Θα σε δω κάπου εδώ γύρω... αλληλέγγυε

Φεύγεις, έμαθα. Πάντα έφευγες. Από κάποιες περιοχές έχεις φύγει ήδη. Έχω την αίσθηση ότι κανένας τόπος δεν σε χωράει. Ποτέ δεν θα γίνεις μια παλιά και βρώμικη λίμνη. Ποτέ δεν θα γίνεις ένα κίτρινο χαρτί σε ένα φάκελο πρωτoκόλλων. Προχθές μιλούσα σε έναν δικό σου. Του λέω: «Ξέρεις, όταν σας φαντάζομαι, είστε πάνω από καιρούς και εποχές. Κάποτε πετάγατε πίσσα στα στρατεύματα του Φράνκο στη μακρινή Ισπανία, χρόνια αργότερα καπνίσατε πούρο με τον Φιντέλ Κάστρο όταν οι Barbudos μπήκαν στην Αβάνα, κάποιος μου είπε πως σας είδε στη Νικαράγουα να μαζεύτε ζαχαροκάλαμα με τους Σαντινίστας του Ντανιέλ Ορτέγκα».
Κάναμε ό,τι μπορούσαμε να μείνεις κοντά μας. Όχι για τη «θεσούλα», όπως χλεύαζαν οι απέναντι υπηρέτες, καρφί δεν σου κάηκε για δαύτην. Για τις ιδέες θέλουμε να μείνεις και για το άρωμα που αναδύει το κορμί και κολλά για πάντα στον τοίχο.

Άδειοι οι τοίχοι σαν θα φύγεις, το ξέρεις; Εμείς, τους χειμώνες, θα κάτσουμε στις κουνιστές καρέκλες του μυαλού μας και θα κοιτάμε έξω από το παράθυρο. Η βουή δεν θα μας αγγίζει στην προσπάθειά μας να σε διακρίνουμε στο πλήθος. Θα έχει τόση ησυχία που θα διατρέξουμε τον κίνδυνο να ακούσουμε μέχρι και τον κρότο από τις χιονονιφάδες. Εσύ όμως θα είσαι σε μια νέα μάχη. Όταν θα ανοίγει η πόρτα, θα πετάγομαι σαν το μικρό παιδί μπας και είσαι εσύ...
Με σκοτώνει πως κάποιο απόγευμα θα μπω μέσα και δεν θα είσαι εκεί. Παρηγοριά δεν θα βρω, γιατί το χέρι σου υπήρξε αφάνταστα δυνατό και τρυφερό και θα μού λείπει.

Όταν φεύγει ένα κομμάτι της ψυχής, ο άνθρωπος γίνεται λειψός. Το διάβα του είναι πιο αργό. Μαθαίνει να αντιπαθεί αυτούς που θα προσπαθήσουν να αντικαταστήσουν ό,τι χάνεται. Εγώ τους αντιπαθώ ήδη. Δεν θα χαμογελάνε όπως εσύ. Όταν θα κουράζονται θα γκρινιάζουν, θα λουφάρουν, μισές δουλειές. Με την πρώτη ευκαιρία θα με χτυπήσουν πισώπλατα. Κι εσύ στην πλάτη με χτυπούσες, αλλά ήταν για να μου δώσεις κουράγιο.

Κάποιος να μού πει ποιον πρέπει να ευχαριστήσω που βρέθηκες στο δρόμο μου. Εσένα δεν μπορώ να σου το πω. Δεν θα φτάνει ποτέ. Αν πάλι προσπαθήσω να σου πω ότι σ’ αγαπώ θα χαθώ στο άπειρο, γιατί από το ένα γράμμα ως το άλλο, μεσολαβούν άπειρα γράμματα. Έτσι είναι η αγάπη.
Κάποτε σκέφτηκα ότι για να μπορείς να έχεις δει ως τώρα τόσα πολλά ξημερώματα του κόσμου θα είσαι αθάνατος. Αθάνατοι είναι αυτοί που κάθε μέρα γράφουν ποιήματα με τις πράξεις τους και ξέρουν να ερωτεύονται . Και ο έρωτας είναι η μόνη απάντηση στο θάνατο. Έρωτας για το κάθε τι. Εσύ το ζεις κάθε μέρα.

Είσαι τυχερός που φεύγεις. Πήρες μέρος στην επανάσταση, εκεί που έπρεπε να νικήσουμε, εκεί που τους λιώσαμε. Τώρα άρχισαν οι διαπραγματεύσεις με τους γκρίζους ανθρώπους που ξέρουν όλα τα σημαδεμένα χαρτιά της τράπουλας. Και στις διαπραγματεύσεις οι επαναστάτες πάντα χάνουν.
Όταν θα φεύγεις, άσε λίγο την πόρτα ανοιχτή για να μην κοπεί το άρωμά σου. Να έχω τα ίχνη σου. Μπορεί να βαρεθώ εδώ και να χρειαστεί να σε πάρω από πίσω....

Γειά σου αλληλέγγυε....

Θανάσης Βικόπουλος (Μια μικρή πέτρα του μεγάλου τείχους αντίστασης απέναντι στο μαύρο).
Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 12/06/2015 - 22:01