατηγική να μην υπόκειται σε δημόσιο ή κοινοβουλευτικό έλεγχο. Οι μεγάλες και υπερεθνικές στρατηγικές, έχουν επίσης το πλεονέκτημα να μην περιορίζουν τη συζήτηση μόνο σε επιμέρους αλλά και σε συγκεκριμένα τοπικά ζητήματα στο εσωτερικό κάθε χώρας. Έτσι το βασικό στρατηγικό σχέδιο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, διότι δεν φανερώνεται, δεν υπόκειται σε συζήτηση και υπερβαίνει τα όρια των εθνικών αρμοδιοτήτων. Έτσι παραμένει απόλυτα έξω από κάθε δημοκρατικό έλεγχο.



Ένα από αυτά τα μεγάλα στρατηγικά σχέδια που εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια αφορά στο μετασχηματισμό του κοινωνικού κράτους και της αγοράς εργασίας στην Ευρώπη. Η αλλαγή πορείας κηρύχθηκε είκοσι χρόνια πριν από τον ΟΟΣΑ: το πέρασμα από την κρατική παρέμβαση για την προώθηση της πλήρους «απασχόλησης» στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές για την προώθηση της πλήρους «απασχολησιμότητας». Αριστερά και δεξιά σε όλες τις χώρες, χωρίς διάκριση, στην Ιταλία και στην Ευρώπη, κόπτονται για να εφαρμόσουν τη νέα λογική. Όπως όλες οι μεγάλες στρατηγικές, έτσι κι αυτή αποτελείται από μια ακολουθία ειδικών μέτρων και έχει ένα συγκεκριμένο μοντέλο αναφοράς.

Το πρώτο σημείο αφορά στη συγκράτηση των μισθών. Είναι σημαντικό το επίπεδο των μισθών να είναι χαμηλό για να παραμένει ανταγωνιστικό το παραγωγικό σύστημα. Η ανάγκη να είμαστε ανταγωνιστικοί και να σφίξουμε τα ζωνάρια σε περιόδους κρίσης είναι οι τυπικές δικαιολογίες για να γίνει αποδεκτή αυτή η συγκράτηση. Όπως όλοι γνωρίζουμε η ανάγκη αυτή γίνεται πιο επιτακτική όταν δεν είναι διαθέσιμος ο μηχανισμός της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Με άλλα λόγια, η σταθερή ισοτιμία επιβάλει την ευελιξία στους μισθούς. Με το ευρώ αποφασίσαμε να αντικαταστήσουμε την συναλλαγματική ισοτιμία, τον μηχανισμό ρύθμισης των εξωτερικών ανισορροπιών, με τις απολύσεις και τις μειώσεις των μισθών. Η μείωση των μισθών στο δημόσιο τομέα μπορεί να γίνει με διάταγμα (σε πραγματικούς όρους για τη μείωση των μισθών αρκεί και μόνο το πάγωμα σε ονομαστικούς όρους, όπως συχνά συμβαίνει), στον ιδιωτικό τομέα χρησιμοποιείται η αποκέντρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε επίπεδο επιχείρησης. Με αυτόν τον τρόπο η διαπραγματευτική δύναμη των μεμονωμένων εργαζομένων μειώνεται δραστικά. Η μείωση των μισθών, σε γενικές γραμμές, διευκολύνεται από την αυξημένη πιθανότητα απόλυσης και την αύξηση του ανταγωνισμού για μια θέση εργασίας.

Μετά ακριβώς έρχεται το γνωστό θέμα της ευελιξίας, την ευελιξία στην έξοδο εννοείται, όπως ονομάζεται στην τεχνική γλώσσα η δυνατότητα εύκολης απόλυσης. Πρόκειται για τη δραστική μειώσει του συστήματος νομικής προστασίας που καθιστά δύσκολη την απόλυση ενός εργαζομένου. Πώς είναι δυνατό να γίνεται αποδεκτό κάτι τέτοιο; Στην αρχή πλήττεται μια κατηγορία, και μετά ξεσπά ο κλασικός πόλεμος μεταξύ φτωχών: δημόσιος τομέας έναντι του ιδιωτικού, οι νέοι κατά των ηλικιωμένων, οι γυναίκες έναντι των ανδρών, βοράς από νότου, ανατολής ή δύσης, ανάλογα με τη χώρα. Η αιτιολογία που συνοδεύει το μέτρο αυτό κάνει συνήθως αναφορά σε ζητήματα δικαιοσύνης, νεωτερικότητας, και μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας σε περιόδους κρίσης.

Στην Ιταλία χρειάστηκε χρόνος, αλλά στο τέλος, μετά από πολλές προσπάθειες το άρθρο 18 καταρρίφθηκε. Ο νόμος Jobs Act έχει ουσιαστικά - αν και όχι επίσημα – εξαφάνισε την έννοια της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, δεδομένου ότι αυτό το είδος της σύμβασης έχει χάσει όλες τις προστασίες που ουσιαστικά τον καθιστούσαν τέτοιο. Τιμωρώντας έτσι αυστηρά μέρος των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, μετά ήταν εύκολο να πειστούν ότι η ευθύνη βαρύνει τους άλλους, εκείνους του δημοσίου τομέας που χαίρουν περισσότερης προστασίας. Έτσι λοιπόν κι αυτοί με τη σειρά τους φωνάζουν για να αρθούν τα «προνόμια» του δημόσιου τομέα. Με αυτόν τον τρόπο σιγά, σιγά εδραιώνεται η ευελιξία στην έξοδο για όλους. Για παράδειγμα, στη χώρα μοντέλο για τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, την Ισπανία, τώρα πια το 28% των νέων συμβάσεων έχουν διάρκεια μικρότερη των 7 ημερών: πρόσληψη, τη Δευτέρα το πρωί, την απόλυση, την Παρασκευή το βράδυ, και ξανά από την αρχή την επόμενη Δευτέρα .

Ο τρίτος ακρογωνιαίος λίθος είναι η κινητικότητα του εργατικού δυναμικού. Αμέσως μετά την απόλυση, οι άνεργοι- οι εν δυνάμει εργαζόμενοι είναι ακόμα χρήσιμοι αλλού, γι 'αυτό είναι ωφέλιμο να διευκολυνθεί η μετάβαση τους σε περιοχές όπου υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη. Για να συμβεί αυτό πρέπει να υπάρχει ένας τέλειος συντονισμός των δημοσίων υπηρεσιών για την απασχόληση, δεν είναι τυχαίο ότι αποτελεί μια από τις προτεραιότητες σε όλες σχεδόν τις χώρες. Οι δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης, από κέντρα της σύνδεσης της προσφοράς και της ζήτησης σε τοπικό επίπεδο, θα πρέπει να γίνουν οι κόμβοι ενός μεγάλου ευρωπαϊκό δικτύου που θα επιτρέπει την ταχεία αναδιάταξη της εργασίας από χώρα σε χώρα εκεί όπου υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη. Και εδώ η αιτιολογία είναι απλή: περισσότερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και περισσότερες ευκαιρίες εργασίας για όσους δεν την έχουν πια.

Το τέταρτο σημείο, επίσης πολύ σημαντικό, είναι η διατήρηση ή η δημιουργία δεξιοτήτων ικανών να κάνουν «απασχολήσιμους» τους ανέργους - εν δυνάμει εργαζομένους. Κανείς δεν θέλει έναν υπάλληλο ο οποίος μετά από χρόνια αδράνειας δεν είναι πλέον σε θέση να χρησιμοποιήσει τα νέα μηχανήματα ή συστήματα, επειδή δεν είναι ενημερωμένος τεχνολογικά. Θα πρέπει να τους εκπαιδεύσει, προφανώς χωρίς να τους χρηματοδοτεί την εξέλιξη των σπουδών, κάτι που θα μπορούσε να τους επιτρέψει ένα ποιοτικό άλμα στην αγορά εργασίας, αλλά, αντίθετα, προσπαθεί να ενημερώσει τις τεχνικές και επαγγελματικές δεξιότητες που τους καθιστούν έτοιμους για χρήση: να γνωρίζουν πώς να χρησιμοποιήσουν πιο σύγχρονες τεχνολογίες και μηχανήματα προσφάτως εισαχθέντα στην εταιρεία. Εννοείται, αυτό το είδος των δράσεων παρουσιάζονται ως μέτρα υπέρ των ανέργων για την ανάπτυξη χρήσιμων δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας. Με αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται ότι το σύνολο του ενεργού πληθυσμού θα εκπαιδεύονται ακόμη και σε περιόδους ανεργίας και θα είναι πάντα διαθέσιμο για τις ανάγκες της παραγωγής.

Το οικοδόμημα αυτό, ωστόσο, δεν μπορεί να σταθεί όταν οι άνθρωποι παραμένουν άνεργοι για μεγάλο χρονικό διάστημα, ή αν οι συμβάσεις είναι τόσο σύντομες και οι περίοδοι εργασίας δεν είναι ικανές να διασφαλίσουν ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης. Εδώ κάπου μπαίνει στη θέση του το βασικό κομμάτι του παζλ: το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Θα πρέπει να είναι πραγματικά «ελάχιστο», υπό την έννοια της μη δημιουργίας αντικινήτρου για την αποδοχή οποιαδήποτε θέσης, ακόμα και της λιγότερο ελκυστικής. Θα πρέπει πάντα να «τελεί υπό την αίρεση», ότι δηλαδή θα ανακαλείται, αμέσως, σε περίπτωση απόρριψης της προσφοράς ή έλλειψης παρακολούθησης προγράμματος επαγγελματικής ενημέρωσης. Και τότε ο άνεργος πρέπει να είναι πάντα διαθέσιμος στο γραφείο εύρεσης εργασίας, ποινή η στέρηση του δικαιώματος στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.

Δεν χρειάζονται μεγάλες ικανότητες για να «πουλήσεις» το ελάχιστο εισόδημα ως μια σημαντική κοινωνική κατάκτηση. Ωστόσο, αυτό που πραγματικά το χαρακτηρίζει ως εργαλείο ενός πλαισίου πολύ πιο αντιδραστικού, είναι το σύνολο των προϋποθέσεων που συνδέονται με αυτό. Θα ήταν τελείως διαφορετικό πράγμα να αμείβεται η εργασία δίκαια, σύμφωνα με την παραγωγικότητά της και να εξασφαλίζει έναν αξιοπρεπή κατώτατο μισθό σε όλους. Όπως θα ήταν εντελώς διαφορετικό να δημιουργηθεί ένα δημόσιο σύστημα «απασχόληση έσχατης ανάγκης»(1). Όλο αυτό θα έδινε στον εργαζόμενο αυτονομία, αξιοπρέπεια και διαπραγματευτική ισχύ που θα καθιστά λιγότερο ευάλωτο σε εκβιασμούς. Η διαφορά μεταξύ κατώτατου μισθού και κατώτατου μισθού δεν είναι απλά ένα σημασιολογικό ζήτημα, αντιθέτως πρόκειται για τη διαφορά μεταξύ αξιοπρέπειας και εξάρτησης, μεταξύ ελευθερίας και σκλαβιάς.

Το επιστέγασμα σε αυτό το νέο μοντέλο κοινωνικού κράτους αποτελείται από την ατέρμονη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, επανέρχεται συχνά πυκνά στο προσκήνιο. Ο λόγος της επανεμφάνισή του είναι η βούληση για μια σταδιακή μετάβαση σε μια ιδιωτικοποίηση του συνταξιοδοτικού συστήματος, μειώνοντας ολοένα και περισσότερο το δημόσιο χαρακτήρα του ωσότου ο πολίτης να μην έχει άλλη επιλογή. Στο νέο μοντέλο του κοινωνικού κράτους το κόστος της στήριξης του εργαζομένου αξίζει όσο αυτός είναι σε παραγωγική ηλικία και μπορεί να είναι χρήσιμος, από εκεί και μετά αποτελεί βαρίδιο. Για το λόγο αυτό προτιμάται η μείωση των συνταξιοδοτικών αυξάνοντας ταυτόχρονα τις δαπάνες στην επαγγελματική κατάρτιση και την στήριξη των ανέργων. Όποιος έχει τη δυνατότητα θα συσσωρεύει για να μπορεί να συντηρείται και μετά - όποιος δεν θα τα καταφέρνει, όταν σταματήσει να εργάζεται θα μεταναστεύει εκεί όπου η ζωή είναι φθηνότερη ή θα καταλήξει στη φτώχεια. Έτσι μειώνεται το κόστος στον δημόσιο τομέα, που αποτελεί πια απαίτηση και από εκείνους που θα είχαν συμφέρον να μην συμβεί.

Αυτές είναι οι επιμέρους πρωτοβουλίες, τις οποίες παίρνοντάς τες ξεχωριστά μπορεί να είναι αποδεκτές και δικαιολογημένες από την κοινή γνώμη, σαν μια εξέλιξη προς μια πιο δίκαιη και αποτελεσματική κοινωνία. Βάζοντάς τες όλες μαζί, και δίνοντας στη συνέχεια προσοχή στη λεπτομέρεια με την οποία εφαρμόζονται τα μέτρα αυτά μπορούμε να διακρίνουμε πόσο χρήσιμες είναι για το σχηματισμό ενός εντελώς διαφορετικού πλαισίου. Το σύνολο του πληθυσμού ικανού για εργασία θα πρέπει πάντα να είναι στη διάθεση του συστήματος παραγωγής, για χρήση ή αποκλεισμό ανάλογα τις ανάγκες, να εκπαιδεύεται σε δεξιότητες που απαιτούνται άμεσα από την παραγωγή και να διατηρείται σε επίπεδα διαβίωσης κατά τη διάρκεια των περιόδων όταν δεν είναι απασχολημένο, αλλά να είναι ευάλωτο στον εκβιασμό και να υπόκειται στον ανταγωνισμό για μια θέση εργασίας, με μικρή διαπραγματευτική δύναμη στη στιγμή της πρόσληψης. Το μοντέλο αναφοράς είναι το Γερμανικό, το οποίο ολοκληρώθηκε πριν από μια δεκαετία από τις μεταρρυθμίσεις Hartz, από το όνομά του πρώην μάνατζερ της Volkswagen, Peter Hartz, σύμβουλος στην κυβέρνηση Schröder.

Δεν είναι δυνατή η κατανόηση αυτού που συμβαίνει στην Ευρώπη, χωρίς να γνωρίζουμε τις μεταρρυθμίσεις Hartz και ειδικότερα το πακέτο Hartz IV. Επίσης δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τις μεταρρυθμίσεις Hartz χωρίς να γνωρίζουμε τις βασικές αρχές της γερμανο-κανονιστικό-νεοφιλεύθερης σκέψης(2). Διαφέρει από το λεγόμενο αγγλοσαξονικό νεοφιλελευθερισμό, πολύ πιο ακραία μορφή, γιατί θεωρεί ρητή υποχρέωση του κράτους να εξασφαλίσει το πολιτικό πλαίσιο για την ανεμπόδιστη επικράτηση του κεφαλαίου επί της εργασίας. Πρακτικά ο γερμανο-κανονιστικό-νεοφιλευθερισμός είναι ένας νοθευμένος νεοφιλελευθερισμός, όπου η ένταση μεταξύ των δύο συντελεστών της παραγωγής είναι ακόμη πιο ανισόρροπη, επειδή το κράτος παρεμβαίνει ρητά προς όφελος του κεφαλαίου και σε βάρος της εργασίας.

Η λεγόμενη κοινωνική οικονομία της αγοράς της γερμανικής προέλευσης είναι το οικονομικό μοντέλο που εφαρμόζουμε στην Ευρώπη, κυρίως στην ευρωζώνη, όπου το περιθώριο ελιγμών των εθνικών κυβερνήσεων είναι πολύ πιο περιορισμένο. Το συνολικό στρατηγικό πλαίσιο που βγαίνει είναι η μεταφορά του γερμανικού κοινωνικού μοντέλου στην υπόλοιπη Ευρώπη, δηλαδή τη δημιουργία με επιστημονικές μεθόδους ενός βιομηχανικού εφεδρικού στρατού σε ευρωπαϊκή κλίμακα.

Agenor (Αγήνορας)

(1) Employment of the Last Resort

(2)ΜετάφρασητουΟrdoliberismo.

Πηγή: http://www.asimmetrie.org/opinions/lesercito-europeo-di-riserva/

Μετάφραση Μουρατίδης Γιώργος



Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 14/06/2013 - 23:54