Παρουσίαση θέσεων από το Σχέδιο Β'

Παρουσιάσθηκαν την Τρίτη οι θέσεις του Ινστιτούτου Δημήτρης Μπάτσης σχετικά με τις οικονομοτεχνικές συντεταγμένες της εξόδου από την Ευρωζώνη.

Παρουσιάζοντας τον Θόδωρο Μαριόλη, αναπληρωτή καθηγητή οικονομικών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ο Αλέκος Αλαβάνος, ανάφερε:



"Είμαστε περήφανοι γιατί το Ινστιτούτο Δημήτρης Μπάτσης, στο οποίο συμμετέχει και το Σχέδιο Β, παρουσιάζει την πρώτη συγκροτημένη οικονομική, τεχνική, ποιοτική και ποσοτική της εξόδου από την Ευρωζώνη. Είναι πολύ σημαντικό όταν συγκρίνει κανείς με τα κυβερνητικά κόμματα, που το μόνο που κάνουν είναι να εφαρμόζουν το πρόγραμμα της τρόικα. Αλλά και με την αξιωματική αντιπολίτευση, που μας έχει συνηθίσει με μια προγραμματική κοτσάνα τη βδομάδα, γιατί οι στόχι της υποτάσσσονται σε ψηφοθηρικές σκοπιμότητες. Ευχαριστούμε ιδιαίτερα τον καθηγητή Μαριόλη και τους συνεργάτες τους για την επίπονη επιστημονική δουλειά τους. Το Σχέδιο Β στηρίζεται σε αυτή, παιρνοντας υπόψη βέβαια ότι στόχοι κοινωνικής πολιτικής μπορούν να τροποποιήσουν ορισμένα αμιγώς οικονομικά συμπεράσματα".

 

Ακολουθούν κεντρικά σημεία της εισήγησης του Θ. Μαρίολη - όλο το κείμενο επίσυνάπτεται.

"Εισαγωγή

Στα ακόλουθα συνοψίζονται εκτιμήσεις και προτάσεις του Ινστιτούτου Δημήτρης Μπάτσης (Ι.Δ.Μ.) για την ελληνική οικονομία. Καταρχάς, εντοπίζονται τα αδιέξοδα της έως σήμερα ασκούμενης, «μνημονιακής» πολιτικής. Εν συνεχεία, αναλύεται το κομβικό ζήτημα της ενεργού ζητήσεως και, κατά προέκταση, η έξοδος από την ευρωζώνη ως τακτική τόνωσης της ενεργού ζητήσεως και, γενικότερα, αντιστροφής πορείας. Τέλος, επιχειρείται προϋπολογισμός ορισμένων εκ των βασικών ζητημάτων, τα οποία τίθενται στην περίπτωση που επιλεγεί αυτή η τακτική.

Η Ασκούμενη Πολιτική

Η ύφεση της ελληνικής οικονομίας και η επακόλουθη εκτίναξη της ανεργίας είναι, με διεθνή μέτρα και σταθμά, πρωτοφανείς: Κατά την περίοδο 2008-2013 ο «απλοποιημένος δείκτης μιζέριας» του A. Okun (δηλαδή, το ευθύ άθροισμα των ποσοστών ανεργίας και πληθωρισμού) ανήλθε από το 10% στο 26%, ήτοι αυξήθηκε κατά 160%. Θα πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί ότι, κατά την άποψή μας, εντός του ευρωζωνικού «κλωβού υπότασης», στον οποίο βρίσκεται η ελληνική οικονομία, δεν υπάρχουν περιθώρια για την άσκηση ενός ουσιαστικά διαφοροποιημένου μείγματος πολιτικής.

          Οι υπολογισμοί μας δείχνουν ότι, για να αρχίσει να μειώνεται η ανεργία, απαιτούνται ετήσιοι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ της τάξης του 2-2.5%, ενώ για να συμπιεστεί η ανεργία στο 10%, εντός περιόδου 5 ετών, απαιτούνται ρυθμοί ανάπτυξης της τάξης του 5.4% και δημιουργία 181.000 θέσεων εργασίας ανά έτος. Τα δεδομένα του παρόντος κάθε άλλο παρά καθιστούν πιθανή μία τέτοια εξέλιξη.

           

Εσωτερική υποτίμηση

Ενώ ο ένας από τους δύο κεντρικούς άξονες αυτής της πολιτικής είναι η εσωτερική υποτίμηση (ο άλλος είναι η δημοσιονομική συστολή, στην οποία θα επανέλθουμε), η πορεία της ισοτιμίας του ευρώ καθορίζεται από την ΕΚΤ και τη διεθνή αγορά. H ελληνική κυβέρνηση δεν διαθέτει κανένα σχετικό εργαλείο ρύθμισης. Έτσι, σε κάθε ανατίμηση του ευρώ, η εσωτερική υποτίμηση εξανεμίζεται, και μαζί εξανεμίζεται η καταβληθείσα προσπάθεια.

Έξοδος από την Ευρωζώνη

Δεδομένων όλων αυτών, η έξοδος από την ευρωζώνη εμφανίζεται ως τακτική απεγκλωβισμού από τη φάση της - χωρίς προϋπολογισμένο κάτω φράγμα - υφεσιακής προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας. Σε αυτή την περίπτωση απαιτείται: Εισαγωγή νέου νομίσματος σε ισοτιμία 1:1 (για να αποφευχθεί το «κόστος τιμοκαταλόγου»), και, αφού ολοκληρωθεί η εισαγωγή, υποτίμηση. Επιβολή φραγμών στις διεθνείς κινήσεις χρηματικών κεφαλαίων, και ιδίως στις - λεγόμενες - κερδοσκοπικές. Ουσιαστική  ανάκτηση των εργαλείων νομισματικής, δημοσιονομικής, εμπορικής και εισοδηματικής πολιτικής. Αυτές οι διορθώσεις στρέφουν, από τη μία πλευρά, τη διεθνή ζήτηση προς τα ημεδαπά εμπορεύματα και αυξάνουν, από την άλλη πλευρά, την εσωτερική ζήτηση για αυτά τα εμπορεύματα. Έτσι, αυξάνεται η αποταμίευση και το σύστημα τίθεται σε τροχιά αυτόκεντρης και ανατροφοδοτούμενης μεγέθυνσης. Παραλλήλως, οι φραγμοί στις κινήσεις κεφαλαίων συμβάλλουν, πρώτον, στη διατήρηση της αξίας του νέου νομίσματος και, δεύτερον, στην εθνική ανεξαρτησία και στον αναπτυξιακό χαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής.

Υποτίμηση και πληθωρισμός

Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ι.Δ.Μ., οι οποίες βασίζονται σε ένα δυναμικό τιμιακό υπόδειγμα εισροών-εκροών, η ελαστικότητα του πληθωρισμού κόστους ως προς την ονομαστική υποτίμηση του νομίσματος είναι το πολύ 0.2. Αυτό συνεπάγεται ότι μία ονομαστική υποτίμηση εύρους 30%-50%, θα προκαλέσει πληθωρισμό το πολύ 6%-10%, για το πρώτο έτος (4%-6%, για το δεύτερο). Μία υποτίμηση αυτού του εύρους βελτιώνει τη μέση διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας κατά 23%-37%, και, άρα, αυξάνει σημαντικά τις εξαγωγές και μειώνει τις εισαγωγές. Ειδικότερα, με υποτίμηση 50%, η βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας ανέρχεται σε 43% στους τομείς της Γεωργίας-Δασοκομίας-Αλιείας, 38% στα Μεταλλεία-Λατομεία-Αργό Πετρέλαιο, 31% στη Βιομηχανία, και 40% στις Υπηρεσίες. Τέλος, το «αποτέλεσμα όγκου», αυτό καθαυτό, είναι: μείωση των εισαγωγών κατά 33% με 34% , και αύξηση των εξαγωγών κατά 22% με 26%.

          Σημειώνεται ότι όλες αυτές οι εκτιμήσεις έχουν πραγματοποιηθεί σε όρους του μάλλον δυσμενέστερου σεναρίου, όσον αφορά την εξέλιξη του πληθωρισμού, υπό την έννοια ότι προϋποθέτουν: (α) τιμαριθμική αναπροσαρμογή μισθών, (β) αμετάβλητους φορολογικούς συντελεστές επί της παραγωγής, (γ) αμετάβλητες τιμές εισαγωγών σε ξένο νόμισμα, και (δ) μη υποκατάσταση εισαγωγών.

Περί υπερπληθωρισμού και χρεών

Η άποψη ότι η εισαγωγή νέου νομίσματος θα προκαλέσει «υπερπληθωρισμό» είναι διαδεδομένη. Για να συμβεί αυτό πρέπει, ωστόσο, να πληρούνται οι ακόλουθοι όροι: (α) το σύστημα να βρίσκεται σε καθεστώς πλήρους απασχολήσεως και (β) να αυξάνεται συνεχώς η ενεργός ζήτηση ή/και (γ) να χειροτερεύουν συστηματικά οι συνθήκες της προσφοράς (π.χ. να αυξάνονται οι τιμές των πρώτων υλών). Σημαντικότερος είναι ο πρώτος. Όμως, η ελληνική οικονομία βρίσκεται αρκετά μακρυά από το καθεστώς πλήρους απασχολήσεως: Η επίσημη ανεργία είναι περί το 28% και εκτιμάται (από διεθνή ερευνητικά κέντρα) ότι η υποαπασχόληση του παραγωγικού δυναμικού είναι περί το 33%. Αυτό σημαίνει ότι, με τόνωση της ενεργού ζητήσεως, υπάρχουν περιθώρια για μία σημαντική αύξηση του ΑΕΠ, ακόμα και χωρίς τη διενέργεια νέων επενδύσεων. Έτσι, όταν «κοπεί χρήμα» για την τόνωση της ενεργού ζητήσεως και για τη χρηματοδότηση τμήματος των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, οι επιπτώσεις στον πληθωρισμό δεν αναμένεται να είναι ισχυρές. Ειδικότερα, δεδομένου ότι, σύμφωνα με εκτιμήσεις ορισμένων μελετητών, η ελαστικότητα της ζητήσεως χρήματος ως προς το εισόδημα είναι της τάξης του 0.6-0.7, και δεδομένου ότι, σύμφωνα με ό,τι προαναφέρθηκε,σε μία ονομαστική υποτίμηση κατά 50% αντιστοιχούν πληθωρισμός της τάξης του 10% και αύξηση του ΑΕΠ κατά 7%, έπεται ότι ως άνω όριο της αύξησης της ποσότητας χρήματος δύναται να θεωρείται το 14%-15% (ή αύξηση της νομισματικής βάσης περί τα 11 δισ. ευρώ).

Kλαδική Πολιτική

Όπως παρατηρείται, τα περισσότερα από τα εμπορεύματα, στα οποία απαιτείται αύξηση της εξωτερικής ζητήσεως αφορούν στον τομέα των Υπηρεσιών, και, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η εξωτερική υποτίμηση αυξάνει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα αυτού του τομέα περισσότερο από ό,τι τη μέση ανταγωνιστικότητα του συστήματος (40% έναντι 37%). Επίσης, τα εμπορεύματα στα οποία απαιτείται αύξηση της εσωτερικής ζητήσεως είναι, σε αισθητά μεγάλο βαθμό, αυτά που σχετίζονται με τον δημόσιο τομέα. Έπεται, λοιπόν, αντιστοίχως, ότι, πρώτον, η εξωτερική υποτίμηση θα υποβοηθήσει σημαντικά αυτήν την πολιτική τόνωσης της ζητήσεως, εν αντιθέσει με ό,τι διαπιστώνεται να ισχύει για την έως τώρα ασκούμενη πολιτική εσωτερικής υποτίμησης, και, δεύτερον, η ασκούμενη πολιτική γενικής (μη επιλεκτικής) δημοσιονομικής συστολής έχει ιδιαίτερα υφεσιακές επιπτώσεις. Από την άλλη πλευρά, είναι πολύ σημαντικό ότι η προτεινόμενη πολιτική διαχείρισης της ενεργού ζητήσεως δεν δύναται να βασιστεί παρά σε λίγα μόνον βιομηχανικά εμπορεύματα, ακριβώς επειδή ο τομέας της Βιομηχανίας στην Ελλάδα αποδεικνύεται ιδιαιτέρως εξαρτημένος από εισαγόμενες εισροές. Αυτό το γεγονός αντανακλάται τόσο στην - προαναφερθείσα - εκτιμώμενη σχετικά χαμηλή αύξηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς του (31%), συνεπεία εξωτερικής υποτίμησης, όσο και στο εκτιμώμενο ύψος του μέσου πολλαπλασιαστή του: Ενώ ο μέσος πολλαπλασιαστής (α) του όλου συστήματος είναι της τάξης του 1.03, (β) των κατεξοχήν εμπορευμάτων του δημοσίου τομέα είναι 1.55, και (γ) των εμπορευμάτων του τομέα των Υπηρεσιών είναι 1.22, ο μέσος πολλαπλασιαστής των εμπορευμάτων του τομέα της Βιομηχανίας είναι μόλις 0.74.Συνεπώς, η μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας πρέπει να κριθεί ως περιορισμένη και απαιτείται, λοιπόν, μεταβολή της διακλαδικής δομής της.

 Συμπερασματικές Παρατηρήσεις

Η έξοδος από την ευρωζώνη πρέπει να βασιστεί σε Μεσοχρόνιο (της τάξης των 2 ετών) και Μακροχρόνιο (της τάξης των 5 ετών) Πρόγραμμα. Το Μακροχρόνιο σκέλος του αφορά στο στρατηγικό στόχο της προαναφερθείσας δομικής μεταβολής. Στο Μεσοχρόνιο σκέλος αντιστοιχούν, καταρχήν, τα εξής:

    Παύση Πληρωμών-Αναδιαπραγμάτευση του χρέους.
    Συγκρότηση μηχανισμού έλεγχου της εξέλιξης των τιμών («Παρατηρητήριο Τιμών»), και πρωτίστως της διάχυσης του πληθωριστικού «κύματος» της υποτίμησης, σε συμφωνία με αυτήν που επιβάλλεται από τις τεχνικές συνθήκες παραγωγής και την ασκούμενη εισοδηματική πολιτική.
    Κλαδική πολιτική διαχείρισης της ενεργού ζητήσεως.
    Καταγραφή και έναρξη αξιοποίησης του ορυκτού πλούτου. Επτά δεκαετίες μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο ορυκτός πλούτος της χώρας παραμένει, σύμφωνα με δημοσιεύματα ειδικών, άγνωστος στις εθνικές αρχές.
    Ολοκλήρωση του σχεδιασμού δομικής μεταβολής".

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 14/06/2013 - 23:54