Ανακοίνωση της Επαναστατικής Κυβέρνησης της Κούβας για τις εξαγγελίες Τραμπ της 16ης Ιουνίου 2017

Στις 16 Ιουνίου του 2017, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, σε μια ομιλία φορτωμένη με εχθρική ρητορική, που θύμισε τις εποχές της ανοιχτής αντιπαράθεσης με τη χώρα μας, και η οποία εκφωνήθηκε σε ένα θέατρο του Μαϊάμι, εξήγγειλε την πολιτική της χώρας του προς την Κούβα που αντιστρέφει προόδους που επιτεύχθηκαν μέσα στα δύο τελευταία χρόνια, κατόπιν της απόφασης της 17ης Δεκεμβρίου 2014 των προέδρων Ραούλ Κάστρο Ρους και Μπαράκ Ομπάμα να αποκαταστήσουν στις διπλωματικές σχέσεις και να ξεκινήσουν μια διαδικασία προς την ομαλοποίηση των διμερών σχέσεων.

Με κάτι που συνιστά ένα πισωγύρισμα στις σχέσεις των δύο χωρών, ο Τραμπ εκφώνησε ένα λόγο και υπέγραψε στην ίδια εκδήλωση μια πολιτική ντιρεκτίβα με το όνομα «Προεδρικό Μνημόνιο Εθνικής Ασφάλειας σχετικά με την Ενίσχυση της Πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών προς την Κούβα», η οποία (ντιρεκτίβα) περιλαμβάνει την κατάργηση των εκπαιδευτικών ανταλλαγών «από λαό σε λαό» σε ατομικό επίπεδο και έναν μεγαλύτερο έλεγχο των ταξιδιωτών από τις ΗΠΑ στην Κούβα, καθώς και την απαγόρευση των οικονομικών, εμπορικών και χρηματοπιστωτικών συναλλαγών αμερικανικών εταιριών με κουβανικές επιχειρήσεις σχετιζόμενες με τις Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις και τις υπηρεσίες αντικατασκοπίας και ασφάλειας, όλα αυτά με τον σκοπό να μας στερήσουν έσοδα. Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών δικαιολόγησε αυτή την πολιτική με υποτιθέμενες ανησυχίες σχετικά με την κατάσταση των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην Κούβα και την ανάγκη να εφαρμόσει αυστηρά τους νόμους του αποκλεισμού (εμπάργκο), περιορίζοντας την άρση του, καθώς και οποιαδήποτε βελτίωση στις διμερείς σχέσεις, με σκοπό η χώρα μας να πραγματοποιήσει εγγενείς αλλαγές στη συνταγματική τάξητης.

Ο Τραμπ ακύρωσε επίσης την Προεδρική Ντιρεκτίβα της Πολιτικής «Εξομάλυνσης των σχέσεων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κούβας», που εξέδωσε ο πρόεδρος Ομπάμα στις 14 Οκτώβρη 2016, η οποία αν και δεν έκρυβε τον παρεμβατικό χαρακτήρα της πολιτικής των ΗΠΑ, ούτε το σκοπό να προωθήσει τα συμφέροντα τους στην οικονομική, πολιτική και κοινωνική τάξη της χώρας μας, είχε αναγνωρίσει την ανεξαρτησία, την εθνική κυριαρχία και την αυτοδιάθεση της Κούβας και της κουβανικής κυβέρνησης ως νόμιμο και ισότιμο συνομιλητή, καθώς και τα οφέλη που θα επέφερε και στις δύο χώρες μια σχέση πολιτισμένης συμβίωσης παρά τις μεγάλες διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στις δύο κυβερνήσεις. Παραδεχόταν επίσης ότι ο αποκλεισμός ήταν μια παρωχημένη πολιτική και ότι έπρεπε να καταργηθεί.

Για άλλη μια φορά η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών καταφεύγει σε εξαναγκαστικές μεθόδους από το παρελθόν, υιοθετώντας μέτρα επιδείνωσης του αποκλεισμού, σε ισχύ από τον Φεβρουάριο του 1962, που δεν προξενεί μόνο ζημιές και στερήσεις στον κουβανικό λαό και συνιστά έναν αναντίρρητο εμπόδιο ανάπτυξης της οικονομίας μας, αλλά επηρεάζει επίσης την κυριαρχία και τα συμφέροντα άλλων χωρών, προκαλώντας τη διεθνή καταδίκη.

Τα μέτρα που αναγγέλθηκαν θέτουν επιπρόσθετα εμπόδια στις πολύ περιορισμένες ευκαιρίες που ο επιχειρηματικός τομέας των Ηνωμένων Πολιτειών είχε για να εμπορευτεί και να επενδύσει στην Κούβα.

Ταυτόχρονα, περιορίζουν ακόμα περισσότερο το δικαίωμα των πολιτών των Ηνωμένων Πολιτειών να επισκεφτούν την χώρα μας, περιορισμένο ήδη από την υποχρέωση να χρησιμοποιούν άδειες που κάνουν διακρίσεις, σε στιγμές που το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών, αντανακλώντας το αίσθημα ευρέων τμημάτων αυτής της κοινωνίας, ζητεί όχι μόνο να μπει τέλος στην ταξιδιωτική απαγόρευση, αλλά επίσης να καταργηθούν οι εμπορικοί περιορισμοί με την Κούβα.

Οι εξαγγελίες του προέδρου Τραμπ βρίσκονται σε αντίφαση με την πλειοψηφική υποστήριξη της κοινής γνώμης των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανόμενης και της κουβανικής μεταναστευτικής κοινότητας, για την ολοκληρωτική άρση του αποκλεισμού και για ομαλές σχέσεις ανάμεσα σε Κούβα και Ηνωμένες Πολιτείες.

Από την πλευρά του, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, άλλη μια φορά άσχημα συμβουλευμένος, παίρνει αποφάσεις που ευνοούν πολιτικά συμφέροντα μια ακραίας μειοψηφίας κουβανικής καταγωγής της πολιτείας της Φλόριντα, η οποία από ευτελή κίνητρα δεν παραιτείται της πρόθεσής της να τιμωρήσει την Κούβα και το λαό της, επειδή ασκεί το νόμιμο και κυριαρχικό δικαίωμά του να είναι ελεύθερος και να έχει πάρει στα χέρια του το ίδιο το μέλλον του.

Αργότερα θα κάνουμε μια πιο βαθιά ανάλυση της απήχησης και των επιπτώσεων αυτής της ανακοίνωσης.

Η κυβέρνηση της Κούβας καταδικάζει τα νέα μέτρα ενίσχυσης του αποκλεισμού, που είναι προορισμένα να αποτύχουν όπως έχει αποδειχτεί επανειλημμένα στο παρελθόν, και δε θα πετύχουν το στόχο τους να εξασθενίσουν την Επανάσταση ούτε να λυγίσουν τον κουβανικό λαό, του οποίου η αντίσταση στις επιθέσεις οποιουδήποτε τύπου και προέλευσης έχει αποδειχτεί κατά τη διάρκεια έξι σχεδόν δεκαετιών.

Η κυβέρνηση της Κούβας καταδικάζει την χειραγώγηση με πολιτικούς σκοπούς και τα διπλά κριτήρια στη μεταχείριση του ζητήματος των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ο κουβανικός λαός απολαμβάνει θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες, και επιδεικνύει επιτεύγματα για τα οποία νιώθει υπερήφανος και αποτελούν χίμαιρα για πολλές χώρες του κόσμου, ακόμα και για τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως το δικαίωμα στην υγεία, στην εκπαίδευση, στην κοινωνική ασφάλεια, στον ίδιο μισθό για ίδια εργασία, τα δικαιώματα των παιδιών, και το δικαίωμα στην διατροφή, την ειρήνη και την ανάπτυξη. Με τους ταπεινούς πόρους της, η Κούβα έχει συνεισφέρει επίσης στη βελτίωση των ανθρώπινων δικαιωμάτων σε πολλά μέρη του κόσμου, παρ’ όλους τους περιορισμούς που της επιβάλει η κατάσταση της αποκλεισμένης χώρας.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι σε θέση να μας δίνουν μαθήματα. Έχουμε σοβαρές ανησυχίες για το σεβασμό και τις εγγυήσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων σ’ αυτή τη χώρα, όπου υπάρχουν πολυάριθμες περιπτώσεις δολοφονιών, αστυνομικής βίας και κατάχρησης, ιδιαίτερα κατά του αφροαμερικανικού πληθυσμού· παραβιάζεται το δικαίωμα για ζωή σαν αποτέλεσμα των θανάτων από πυροβόλα όπλα· γίνεται εκμετάλλευση παιδικής εργασίας και υπάρχουν σοβαρές εκδηλώσεις φυλετικών διακρίσεων· απειλούνται να επιβληθούν περισσότεροι περιορισμοί στις υπηρεσίες υγείας, που θα αφήσουν 23 εκατομμύρια ανθρώπους χωρίς ιατρική ασφάλιση· υπάρχει μισθολογική ανισότητα ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες· περιθωριοποιούνται μετανάστες και πρόσφυγες, ιδιαίτερα οι προερχόμενοι από ισλαμικές χώρες· υπάρχει πρόθεση να υψωθούν τείχη που προσβάλουν γείτονες· και εγκαταλείπονται οι διεθνείς δεσμεύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Επιπλέον, είναι λόγος ανησυχίας οι παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων που προκαλούν οι Ηνωμένες Πολιτείες σε άλλες χώρες, όπως οι αυθαίρετες φυλακίσεις δεκάδων κρατουμένων στο παράνομα κατεχόμενο έδαφος από τη Ναυτική Βάση του Γκουαντάναμο στην Κούβα, όπου μεταξύ άλλων γίνονται βασανιστήρια· οι εξωδικαστικές εκτελέσεις, οι θάνατοι πολιτών που έχουν προκληθεί από βόμβες και χρήσηdrones·και οι πόλεμοι που έχουν ξεσπάσει εναντίον διαφόρων χωρών όπως το Ιράκ, στηριγμένοι σε ψέματα περί κατοχής όπλων μαζικής καταστροφής, με ολέθριες συνέπειες για την ειρήνη, την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής.

Θυμίζουμε ότι η Κούβα είναι κράτος μέλος σε 44 διεθνείς συμφωνίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες μόνο σε 18, γι’ αυτό και έχουμε πολλά να δείξουμε, να υποστηρίξουμε, να υπερασπίσουμε.

Επιβεβαιώνοντας την απόφαση της αποκατάστασης των διπλωματικών σχέσεων, η Κούβα και οι Ηνωμένες Πολιτείες επικύρωσαν την πρόθεση να αναπτύξουν δεσμούς σεβασμού και συνεργασίας ανάμεσα στους δύο λαούς και τις δύο κυβερνήσεις, βασισμένους στις αρχές και τους σκοπούς που καταγράφηκαν στην Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών. Στη διακήρυξή της, που εκδόθηκε την 1ηΙούλη του 2015, η Επαναστατική Κυβέρνηση της Κούβας επανέλαβε ότι «αυτές οι σχέσεις πρέπει να θεμελιωθούν στον απόλυτο σεβασμό στην ανεξαρτησία και κυριαρχία μας· το αναφαίρετο δικαίωμα κάθε κράτους να επιλέξει το πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό του σύστημα, χωρίς παρέμβαση οποιασδήποτε μορφής· και η κυρίαρχη ισότητα και η αμοιβαιότητα, που αποτελούν απαράβατες αρχές του Διεθνούς Δικαίου», όπως ενέκρινε η Διακήρυξη της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής ως Ζώνης Ειρήνης, υπογραμμένη από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων της Κοινότητας Κρατών Λατινικής Αμερικής και Καραϊβικής(CELAC),στη 2ηΣυνοδό της, στην Αβάνα. Η Κούβα δεν έχει παραιτηθεί από αυτές τις αρχές ούτε θα παραιτηθεί ποτέ.

Η κυβέρνηση της Κούβας επαναλαμβάνει την πρόθεσή της να συνεχίσει τον διάλογο με σεβασμό και τη συνεργασία σε ζητήματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος, καθώς και την διαπραγμάτευση εκκρεμών διμερών ζητημάτων με την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών. Μέσα στα δύο τελευταία χρόνια έχει φανεί ότι οι δύο χώρες, όπως έχει εκφράσει κατ’ επανάληψη ο Πρόεδρος των Συμβουλίων του Κράτους και των Υπουργών, ο Αρχηγός του Στρατού Ραούλ Κάστρο Ρους, μπορούν να συνεργαστούν και να συμβιώσουν πολιτισμένα, σεβόμενες τις διαφορές και προωθώντας όλα όσα ωφελούν και τα δύο έθνη και λαούς, αλλά δεν πρέπει να αναμένουν ότι γι’ αυτό η Κούβα θα πραγματοποιήσει εγγενείς παραχωρήσεις στην κυριαρχία και την ανεξαρτησία της, ούτε θα δεχτεί περιορισμούς οποιασδήποτε φύσης.

Οποιαδήποτε στρατηγική με σκοπό να αλλάξει το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό σύστημα στην Κούβα, είτε προσπαθήσει να το πετύχει μέσω πιέσεων και επιβολών, είτε χρησιμοποιώντας πιο διακριτικές μεθόδους, θα είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

Οι αλλαγές που είναι απαραίτητες στην Κούβα, όπως αυτές που πραγματοποιήθηκαν από το 1959 και αυτές που υλοποιούμε τώρα ως τμήμα της διαδικασίας επικαιροποίησης του οικονομικού και κοινωνικού μας μοντέλου, θα τις συνεχίσει αποφασίζοντας κυρίαρχα ο κουβανικός λαός.

Όπως έχουμε κάνει από τον θρίαμβο της 1ηςΓενάρη του 1959, θα αναλάβουμε κάθε ρίσκο και θα συνεχίσουμε σταθεροί και σίγουροι στην οικοδόμηση ενός έθνους κυρίαρχου, ανεξάρτητου, σοσιαλιστικού, δημοκρατικού, ευημερόντος και βιώσιμου.

Αβάνα, 16 Ιούνη 2017



Declaración del Gobierno Revolucionario de Cuba
16/06/2017


El 16 de junio de 2017, el presidente de los Estados Unidos, Donald Trump, en un discurso cargado de una retórica hostil, que rememoró los tiempos de la confrontación abierta con nuestro país, pronunciado en un teatro de Miami, anunció la política de su gobierno hacia Cuba que revierte avances alcanzados en los dos últimos años, después que el 17 de diciembre de 2014 los presidentes Raúl Castro Ruz y Barack Obama dieran a conocer la decisión de restablecer las relaciones diplomáticas e iniciar un proceso hacia la normalización de los vínculos bilaterales.

En lo que constituye un retroceso en las relaciones entre los dos países, Trump pronunció un discurso y firmó en el propio acto una directiva de política denominada “Memorando Presidencial de Seguridad Nacional sobre el Fortalecimiento de la Política de los Estados Unidos hacia Cuba” disponiendo la eliminación de los intercambios educacionales “pueblo a pueblo” a título individual y una mayor fiscalización de los viajeros estadounidenses a Cuba, así como la prohibición de las transacciones económicas, comerciales y financieras de compañías norteamericanas con empresas cubanas vinculadas con las Fuerzas Armadas Revolucionarias y los servicios de inteligencia y seguridad, todo ello con el pretendido objetivo de privarnos de ingresos. El mandatario estadounidense justificó esta política con supuestas preocupaciones sobre la situación de los derechos humanos en Cuba y la necesidad de aplicar rigurosamente las leyes del bloqueo, condicionando su levantamiento, así como cualquier mejoría en las relaciones bilaterales, a que nuestro país realice cambios inherentes a su ordenamiento constitucional.

Trump derogó asimismo la Directiva Presidencial de Política “Normalización de las relaciones entre los Estados Unidos y Cuba”, emitida por el presidente Obama el 14 de octubre de 2016, la cual aunque no ocultaba el carácter injerencista de la política estadounidense, ni el objetivo de hacer avanzar sus intereses en la consecución de cambios en el orden económico, político y social de nuestro país, había reconocido la independencia, la soberanía y la autodeterminación de Cuba y al gobierno cubano como un interlocutor legítimo e igual, así como los beneficios que reportaría a ambos países y pueblos una relación de convivencia civilizada dentro de las grandes diferencias que existen entre los dos gobiernos. También admitía que el bloqueo era una política obsoleta y que debía ser eliminado.

Nuevamente el Gobierno de los Estados Unidos recurre a métodos coercitivos del pasado, al adoptar medidas de recrudecimiento del bloqueo, en vigor desde febrero de 1962, que no solo provoca daños y privaciones al pueblo cubano y constituye un innegable obstáculo al desarrollo de nuestra economía, sino que afecta también la soberanía y los intereses de otros países, concitando el rechazo internacional.

Las medidas anunciadas imponen trabas adicionales a las muy restringidas oportunidades que el sector empresarial estadounidense tenía para comerciar e invertir en Cuba.

A su vez, restringen aún más el derecho de los ciudadanos estadounidenses de visitar nuestro país, ya limitado por la obligación de usar licencias discriminatorias, en momentos en que el Congreso de los Estados Unidos, como reflejo del sentir de amplios sectores de esa sociedad, reclama no solo que se ponga fin a la prohibición de viajar, sino también que se eliminen las restricciones al comercio con Cuba.

Los anuncios del presidente Trump contradicen el apoyo mayoritario de la opinión pública estadounidense, incluyendo el de la emigración cubana en ese país, al levantamiento total del bloqueo y a las relaciones normales entre Cuba y los Estados Unidos.

En su lugar, el Presidente estadounidense, otra vez mal asesorado, toma decisiones que favorecen los intereses políticos de una minoría extremista de origen cubano del estado de Florida, que por motivaciones mezquinas no desiste de su pretensión de castigar a Cuba y a su pueblo, por ejercer el derecho legítimo y soberano de ser libre y haber tomado las riendas de su propio destino.

Posteriormente haremos un análisis más profundo del alcance y las implicaciones de este anuncio.

El Gobierno de Cuba denuncia las nuevas medidas de endurecimiento del bloqueo, que están destinadas a fracasar como se ha demostrado repetidamente en el pasado, y que no lograrán su propósito de debilitar a la Revolución ni doblegar al pueblo cubano, cuya resistencia a las agresiones de cualquier tipo y origen ha sido probada a lo largo de casi seis décadas.

El Gobierno de Cuba rechaza la manipulación con fines políticos y el doble rasero en el tratamiento del tema de los derechos humanos. El pueblo cubano disfruta de derechos y libertades fundamentales, y exhibe logros de los que se siente orgulloso y que son una quimera para muchos países del mundo, incluyendo a los propios Estados Unidos, como el derecho a la salud, la educación, la seguridad social, el salario igual por trabajo igual, los derechos de los niños, y el derecho a la alimentación, la paz y al desarrollo. Con sus modestos recursos, Cuba ha contribuido también a la mejoría de los derechos humanos en muchos lugares del mundo, a pesar de las limitaciones que le impone su condición de país bloqueado.

Los Estados Unidos no están en condiciones de darnos lecciones. Tenemos serias preocupaciones por el respeto y las garantías de los derechos humanos en ese país, donde hay numerosos casos de asesinatos, brutalidad y abusos policiales, en particular contra la población afroamericana; se viola el derecho a la vida como resultado de las muertes por armas de fuego; se explota el trabajo infantil y existen graves manifestaciones de discriminación racial; se amenaza con imponer más restricciones a los servicios de salud, que dejarían a 23 millones de personas sin seguro médico; existe la desigualdad salarial entre hombres y mujeres; se margina a emigrantes y refugiados, en particular los procedentes de países islámicos; se pretende levantar muros que denigran a vecinos; y se abandonan los compromisos internacionales para preservar el medio ambiente y enfrentar el cambio climático.

Asimismo, son motivo de preocupación las violaciones de los derechos humanos cometidas por los Estados Unidos en otros países, como las detenciones arbitrarias de decenas de presos en el territorio ilegalmente ocupado por la Base Naval de Guantánamo en Cuba, donde incluso se ha torturado; las ejecuciones extrajudiciales y las muertes de civiles causadas por bombas y el empleo de drones; y las guerras desatadas contra diversos países como Irak, sustentadas en mentiras sobre la posesión de armas de exterminio masivo, con consecuencias nefastas para la paz, la seguridad y la estabilidad de la región del Medio Oriente.

Recordamos que Cuba es Estado Parte de 44 instrumentos internacionales sobre los derechos humanos, mientras que los Estados Unidos lo es solo de 18, por lo que tenemos mucho que mostrar, opinar, y defender.

Al confirmar la decisión de restablecer las relaciones diplomáticas, Cuba y los Estados Unidos ratificaron la intención de desarrollar vínculos respetuosos y de cooperación entre ambos pueblos y gobiernos, basados en los principios y propósitos consagrados en la Carta de las Naciones Unidas. En su Declaración, emitida el 1 de julio de 2015, el Gobierno Revolucionario de Cuba reafirmó que “estas relaciones deberán cimentarse en el respeto absoluto a nuestra independencia y soberanía; el derecho inalienable de todo Estado a elegir el sistema político, económico, social y cultural, sin injerencia de ninguna forma; y la igualdad soberana y la reciprocidad, que constituyen principios irrenunciables del Derecho Internacional”, tal como refrendó la Proclama de América Latina y el Caribe como Zona de Paz, firmada por los Jefes de Estado y Gobierno de la Comunidad de Estados Latinoamericanos y Caribeños (CELAC), en su II Cumbre, en La Habana. Cuba no ha renunciado a estos principios ni renunciará jamás.

El Gobierno de Cuba reitera su voluntad de continuar el diálogo respetuoso y la cooperación en temas de interés mutuo, así como la negociación de los asuntos bilaterales pendientes con el Gobierno de los Estados Unidos. En los dos últimos años se ha demostrado que los dos países, como ha expresado reiteradamente el Presidente de los Consejos de Estado y de Ministros, General de Ejército Raúl Castro Ruz, pueden cooperar y convivir civilizadamente, respetando las diferencias y promoviendo todo aquello que beneficie a ambas naciones y pueblos, pero no debe esperarse que para ello Cuba realice concesiones inherentes a su soberanía e independencia, ni acepte condicionamientos de ninguna índole.

Cualquier estrategia dirigida a cambiar el sistema político, económico y social en Cuba, ya sea la que pretenda lograrlo a través de presiones e imposiciones, o empleando métodos más sutiles, estará condenada al fracaso.

Los cambios que sean necesarios en Cuba, como los realizados desde 1959 y los que estamos acometiendo ahora como parte del proceso de actualización de nuestro modelo económico y social, los seguirá decidiendo soberanamente el pueblo cubano.

Como hemos hecho desde el triunfo del 1ro. de enero de 1959, asumiremos cualquier riesgo y continuaremos firmes y seguros en la construcción de una nación soberana, independiente, socialista, democrática, próspera y sostenible.

La Habana, 16 de junio de 2017

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 14/06/2013 - 23:54